Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 - Ιανουάριο 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις αριστερών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος») έως τα τάγματα ασφαλείας. Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι για το μονομερή αφοπλισμό των αριστερών αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 28 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Πάντως ο Βρετανός Γούντχαουζ αναφέρει οτι δεν είναι σαφές αν άνοιξε πύρ πρώτα η αστυνομία, οι διαδηλωτές ή οι Βρετανοί. Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα στις δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας: Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε ευρύτερη απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε σε πολλές περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, φιλελεύθεροι και φιλοβασιλικοί που, με την υποστήριξη των Άγγλων, επιζητούσαν να αποτρέψουν την ένταξη της Ελλάδος στο κομμουνιστικό μπλόκ. Ωστόσο, οι προθέσεις που καταλόγιζε κάθε πλευρά στην αντίπαλη μέσα στο κλίμα της πόλωσης απείχαν από τις πραγματικές προθέσεις.
Ιστορικό
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ' ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ' ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών.
Το σημείο που τελικά έφερε σε διχασμό την κυβέρνηση ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, έντονες αντιδράσεις προκάλεσε το τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι (Άγγλος Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα) την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού, το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία.
Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, ενώ το Ε.Α.Μ. κάλεσε σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Η διαδήλωση είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε όμως στο αίμα όταν οι Κυβερνητικές και Βρετανικές δυνάμεις που βρίσκονταν ακροβολισμένες στα γύρω κτήρια άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος. Συνολικά, 28 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους (οι 21 στο Σύνταγμα) και 148 τραυματίστηκαν.
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, οργανώθηκε γενική απεργία. Διοργανώθηκε νέα πορεία από το ΕΑΜ, στην οποία κεντρικό σύνθημα ήταν «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, στους οποίους απάντησαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ που την συνόδευαν. Η πόλη της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, ανάμεσα σε μονάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και στις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ το ίδιο απόγευμα ο στρατηγός Σκόμπι κηρύσσει στρατιωτικό νόμο χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν στην κυβέρνηση. Ανάμεσα στις δυνάμεις της κυβέρνησης Παπανδρέου περιλαμβάνονταν άνδρες της χωροφυλακής, η νεοσύστατη Εθνοφυλακή, η ορεινή ταξιαρχία Ρίμινι υπό τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο Ιερός Λόχος, μαθητές της σχολής Ευελπίδων, μέλη των πρώην Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ υποστηρίζονταν από βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Συμμετείχαν επίσης οι μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις όπως η ΠΕΑΝ, η Ιερή Ταξιαρχία, η ΡΑΝ, η φοιτητική ΕΣΑΣ, η Εθνική Δράση, ο ΕΔΕΣ Αθηνών, η φιλοβασιλική Χ και άλλες μικρότερες ομάδες.
Σημειώνεται ότι οι απόψεις σχετικά με τη στάση των Βρετανών κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών διίστανται. Ο συγγραφέας Γ. Μαργαρίτης στο βιβλίο του για την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου αναφέρει ότι οι Βρετανοί μάλλον παρακολουθούσαν παρά συμμετείχαν ενεργά στις μάχες και αυτό γιατί δεν ήθελαν να έχουν απώλειες. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει για την αεροπορία δεδομένου ότι ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε αντιαεροπορικό οπλισμό. Από την άλλη, αρκετοί θεωρούν δεδομένο ότι οι βρετανικές δυνάμεις παρενέβαιναν συστηματικά στις εξελίξεις, καθώς είχαν πολιτικές βλέψεις. Προς αυτή την κατεύθυνση αναφέρεται και η επίσκεψη του τότε Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Ελλάδα, στις 24 Δεκεμβρίου 1944. Σημαντικές όμως πληροφορίες για τη στάση των Άγγλων αντλούμε και από το τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ στον στρατηγό Σκόμπι την 5η Δεκεμβρίου, όπου αναφέρει: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη [...] Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση [...] Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα διά σας, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος.»
Η στρατιωτικά παράδοξη «μάχη της Αθήνας» ήταν χαώδης και κατά βάση εξελισσόταν σε πολλές παράλληλες μάχες, σχεδόν σε όλη την περιοχή της πρωτεύουσας. Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, δόθηκε τέρμα στις μάχες, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Μετά την ήττα του το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, που κατ' άλλους - όπως κατά τον τότε νέο ΕΛΑΣίτη Ριχάρδο Σωμερίτη - ήταν όμηροι. Επίσης, κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών έδρασε η οργάνωση του ΚΚΕ ΟΠΛΑ, μέλη της οποίας δολοφόνησαν (σε μερικές περιπτώσεις με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο) μεγάλο αριθμό αντιφρονούντων, μεταξύ των οποίων και πολλούς τροτσκιστές, όπως περιγράφει ο τροτσκιστής Στίνας στο βιβλίο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (για παράδειγμα ο Κορνήλιος Καστοριάδης έφυγε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών) , αλλά και άλλους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους (αστυνομικούς, αξιωματικούς, πολιτικούς, ιερείς κ.α.), ενώ και η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκηαλλά και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος ήταν επίσης ανάμεσα στα θύματα των Δεκεμβριανών. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του '44 στην Αθήνα θεωρούνται η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του Κ.Κ.Ε. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά "δοσίλογων", αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.
Στην αντικομμουνιστική ιδεολογία προστέθηκε για πρώτη φορά εκείνη την εποχή το παράδειγμα (προς αποφυγή, κατά τους αντικομμουνιστές) της Σοβιετικής Ένωσης. Η πλήρης απαξίωση του έργου των μπολσεβίκων στην ΕΣΣΔ και η προσωπική επίθεση κατά του Στάλιν είναι σημεία τις Ιστορίας που ακόμα και σήμερα, 60 χρόνια μετά, αμφισβητούνται από πολλούς. Ήταν η πρώτη φορά που οι «σύμμαχοι» διαχώριζαν ανοιχτά την θέση τους από τους Σοβιετικούς, τον μπολσεβικισμό και τον σοσιαλισμό, γεγονός που προανήγγειλε την περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου».
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ' ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ' ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών.
Το σημείο που τελικά έφερε σε διχασμό την κυβέρνηση ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, έντονες αντιδράσεις προκάλεσε το τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι (Άγγλος Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα) την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού, το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία.
Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, ενώ το Ε.Α.Μ. κάλεσε σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Η διαδήλωση είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε όμως στο αίμα όταν οι Κυβερνητικές και Βρετανικές δυνάμεις που βρίσκονταν ακροβολισμένες στα γύρω κτήρια άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως προς το πλήθος. Συνολικά, 28 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους (οι 21 στο Σύνταγμα) και 148 τραυματίστηκαν.
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, οργανώθηκε γενική απεργία. Διοργανώθηκε νέα πορεία από το ΕΑΜ, στην οποία κεντρικό σύνθημα ήταν «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, στους οποίους απάντησαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ που την συνόδευαν. Η πόλη της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, ανάμεσα σε μονάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και στις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ το ίδιο απόγευμα ο στρατηγός Σκόμπι κηρύσσει στρατιωτικό νόμο χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν στην κυβέρνηση. Ανάμεσα στις δυνάμεις της κυβέρνησης Παπανδρέου περιλαμβάνονταν άνδρες της χωροφυλακής, η νεοσύστατη Εθνοφυλακή, η ορεινή ταξιαρχία Ρίμινι υπό τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο, ο Ιερός Λόχος, μαθητές της σχολής Ευελπίδων, μέλη των πρώην Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ υποστηρίζονταν από βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Συμμετείχαν επίσης οι μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις όπως η ΠΕΑΝ, η Ιερή Ταξιαρχία, η ΡΑΝ, η φοιτητική ΕΣΑΣ, η Εθνική Δράση, ο ΕΔΕΣ Αθηνών, η φιλοβασιλική Χ και άλλες μικρότερες ομάδες.
Σημειώνεται ότι οι απόψεις σχετικά με τη στάση των Βρετανών κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών διίστανται. Ο συγγραφέας Γ. Μαργαρίτης στο βιβλίο του για την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου αναφέρει ότι οι Βρετανοί μάλλον παρακολουθούσαν παρά συμμετείχαν ενεργά στις μάχες και αυτό γιατί δεν ήθελαν να έχουν απώλειες. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει για την αεροπορία δεδομένου ότι ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε αντιαεροπορικό οπλισμό. Από την άλλη, αρκετοί θεωρούν δεδομένο ότι οι βρετανικές δυνάμεις παρενέβαιναν συστηματικά στις εξελίξεις, καθώς είχαν πολιτικές βλέψεις. Προς αυτή την κατεύθυνση αναφέρεται και η επίσκεψη του τότε Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Ελλάδα, στις 24 Δεκεμβρίου 1944. Σημαντικές όμως πληροφορίες για τη στάση των Άγγλων αντλούμε και από το τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ στον στρατηγό Σκόμπι την 5η Δεκεμβρίου, όπου αναφέρει: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη [...] Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση [...] Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα διά σας, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος.»
Η στρατιωτικά παράδοξη «μάχη της Αθήνας» ήταν χαώδης και κατά βάση εξελισσόταν σε πολλές παράλληλες μάχες, σχεδόν σε όλη την περιοχή της πρωτεύουσας. Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, δόθηκε τέρμα στις μάχες, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπυ. Μετά την ήττα του το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, που κατ' άλλους - όπως κατά τον τότε νέο ΕΛΑΣίτη Ριχάρδο Σωμερίτη - ήταν όμηροι. Επίσης, κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών έδρασε η οργάνωση του ΚΚΕ ΟΠΛΑ, μέλη της οποίας δολοφόνησαν (σε μερικές περιπτώσεις με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο) μεγάλο αριθμό αντιφρονούντων, μεταξύ των οποίων και πολλούς τροτσκιστές, όπως περιγράφει ο τροτσκιστής Στίνας στο βιβλίο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (για παράδειγμα ο Κορνήλιος Καστοριάδης έφυγε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών) , αλλά και άλλους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους (αστυνομικούς, αξιωματικούς, πολιτικούς, ιερείς κ.α.), ενώ και η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκηαλλά και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος ήταν επίσης ανάμεσα στα θύματα των Δεκεμβριανών. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του '44 στην Αθήνα θεωρούνται η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του Κ.Κ.Ε. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά "δοσίλογων", αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.
Στην αντικομμουνιστική ιδεολογία προστέθηκε για πρώτη φορά εκείνη την εποχή το παράδειγμα (προς αποφυγή, κατά τους αντικομμουνιστές) της Σοβιετικής Ένωσης. Η πλήρης απαξίωση του έργου των μπολσεβίκων στην ΕΣΣΔ και η προσωπική επίθεση κατά του Στάλιν είναι σημεία τις Ιστορίας που ακόμα και σήμερα, 60 χρόνια μετά, αμφισβητούνται από πολλούς. Ήταν η πρώτη φορά που οι «σύμμαχοι» διαχώριζαν ανοιχτά την θέση τους από τους Σοβιετικούς, τον μπολσεβικισμό και τον σοσιαλισμό, γεγονός που προανήγγειλε την περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου».
Από αντλούνται τα ιστορικά στοιχεία τα οποία αναρτήσατε;
ΑπάντησηΔιαγραφή