Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Σ.Σ.Ε.) είναι Ανώτατο Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΣΕΙ) του Ελληνικού Στρατού (ξηράς) και το αρχαιότερο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της Ελλάδας. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο την 1η Ιουλίου 1828 με διάταγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, αποτελώντας σχολή αξιωματικών.
Για αρκετό καιρό (1894-1982) έδρευε στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της, βόρεια του Πεδίου του Άρεως στην Αθήνα και που σήμερα αποτελούν έδρα δικαστηρίων, εκτός του παλαιού Διοικητηρίου. Το 1982 μετακινήθηκε στο σημερινό της στρατόπεδο στη Βάρη. Εκεί βρίσκονται στρατώνες, σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, υπαίθριοι χώροι εκπαίδευσης και αθλητισμού καθώς και το Μουσείο της Σχολής.
Η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων (μια από τις αποκαλούμενες «παραγωγικές σχολές» στην ορολογία των ενόπλων δυνάμεων) διαρκεί τέσσερα χρόνια και οι Ευέλπιδες αποφοιτούν με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τα τελευταία χρόνια η εγγραφή στη Σχολή ημεδαπών μαθητών ακολουθεί το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων παράλληλα με τεστ και αθλητικές επιδόσεις. Στη Σ.Σ.Ε. φοιτούν επίσης και αλλοδαποί μαθητές - στελέχη ξένων ενόπλων δυνάμεων.
Ίδρυση - ΙστορίαΤο 1828 Ο Ιωάννης Καποδίστριας θέλοντας να πλαισιώσει το Τακτικό Σώμα Στρατού με ικανά στελέχη, προχωράει με διάταγμα στην ίδρυση Στρατιωτικής σχολής την οποία και ονομάζει Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Σαν πρότυπο έθεσε τη Γαλλική Πολυτεχνική Σχολή (École Polytechnique) δημιούργημα του Ναπολέοντα. Αναθέτει λοιπόν την εποπτεία της συγκρότησης και οργάνωσης στον Βαυαρό Συνταγματάρχη Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck, 1788–1861), ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή διευθυντής του Τακτικού Στρατού. Ο ίδιος ο Καποδίστριας ονόμασε τους πέντε πρώτους μαθητές «Ευέλπιδες».
Την 1η Ιουλίου 1828 η Σχολή ιδρύεται στο Ναύπλιο με προσωρινό τίτλο «Λόχος των προγυμναστών» ενώ η διεύθυνση της ανατίθεται στον Ιταλό υπολοχαγό Ρωμύλο ντε Σαντέλι ο οποίος όμως αποδείχθηκε ανεπαρκής για ένα τέτοιο εγχείρημα. Έτσι, την ίδια χρονιά ο Καποδίστριας τον αντικαθιστά με τον Γάλλο λοχαγό του Πυροβολικού Ανρί Πωζιέ. Οι πρώτοι οκτώ Ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού αποφοίτησαν το 1831, στους οποίους φόρεσε τις επωμίδες ο ίδιος ο Καποδίστριας. Το 1831 ο Καποδίστριας διορίζει στην θέση του διευθυντή της Σχολής τον Ρώσο Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαο Ραϊκόφ.
Στόχος της κυβέρνησης ήταν η σχολή να εκπαιδεύσει δημόσιους μηχανικούς οι οποίοι θα αναλάμβαναν κρατικά τεχνικά έργα και στην συνέχεια έργα για την οχύρωση της χώρας. Η διάρκεια της εκπαίδευσης καθορίστηκε στα 3 έτη. Το 1834 τα έτη σπουδών αυξήθηκαν στα 8 και προστέθηκαν περισσότερα μαθήματα, εισάγονται δε μαθητές ηλικίας από 12 ετών.
Την ίδια χρονιά η σχολή μεταφέρεται στην Αίγινα, στο κτίριο του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου ενώ το 1837 στον Πειραιά, ακριβώς απέναντι από το Παλαιό Ταχυδρομείο, (σημερινό πολιτιστικό κέντρο) στο οικόπεδο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Το 1840 αναλαμβάνει την διεύθυνση της σχολής ο Αντισυνταγματάρχης Σπύρος Μήλιος, ο πρώτος Έλληνας διευθυντής. Αμέσως εφαρμόζει νέο κανονισμό εσωτερικής Υπηρεσίας, αυξάνει σε 6 τα έτη φοίτησης και καθιερώνει γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις.
Το 1854 η σχολή μεταφέρεται στην Αθήνα και στεγάζεται προσωρινά στο Μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο) μέχρι το 1857. Το 1866 η διδασκαλία κατανέμεται σε πέντε έτη. Το 1867 διακόπηκε η λειτουργία της Σχολής και το 1870 επαναλειτουργεί με 7 χρόνια σπουδών. Το 1870 - 1882 δίνεται η δυνατότητα σε ιδιώτες να παρακολουθούν τις σπουδές και να αποφοιτούν με το δίπλωμα «Γεωμέτρου» (Πολιτικού μηχανικού). Το 1882 η εκπαίδευση μειώθηκε στα 5 έτη και συμπεριλάμβανε δύο περιόδους, των φυσικομαθηματικών επιστημών και των στρατιωτικών επιστημών.
Το 1881-1885 διοικητής ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Πάνος Κολοκοτρώνης, υιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η διοίκηση του αποτέλεσε σταθμό για την σχολή και γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε και ως αναμορφωτής της. Το 1894 η σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως σε συγκρότημα κτιρίων, που κτίσθηκαν με δωρεά του Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από την πορεία της σχολής, αφού προηγουμένως είχε ξαναμεταφερθεί στον Πειραιά. Το 1898 διοικητής αναλαμβάνει ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Ζορμπάς.
Το 1911 και μέσα σε κλίμα αναδιοργάνωσης του στρατού με αφορμή τη επικείμενη αναμέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία, ήρθε Γαλλική στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Εϊντου ώστε να βοηθήσει στην οργάνωση της σχολής. Το 1912 διοικητής αναλαμβάνει ο Γάλλος Συνταγματάρχης Λ. Ζενέν (L. Genin). Για δεύτερη φορά χρησιμοποιείται ως πρότυπο τη Γαλλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σεν Συρ (École de Saint Cyr). Συνέπεια αυτών ήταν να αποφασισθεί η εκπαίδευση των Ευελπίδων να γίνει συντομότερη δηλαδή λιγότερο θεωρητική και περισσότερο πρακτική ενώ έγινε και η συγχώνευση των σχολών Ευελπίδων και Υπαξιωματικών.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 η σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για έξι μήνες λόγω επιστράτευσης και συμμετοχής των Ευελπίδων σε αυτόν. Το 1914 καθιερώνεται η λειτουργία «Προπαρασκευαστικού Λόχου Υποψηφίων Ευελπίδων» με διάστημα φοίτησης τους 10 μήνες, λειτούργησε στην Κέρκυρα για ένα έτος και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα στα κτίρια της ΣΣΕ οπού παρέμεινε για 6 έτη και μετά διαλύθηκε. Το 1915 τα δίδακτρα της σχολής καταργούνται και τα έξοδα λειτουργίας αναλαμβάνει το Δημόσιο. Με αυτήν την απόφαση σηματοδοτείται πλέον η εισαγωγή στην σχολή φοιτητών από διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922 όλοι οι Ευέλπιδες θα συμμετάσχουν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το 1920 η διάρκεια φοίτησης στη Σχολή γίνεται τριετής. Το 1924 η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων αυξήθηκε στα 4 έτη και περιλάμβανε ακαδημαϊκά και στρατιωτικά μαθήματα πεδίου ενώ επαναδημιουργήθηκε η σχολή Υπαξιωματικών. Παράλληλα επανακαθιερώνεται η οικονομική εισφορά εκτός ορισμένων απαλλαγών. Το 1926 καθιερώνεται στην σχολή η δοκιμασία σε αθλήματα του στίβου.
Το 1928 εορτάζονται με επισημότητα τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Σχολής. Το χρονικό διάστημα 1934 - 1940 η διάρκεια της φοίτησης είναι 3 έτη και υπάρχει ιδιαίτερη προπαρασκευή των φοιτητών αφού λόγω της διεθνούς κατάστασης διαφαινόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτή η προετοιμασία θα έχει ως αποτέλεσμα τα ηρωικά κατορθώματα στο μέτωπο και τιμώντας τον τίτλο τον οποίο τους απέδωσε ο Καποδίστριας ως «την καλή ελπίδα του έθνους». Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, οι Ευέλπιδες είναι πανέτοιμοι και τοποθετούνται άμεσα στα πεδία μαχών ή σε οργανικές θέσεις. Στη σχολή παρέμειναν μόνο οι Ευέλπιδες Ι τάξης μαζί με τους εκπαιδευτές.
Στις 28 Μαϊου 1941 η σχολή αναστέλλει την λειτουργία της λόγω της εισβολής των Γερμανικών δυνάμεων και της συνθηκολόγησης της Ελληνικής Κυβέρνησης του Τσολάκογλου.
Στις 19 Οκτωβρίου 1944 η σχολή επαναλειτούργησε αμέσως μετά την απελευθέρωση με μαθητές τους Ευέλπιδες 1ης και 2ας τάξης που φοιτούσαν πριν από τον πόλεμο, διακόπτει ξανά λόγω του εμφυλίου και λειτουργεί εκ νέου τον Αύγουστο του 1945 με την εισαγωγή της πρώτης μεταπολεμικής σειράς Ευελπίδων ύστερα από διαγωνισμό. Ο χρόνος φοίτησης περιορίστηκε λόγω της ανάγκης που είχε ο Ελληνικός Στρατός σε στελέχη 2 έτη για ιδιώτες και 6 μήνες για εθελοντές Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς. Το 1947 μετατρέπεται η σχολή, από Τάγμα Ευελπίδων σε Σύνταγμα Ευελπίδων, κατόπιν αποφάσεως εισαγωγής περισσότερων φοιτητών.
Το 1949, η φοίτηση στη Σχολή αυξήθηκε στα τρία χρόνια. Το 1961 η εκπαίδευση θεωρήθηκε ισότιμη με τα υπόλοιπα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και φοίτηση στη Σχολή έγινε τέσσερα χρόνια. Από εκείνη την χρονιά έχουμε και Ευέλπιδες από άλλα Κράτη. Το 1975 η σχολή δέχεται Ευέλπιδες από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το 1978 στις 21 Δεκεμβρίου η σχολή συμπλήρωσε 150 χρόνια παρουσίας η οποία εορτάσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1982 η σχολή μεταστεγάσθηκε στο νέο σύγχρονο σημερινό της στρατόπεδο που βρίσκεται Νοτιοανατολικά των Αθηνών, κοντά στη Βάρη Αττικής σε έκταση 4.310 στρεμμάτων.
Το 1983 γίνεται η εισαγωγή φοιτητών με το σύστημα των Πανελλήνιων Εξετάσεων. Το 1991 μια σημαντική αλλαγή γίνεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της σχολής θα δεχτεί τις πρώτες γυναίκες Ευέλπιδες. Σήμερα η σχολή είναι ισότιμη με τα Πανεπιστήμιατης χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου