Η Τασμανία είναι μεγάλο νησί 200 περίπου χιλιόμετρα νότια της ηπειρωτικής Αυστραλίας που, μαζί με πολλά νησιά και νησίδες, συνιστά ένα από τα ομόσπονδα κρατίδια (πολιτείες) που συναποτελούν το κράτος Αυστραλία. Η Τασμανία έχει πληθυσμό 502.600 κατοίκους (Ιούνιος 2009) και έκταση 68.332 km², δηλαδή πάνω από το μισό της Ελλάδας (68.401 η πολιτεία, 7η σε έκταση και έκτη σε πληθυσμό από τις πολιτείες της Αυστραλίας).
Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη είναι το Χόμπαρτ, ενώ άλλα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα περιλαμβάνουν το Λάουνσεστον στα βόρεια και τα Ντέβονπορτ, Μπέρνι στα βορειοδυτικά.
Η υποανταρκτική νήσος Μακουάρι βρίσκεται επίσης υπό τη διοίκηση της Πολιτείας της Τασμανίας.
Γεωγραφία
Το βορειότερο σημείο της Τασμανίας είναι το Ακρωτήριο Γούλνορθ. Η απόσταση από εκεί μέχρι το νοτιότερο σημείο, το Νοτιοανατολικό Ακρωτήριο, είναι 364 χιλιόμετρα, ενώ η απόσταση από το δυτικότερο άκρο («Δυτικό Ακρωτήριο») μέχρι το ανατολικότερο (Ακρωτήριο Έντυστοουν) είναι 306 χιλιόμετρα (περίπου μιάμιση φορά οι διαστάσεις της Πελοποννήσου). Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του μέσου της είναι περίπου 42° νότιο πλάτος και 147° ανατολικό μήκος.
Η Τασμανία έχει εύκρατο κλίμα και θεωρήθηκε τόσο παρόμοια σε ορισμένα τοπία με την προβιομηχανική Αγγλία, ώστε αναφερόταν από ορισμένους αγγλικής καταγωγής αποίκους ως «μια Νότια Αγγλία».
Η νήσος είναι ηφαιστειακώς αδρανής τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια και έχει παλαιές και «στρογγυλεμένες» (όχι απόκρημνες) οροσειρές, παρόμοια με την καθαυτό Αυστραλία και σε αντίθεση με τη Νέα Ζηλανδία. Οι πιο ορεινές περιοχές είναι τα Κεντρικά Υψίπεδα και το νοτιοδυτικό τμήμα. Το υψηλότερο βουνό της Τασμανίας είναι το όρος Όσσα, με ψηλότερη κορυφή στα 1617 μέτρα. Αντίθετα, η κεντροανατολική περιοχή (Midlands) είναι σχετικώς επίπεδη και χρησιμοποιείται για καλλιέργειες, παρότι η κτηνοτροφία σε διάφορες εκφάνσεις της απαντάται σε ολόκληρη την Πολιτεία.
Η δυτική ακτή, πυκνοκατοικούμενη και με συνεχιζόμενη παράδοση άνω των 150 ετών στην εξόρυξη και εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου, είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Τασμανίας. Δέχεται μεγάλες βροχοπτώσεις, που συντηρούν την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Η Οροσειρά της Δυτικής Ακτής φιλοξενεί ορισμένα από τα γνωστότερα ορυχεία στις πλαγιές της, όπως το ορυχείο του Όρους Λάυελ.
Το νοτιοδυτικό τμήμα είναι πυκνοδασωμένο, με το Νοτιοδυτικό Εθνικό Δρυμό να περιλαμβάνει κάποια από τα τελευταία εύκρατα δάση στο Νότιο Ημισφαίριο. Η διαχείριση μιας τέτοιας απομονωμένης και δυσπρόσιτης περιοχής έγινε ευκολότερη και πλέον αξιόπιστη με τη χρήση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης.
Η πυκνότητα πληθυσμού της Τασμανίας είναι μόλις 7,16 κάτοικοι ανά km². Η πλειονότητα του πληθυσμού ζει δίπλα ή κοντά στα ποτάμια προς τις ακτές: Ο Ποταμός Ντεργουέντ και ο Ποταμός Huon βρίσκονται στα νότια, ενώ οι ποταμοί Ταμάρ και Μέρσεϋ στα βόρεια.
Το εύκρατο κλίμα (η Τασμανία είναι η μόνη πολιτεία της Αυστραλίας που εκτείνεται και νότια από τον 40ό παράλληλο) και το εξοχικό περιβάλλον καθιστούν την Τασμανία αγαπημένο προορισμό και μόνιμη κατοικία για τους συνταξιούχους της Αυστραλίας, που έζησαν υπό ημιτροπικό ή και τροπικό κλίμα.
Η Τασμανία χωρίζεται από την Αυστραλιανή ήπειρο από τον Πορθμό Μπας, ένα από τους δυσκολότερους για τη ναυσιπλοΐα στον κόσμο εξαιτίας των ρευμάτων του Ινδικού και του Νότιου Ωκεανού που συγκρούονται εκεί, ενισχυόμενα και από το μικρό του βάθος (γύρω στα 60 μέτρα).
Η τοπική ώρα της Τασμανίας είναι 10 ώρες μπροστά από την ώρα Γκρήνουιτς, αλλά εξαιτίας της αντιστροφής των εποχών σε σχέση με το βόρειο ημισφαίριο και της χρήσεως της θερινής ώρας, βρίσκεται πότε 7 και πότε 9 ώρες μπροστά από την ώρα Ελλάδος.
Το βορειότερο σημείο της Τασμανίας είναι το Ακρωτήριο Γούλνορθ. Η απόσταση από εκεί μέχρι το νοτιότερο σημείο, το Νοτιοανατολικό Ακρωτήριο, είναι 364 χιλιόμετρα, ενώ η απόσταση από το δυτικότερο άκρο («Δυτικό Ακρωτήριο») μέχρι το ανατολικότερο (Ακρωτήριο Έντυστοουν) είναι 306 χιλιόμετρα (περίπου μιάμιση φορά οι διαστάσεις της Πελοποννήσου). Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του μέσου της είναι περίπου 42° νότιο πλάτος και 147° ανατολικό μήκος.
Η Τασμανία έχει εύκρατο κλίμα και θεωρήθηκε τόσο παρόμοια σε ορισμένα τοπία με την προβιομηχανική Αγγλία, ώστε αναφερόταν από ορισμένους αγγλικής καταγωγής αποίκους ως «μια Νότια Αγγλία».
Η νήσος είναι ηφαιστειακώς αδρανής τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια και έχει παλαιές και «στρογγυλεμένες» (όχι απόκρημνες) οροσειρές, παρόμοια με την καθαυτό Αυστραλία και σε αντίθεση με τη Νέα Ζηλανδία. Οι πιο ορεινές περιοχές είναι τα Κεντρικά Υψίπεδα και το νοτιοδυτικό τμήμα. Το υψηλότερο βουνό της Τασμανίας είναι το όρος Όσσα, με ψηλότερη κορυφή στα 1617 μέτρα. Αντίθετα, η κεντροανατολική περιοχή (Midlands) είναι σχετικώς επίπεδη και χρησιμοποιείται για καλλιέργειες, παρότι η κτηνοτροφία σε διάφορες εκφάνσεις της απαντάται σε ολόκληρη την Πολιτεία.
Η δυτική ακτή, πυκνοκατοικούμενη και με συνεχιζόμενη παράδοση άνω των 150 ετών στην εξόρυξη και εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου, είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Τασμανίας. Δέχεται μεγάλες βροχοπτώσεις, που συντηρούν την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Η Οροσειρά της Δυτικής Ακτής φιλοξενεί ορισμένα από τα γνωστότερα ορυχεία στις πλαγιές της, όπως το ορυχείο του Όρους Λάυελ.
Το νοτιοδυτικό τμήμα είναι πυκνοδασωμένο, με το Νοτιοδυτικό Εθνικό Δρυμό να περιλαμβάνει κάποια από τα τελευταία εύκρατα δάση στο Νότιο Ημισφαίριο. Η διαχείριση μιας τέτοιας απομονωμένης και δυσπρόσιτης περιοχής έγινε ευκολότερη και πλέον αξιόπιστη με τη χρήση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης.
Η πυκνότητα πληθυσμού της Τασμανίας είναι μόλις 7,16 κάτοικοι ανά km². Η πλειονότητα του πληθυσμού ζει δίπλα ή κοντά στα ποτάμια προς τις ακτές: Ο Ποταμός Ντεργουέντ και ο Ποταμός Huon βρίσκονται στα νότια, ενώ οι ποταμοί Ταμάρ και Μέρσεϋ στα βόρεια.
Το εύκρατο κλίμα (η Τασμανία είναι η μόνη πολιτεία της Αυστραλίας που εκτείνεται και νότια από τον 40ό παράλληλο) και το εξοχικό περιβάλλον καθιστούν την Τασμανία αγαπημένο προορισμό και μόνιμη κατοικία για τους συνταξιούχους της Αυστραλίας, που έζησαν υπό ημιτροπικό ή και τροπικό κλίμα.
Η Τασμανία χωρίζεται από την Αυστραλιανή ήπειρο από τον Πορθμό Μπας, ένα από τους δυσκολότερους για τη ναυσιπλοΐα στον κόσμο εξαιτίας των ρευμάτων του Ινδικού και του Νότιου Ωκεανού που συγκρούονται εκεί, ενισχυόμενα και από το μικρό του βάθος (γύρω στα 60 μέτρα).
Η τοπική ώρα της Τασμανίας είναι 10 ώρες μπροστά από την ώρα Γκρήνουιτς, αλλά εξαιτίας της αντιστροφής των εποχών σε σχέση με το βόρειο ημισφαίριο και της χρήσεως της θερινής ώρας, βρίσκεται πότε 7 και πότε 9 ώρες μπροστά από την ώρα Ελλάδος.
Ιστορία
Η πρώτη θέαση της Τασμανίας από Ευρωπαίο καταγράφεται στις 24 Νοεμβρίου 1642 από τον Ολλανδό εξερευνητή Άμπελ Τάσμαν, ο οποίος την ονόμασε Anthoonij van Diemenslandt, από τον χορηγό του, Κυβερνήτη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Το όνομα συντομεύθηκε αργότερα σε «Γη του Βαν Ντίμεν» (Van Diemens Land) από τους Βρετανούς. Ο Τζέιμς Κουκ αντίκρυσε επίσης το νησί το 1777, και αρκετοί άλλοι Ευρωπαίοι θαλασσινοί βγήκαν στις ακτές του, προσθέτοντας μια ποικιλία στα ονόματα της τοπογραφίας του.
Ο πρώτος μόνιμος οικισμός έγινε από τους Βρετανούς στο Ρίσντον Κόουβ επί της ανατολικής όχθης του ποταμού Ντέργουεντ, στις εκβολές του, το 1803: Επρόκειτο για μια μικρή αποστολή από το Σίδνεϋ, υπό τον υπολοχαγό John Bowen, με σκοπό την αποτροπή της διεκδικήσεως της νήσου από τους Γάλλους. Το 1804 ένας άλλος οικισμός ιδρύθηκε από τον λοχαγό David Collins, 5 χιλιόμετρα πιο νότια, στο Σάλλιβανς Κόουβ, όπου υπήρχε περισσότερο γλυκό νερό. Αυτός ο δεύτερος οικισμός έγινε γνωστός ως Hobart Town ή Hobarton, και εξελίχθηκε στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού Hobart (το όνομα του Βρετανού υπουργού αποικιών την εποχή εκείνη). Ο οικισμός στο Ρίσντον Κόουβ εγκαταλείφθηκε αργότερα.
Οι περισσότεροι από τους πρώτους Ευρωπαίους που εγκαταστάθηκαν στην Τασμανία ήταν κατάδικοι με τους φρουρούς τους, με αποστολή τους την ανάπτυξη της γεωργίας και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αρκετοί άλλοι οικισμοί καταδίκων ιδρύθηκαν στη Γη του Βαν Ντίμεν, όπως δευτερεύουσες φυλακές, π.χ. οι ιδιαίτερα σκληρές στο Πορτ Άρθουρ στα νοτιοανατολικά και στο Λιμάνι Μακουάρι στη δυτική ακτή.
Η Γη του Βαν Ντίμεν ανακηρύχθηκε ξεχωριστή αποικία από τη Νέα Νότια Ουαλία, με το δικό της δικαστικό σώμα και νομοθετικό συμβούλιο, στις 3 Δεκεμβρίου 1825.
Επιφανείς Τασμανοί
Έρολ Φλυν, ηθοποιός
Jaason Simmons, ηθοποιός του Baywatch
Graeme Murphy, χορευτής και χορογράφος
Peter Sculthorpe, μουσικοσυνθέτης
Mary Donaldson, μετά τον γάμο της Πριγκήπισσα Μαίρη της Δανίας
Η πρώτη θέαση της Τασμανίας από Ευρωπαίο καταγράφεται στις 24 Νοεμβρίου 1642 από τον Ολλανδό εξερευνητή Άμπελ Τάσμαν, ο οποίος την ονόμασε Anthoonij van Diemenslandt, από τον χορηγό του, Κυβερνήτη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Το όνομα συντομεύθηκε αργότερα σε «Γη του Βαν Ντίμεν» (Van Diemens Land) από τους Βρετανούς. Ο Τζέιμς Κουκ αντίκρυσε επίσης το νησί το 1777, και αρκετοί άλλοι Ευρωπαίοι θαλασσινοί βγήκαν στις ακτές του, προσθέτοντας μια ποικιλία στα ονόματα της τοπογραφίας του.
Ο πρώτος μόνιμος οικισμός έγινε από τους Βρετανούς στο Ρίσντον Κόουβ επί της ανατολικής όχθης του ποταμού Ντέργουεντ, στις εκβολές του, το 1803: Επρόκειτο για μια μικρή αποστολή από το Σίδνεϋ, υπό τον υπολοχαγό John Bowen, με σκοπό την αποτροπή της διεκδικήσεως της νήσου από τους Γάλλους. Το 1804 ένας άλλος οικισμός ιδρύθηκε από τον λοχαγό David Collins, 5 χιλιόμετρα πιο νότια, στο Σάλλιβανς Κόουβ, όπου υπήρχε περισσότερο γλυκό νερό. Αυτός ο δεύτερος οικισμός έγινε γνωστός ως Hobart Town ή Hobarton, και εξελίχθηκε στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού Hobart (το όνομα του Βρετανού υπουργού αποικιών την εποχή εκείνη). Ο οικισμός στο Ρίσντον Κόουβ εγκαταλείφθηκε αργότερα.
Οι περισσότεροι από τους πρώτους Ευρωπαίους που εγκαταστάθηκαν στην Τασμανία ήταν κατάδικοι με τους φρουρούς τους, με αποστολή τους την ανάπτυξη της γεωργίας και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αρκετοί άλλοι οικισμοί καταδίκων ιδρύθηκαν στη Γη του Βαν Ντίμεν, όπως δευτερεύουσες φυλακές, π.χ. οι ιδιαίτερα σκληρές στο Πορτ Άρθουρ στα νοτιοανατολικά και στο Λιμάνι Μακουάρι στη δυτική ακτή.
Η Γη του Βαν Ντίμεν ανακηρύχθηκε ξεχωριστή αποικία από τη Νέα Νότια Ουαλία, με το δικό της δικαστικό σώμα και νομοθετικό συμβούλιο, στις 3 Δεκεμβρίου 1825.
Επιφανείς Τασμανοί
Έρολ Φλυν, ηθοποιός
Jaason Simmons, ηθοποιός του Baywatch
Graeme Murphy, χορευτής και χορογράφος
Peter Sculthorpe, μουσικοσυνθέτης
Mary Donaldson, μετά τον γάμο της Πριγκήπισσα Μαίρη της Δανίας
Ιθαγενή ζώα
Ο πληθυσμός του διαβόλου της Τασμανίας το 2005 είχε μειωθεί κατά τόπους έως και 80% από μια ασθένεια, τους όγκους του προσώπου, που εξαπλώθηκε βαθμιαία σε όλο το νησί. Πιστεύεται ότι η ασθένεια εξαπλώνεται από τις μάχες των διαβόλων πάνω από τα πτώματα από τα οποία τρέφονται, οπότε δαγκώνουν ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την ασθένεια και γίνονται εντατικές έρευνες για την εύρεση της αιτίας της. Υπάρχει και πρόγραμμα ανατροφής σε αιχμαλωσία από την τοπική κυβέρνηση.
ΘυλακίνηΗ Τασμανία φιλοξενούσε τη θυλακίνη, ένα μαρσιποφόρο που έμοιαζε με σκύλο. Γνωστή με την κοινή ονομασία «τίγρης της Τασμανίας» για τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις στη γούνα της ράχης της, η θυλακίνη εξαφανίσθηκε από την κυρίως Αυστραλία πολύ νωρίτερα εξαιτίας του ανταγωνισμού τουντίνγκο (άγριου σκύλου της Αυστραλίας), που είχε εισαχθεί κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Το κυνήγι από τους αγρότες, από κυνηγούς που λάβαιναν αμοιβή για κάθε κεφάλι από την κυβέρνηση και (στα τελευταία) από συλλέκτες και μουσεία ανά τον κόσμο, φαίνεται ότι έχει οδηγήσει στην εξάλειψή της και από την Τασμανία. Το τελευταίο ζώο που γνωρίζουμε ψόφησε σε αιχμαλωσία το 1936. Πολλές υποτιθέμενες εμφανίσεις του είδους έχουν αναφερθεί από τότε, αλλά καμιά δεν επιβεβαιώθηκε.
Ο διάβολος της ΤασμανίαςΟ διάβολος της Τασμανίας είναι ένα σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που βρίσκεται αποκλειστικά στο νησί της Τασμανίας και έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι πιο χοντρό και μυώδες. Χαρακτηρίζεται από μαύρο τρίχωμα με λευκές κηλίδες. Το δυνατό και ενοχλητικό συριστικό ουρλιαχτό του συνάδει με την άγρια συμπεριφορά του, ενώ τρέφεται κυρίως με ψοφίμια. Επεβίωσε του αποικισμού των Ευρωπαίων και μέχρι πρόσφατα ήταν πολυπληθής σε όλο το νησί. Η γρήγορη οδήγηση οχημάτων στους επαρχιακούς δρόμους είναι πρόβλημα και για το ζώο αυτό, που σκοτώνεται συχνά ενώ τρώει άλλα ζώα που έχουν σκοτωθεί στον δρόμο νωρίτερα, όπως τα γουάλαμπι.
Ο πληθυσμός του διαβόλου της Τασμανίας το 2005 είχε μειωθεί κατά τόπους έως και 80% από μια ασθένεια, τους όγκους του προσώπου, που εξαπλώθηκε βαθμιαία σε όλο το νησί. Πιστεύεται ότι η ασθένεια εξαπλώνεται από τις μάχες των διαβόλων πάνω από τα πτώματα από τα οποία τρέφονται, οπότε δαγκώνουν ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την ασθένεια και γίνονται εντατικές έρευνες για την εύρεση της αιτίας της. Υπάρχει και πρόγραμμα ανατροφής σε αιχμαλωσία από την τοπική κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου