Η Μαρία Κάλλας υπήρξε κορυφαία υψίφωνος και η πλέον γνωστή παγκοσμίως ντίβα της όπερας.
Η αρχή της μεγάλης πορείας
Λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα η Κάλλας, εξ αιτίας της υποβάθμισής της στη Λυρική Σκηνή και εν μέσω της πολεμικής των συναδέλφων της που την κατηγορούσαν για συνεργασία με τους κατακτητές, αποφασίζει να επιστρέψει στις Η.Π.Α. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα εισιτήριά της δίνει μια αποχαιρετιστήρια παράσταση στην Αθήνα. Το Σεπτέμβριο του 1945 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και ξεκινά την προσπάθεια για ανεύρεση εργασίας αρχικά στη Μητροπολιτική Όπερα, δεν καταφέρνει όμως να υπογράψει συμβόλαιο.
Εντούτοις η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα "Φιντέλιο" του Μπετόβεν και "Μανταμ Μπατερφλάι" του Πουτσίνι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει το "Φιντέλιο" στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια "Μπάτερφλάι".
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή τηςΑρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη"Τζοκόντα" του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν. Συνάμα έρχεται και η γνωριμία της με τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι έχοντας και ρόλο μάνατζερ άσκησε καταλυτική επιρροή στην καριέρα της Κάλλας, υποβάλλοντάς την σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση και αποτρέποντάς την από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρείχε. Έτσι τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Τα στάδια της αποθέωσης
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με το "Σικελικό Εσπερινό", εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκηςως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Στις 5 Αυγούστου 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Δύο μήνες πριν είχε γνωρίσει τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση σε δεξίωση της κοσμικογράφου Έλσα Μαξγουελ. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πλέον συζητημένες σχέσεις στην ιστορία.
Το 1960 τραγουδά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου "Νόρμα" και το επόμενο έτος "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1962 επανέρχεται στη Σκάλα του Μιλάνου και αποθεώνεται σαν Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Τον Ιανουάριο του 1964 πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα" στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν (Covent Garden). Η παράσταση εκθειάζεται από τους κριτικούς ενώ ακολουθεί την ίδια χρονιά νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Παρά τα φωνητικά προβλήματα που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει το παρισινό κοινό την αποδέχεται θερμά.
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την"Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Στα 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν κάτι που τελικά δε γίνεται μια και στις 8 Ιουλίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκυ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με το "Σικελικό Εσπερινό", εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Το 1955 ανεβάζει την ιστορική παράσταση της "Τραβιάτα" του Βέρντι σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκηςως "Νόρμα" στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι. Στις 5 Αυγούστου 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Δύο μήνες πριν είχε γνωρίσει τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση σε δεξίωση της κοσμικογράφου Έλσα Μαξγουελ. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σε μία από τις πλέον συζητημένες σχέσεις στην ιστορία.
Το 1960 τραγουδά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου "Νόρμα" και το επόμενο έτος "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1962 επανέρχεται στη Σκάλα του Μιλάνου και αποθεώνεται σαν Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Τον Ιανουάριο του 1964 πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της "Τόσκα" στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν (Covent Garden). Η παράσταση εκθειάζεται από τους κριτικούς ενώ ακολουθεί την ίδια χρονιά νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη "Νόρμα". Παρά τα φωνητικά προβλήματα που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει το παρισινό κοινό την αποδέχεται θερμά.
Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την"Τόσκα" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Στα 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν κάτι που τελικά δε γίνεται μια και στις 8 Ιουλίου 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κέννεντυ, Τζάκυ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.
Τελευταίες σκηνές πριν το τέλος
Το 1969 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και γίνεται γνωστό ότι επεχείρησε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Η Μαρία Κάλλας πέρασε στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο.
Τo 2010, νέο φως στο μυστήριο που περιβάλλει το θάνατο της Μαρίας Κάλλας έρχεται να ρίξει ιταλική έρευνα, η οποία ανατρέπει την άποψη ότι η δημοφιλής σοπράνο πέθανε από υψηλή δόση βαρβιτουρικών (διότι της είχε στοιχίσει η επώδυνη σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση).
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Έτσι, μοιάζει να εξηγείται και η συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της Κάλλας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Όπως εξηγούν οι δύο Ιταλοί επιστήμονες, η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια. Επομένως, ο Φούσι και ο Παολίλο συμφωνούν με την επίσημη ιατρική έκθεση, μόνο που διευκρινίζουν ότι η ανακοπή δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά το αποτέλεσμα της εκφυλιστικής μυασθένειας. Αφετηρία για τις ιταλικές έρευνες αποτέλεσαν οι ηχογραφήσεις της διάσημης σοπράνο, τόσο από το στούντιο όσο και από ζωντανές εμφανίσεις της. Με τη μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης οι επιστήμονες εξέτασαν τις ηχογραφήσεις ίδιων κομματιών από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπίστωσαν τις αλλοιώσεις στη φωνή της καλλιτέχνιδας, η οποία έφτασε τα τέλη της δεκαετίας του ’70 να γίνει μέτζο σοπράνο. Οι δύο φωνίατροι ανέλυσαν επίσης και τα τελευταία βίντεο της Κάλλας, στα οποία ήταν εμφανής και η μυϊκή χαλάρωση που είχε υποστεί, αφού ο θώρακας της δεν διατεινόταν κατά τη διάρκεια των αναπνοών. Η μελέτη αυτή έρχεται να ρίξει νέο και πιθανότατα καθοριστικό φως στη διάγνωση της δερματομυοσίτιδας, που είχε σχηματίσει ο ιατρός Μάριο Τζακοβάτσο, ο οποίος είχε επισκεφτεί την τραγουδίστρια το 1975, αλλά είχε κρατήσει κρυφή τη διάγνωση του μέχρι το 2002.
Το 1969 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία δεν έχει τύχη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στις 25 Μαΐου1970 μεταφέρεται στο νοσοκομείο και γίνεται γνωστό ότι επεχείρησε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών.
Το 1973 σκηνοθετεί στο Τορίνο μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" (I Vespri Siciliani) και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του μια παγκόσμια καλλιτεχνική περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Η Μαρία Κάλλας πέρασε στην αιωνιότητα στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο Παρίσι. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο.
Τo 2010, νέο φως στο μυστήριο που περιβάλλει το θάνατο της Μαρίας Κάλλας έρχεται να ρίξει ιταλική έρευνα, η οποία ανατρέπει την άποψη ότι η δημοφιλής σοπράνο πέθανε από υψηλή δόση βαρβιτουρικών (διότι της είχε στοιχίσει η επώδυνη σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση).
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Έτσι, μοιάζει να εξηγείται και η συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της Κάλλας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Όπως εξηγούν οι δύο Ιταλοί επιστήμονες, η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια. Επομένως, ο Φούσι και ο Παολίλο συμφωνούν με την επίσημη ιατρική έκθεση, μόνο που διευκρινίζουν ότι η ανακοπή δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά το αποτέλεσμα της εκφυλιστικής μυασθένειας. Αφετηρία για τις ιταλικές έρευνες αποτέλεσαν οι ηχογραφήσεις της διάσημης σοπράνο, τόσο από το στούντιο όσο και από ζωντανές εμφανίσεις της. Με τη μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης οι επιστήμονες εξέτασαν τις ηχογραφήσεις ίδιων κομματιών από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπίστωσαν τις αλλοιώσεις στη φωνή της καλλιτέχνιδας, η οποία έφτασε τα τέλη της δεκαετίας του ’70 να γίνει μέτζο σοπράνο. Οι δύο φωνίατροι ανέλυσαν επίσης και τα τελευταία βίντεο της Κάλλας, στα οποία ήταν εμφανής και η μυϊκή χαλάρωση που είχε υποστεί, αφού ο θώρακας της δεν διατεινόταν κατά τη διάρκεια των αναπνοών. Η μελέτη αυτή έρχεται να ρίξει νέο και πιθανότατα καθοριστικό φως στη διάγνωση της δερματομυοσίτιδας, που είχε σχηματίσει ο ιατρός Μάριο Τζακοβάτσο, ο οποίος είχε επισκεφτεί την τραγουδίστρια το 1975, αλλά είχε κρατήσει κρυφή τη διάγνωση του μέχρι το 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου