Οι ταραχές του Δεκεμβρίου 2008 υπήρξαν μια σειρά πανελλαδικής εμβέλειας ταραχών, οι οποίες ακολούθησαν το συμβάν της δολοφονίας του δεκαπεντάχρονου Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου από ειδικό φρουρό τηςΕλληνικής Αστυνομίας. Οι ταραχές έλαβαν μεγάλη έκταση, ώστε χαρακτηρίσθηκαν από μερίδα του τύπου και των πολιτικών κομμάτων ακόμη και ως εξέγερση. Ο πραγματικός χαρακτήρας των γεγονότων έγινε αντικείμενο πολιτικής και κοινωνικής τριβής και διχογνωμιών σχετικά με τη φύση και τα αίτιά τους.
Η δολοφονία του νεαρού μαθητή το βράδυ του Σαββάτου της 6ης Δεκεμβρίου 2008 στο κέντρο της Αθήνας προκάλεσε αντιδράσεις από πολίτες σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όπως την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, τα Ιωάννινα, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τα Χανιά, την Κομοτηνή, τον Βόλο, τη Ρόδο, τη Μυτιλήνη, την Κέρκυρα και το Αγρίνιο. Πορείες διαμαρτυρίας, που διοργανώθηκαν το ίδιο βράδυ του περιστατικού και την επομένη, οδήγησαν σε μεγάλες υλικές καταστροφές γραφείων, καταστημάτων, δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων. Οι μεγαλύτερες καταστροφές σημειώθηκαν στην Αθήνα.
Γκράφιτι στον Κεραμεικό με τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. |
Το περιστατικό της δολοφονίας
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, περί τις 9 μμ, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου, ο νεαρός Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεσε νεκρός μετά από πυροβολισμό του ειδικού φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας Επαμεινώνδα Κορκονέα, έπειτα από λεκτικό διαξιφισμό των δύο ενστόλων, οι οποίοι περιπολούσαν στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, με την παρέα του νεαρού. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, καθώς κατά την ιατροδικαστική εξέταση η σφαίρα διαπέρασε την καρδιά και καρφώθηκε στον 10ο θωρακικό σπόνδυλο.
Σύμφωνα με την αρχική μαρτυρία του ειδικού φρουρού, το περιστατικό συνέβη έπειτα από επίθεση, οποία δέχθηκαν ο ίδιος και ο συνάδελφός του από παρέα 30 κουκουλοφόρων, οι οποίοι ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα στον αντιεξουσιαστικό χώρο και είχε ως αποτέλεσμα να πυροβολήσει τρεις φορές, δύο στον αέρα και μια στο έδαφος. Η τελευταία των βολών σύμφωνα με τον ειδικό φρουρό αποστρακίστηκε στο έδαφος και χτύπησε τον νεαρό στο στήθος.
Σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, όπως μεταδόθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης, η αντιπαράθεση περιορίστηκε σε φραστική διένεξη των δύο αστυνομικών με μία ομάδα 4-5 ατόμων και είχε ως αποτέλεσμα να πυροβολήσει ο ειδικός φρουρός σε ευθεία βολή το πλήθος και να πετύχει τον νεαρό μαθητή στο θώρακα.
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, περί τις 9 μμ, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου, ο νεαρός Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεσε νεκρός μετά από πυροβολισμό του ειδικού φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας Επαμεινώνδα Κορκονέα, έπειτα από λεκτικό διαξιφισμό των δύο ενστόλων, οι οποίοι περιπολούσαν στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων, με την παρέα του νεαρού. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, καθώς κατά την ιατροδικαστική εξέταση η σφαίρα διαπέρασε την καρδιά και καρφώθηκε στον 10ο θωρακικό σπόνδυλο.
Σύμφωνα με την αρχική μαρτυρία του ειδικού φρουρού, το περιστατικό συνέβη έπειτα από επίθεση, οποία δέχθηκαν ο ίδιος και ο συνάδελφός του από παρέα 30 κουκουλοφόρων, οι οποίοι ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα στον αντιεξουσιαστικό χώρο και είχε ως αποτέλεσμα να πυροβολήσει τρεις φορές, δύο στον αέρα και μια στο έδαφος. Η τελευταία των βολών σύμφωνα με τον ειδικό φρουρό αποστρακίστηκε στο έδαφος και χτύπησε τον νεαρό στο στήθος.
Σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, όπως μεταδόθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης, η αντιπαράθεση περιορίστηκε σε φραστική διένεξη των δύο αστυνομικών με μία ομάδα 4-5 ατόμων και είχε ως αποτέλεσμα να πυροβολήσει ο ειδικός φρουρός σε ευθεία βολή το πλήθος και να πετύχει τον νεαρό μαθητή στο θώρακα.
Τίτλοι από πρωτοσέλιδα Αθηναϊκών εφημερίδων της 8/12/2008 |
Πρώτες αντιδράσεις
Η πληροφορία του θανάτου του μαθητή διαδόθηκε άμεσα σε ολόκληρη την Ελλάδα από το Διαδίκτυο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα άτομα από διάφορους πολιτικούς χώρους να εκδηλώσουν την οργή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα ταυτόχρονα, προκαλώντας φθορές και εμπρησμούς. Οι εκδηλώσεις βίας μετατοπίστηκαν από το Πολυτεχνείο στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου διακομίσθηκε ο άτυχος νεαρός και όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Αφού πληροφορήθηκε το περιστατικό, ο υφυπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Χηνοφώτης κίνησε άμεσα η διαδικασία προκειμένου να τεθούν σε διαθεσιμότητα οι δυο ειδικοί φρουροί, όπως επίσης και ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων. Λίγο αργότερα οι εμπλεκόμενοι φρουροί προσήχθησαν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση, ενώ ορίστηκαν άμεσα τρεις εισαγγελείς προκειμένου να διερευνήσουν τα αίτια του περιστατικού.
Ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και για παράνομη οπλοχρησία στον ειδικό φρουρό που πυροβόλησε, και στο συνάδελφό του άσκησε δίωξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Οι δύο ειδικοί φρουροί παραπέμφθηκαν σε τακτικό ανακριτή από τον οποίο έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν την Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου.
Ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος βρισκόταν σε κομματική εκδήλωση στις Σέρρες, μόλις ενημερώθηκε για το περιστατικό μετέβη άμεσα στην Αθήνα και έπειτα από δηλώσεις, υπέβαλε ο ίδιος μαζί με τον υφυπουργό την παραίτησή του για το περιστατικό για λόγους ευθιξίας. Παρά ταύτα, οι παραιτήσεις δεν έγιναν αποδεκτές από τον πρωθυπουργό, Κώστα Καραμανλή.
Ομόθυμη ήταν η καταδίκη του περιστατικού από την πολιτεία, ενώ συλλυπητήριες επιστολές απέστειλε στην οικογένεια του θύματος ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος της Βουλής και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος μάλιστα χαρακτήρισε το συμβάν «τραύμα στο κράτος δικαίου» της Ελλάδος.
Επεισόδια έξω από το
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
|
Διαδηλώσεις την επόμενη ημέρα
Την επομένη ημέρα από το περιστατικό, διοργανώθηκαν πορείες πολιτών, οι οποίοι επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη γενικότερη στάση του κρατικού μηχανισμού και στον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας, έπειτα από συσσώρευση παρόμοιων περιστατικών και καταγγελιών αστυνομικής βίας. Οι πορείες έλαβαν χώρα, παράλληλα με τις επιθέσεις διαφόρων επιθετικών ομάδων, οι οποίες συνέχισαν τις εκδηλώσεις βίας με αυξανόμενη ένταση. Στο κέντρο της Αθήνας σημειώθηκαν καταστροφές σε πολυκαταστήματα, αυτοκίνητα και τράπεζες..
Την επομένη ημέρα από το περιστατικό, διοργανώθηκαν πορείες πολιτών, οι οποίοι επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη γενικότερη στάση του κρατικού μηχανισμού και στον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας, έπειτα από συσσώρευση παρόμοιων περιστατικών και καταγγελιών αστυνομικής βίας. Οι πορείες έλαβαν χώρα, παράλληλα με τις επιθέσεις διαφόρων επιθετικών ομάδων, οι οποίες συνέχισαν τις εκδηλώσεις βίας με αυξανόμενη ένταση. Στο κέντρο της Αθήνας σημειώθηκαν καταστροφές σε πολυκαταστήματα, αυτοκίνητα και τράπεζες..
Ταραχές στην οδό Ερμού, Αθήνα. |
Κινητοποιήσεις τις επόμενες ημέρες
Λόγω του θανάτου του νεαρού πραγματοποιήθηκαν καταλήψεις σε πολλά γυμνάσια και λύκεια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, ενώ κλειστό παρέμεινε και το σχολείο στη Σταμάτα όπου φοιτούσε ο μαθητής. Ο υπουργός Παιδείας, Ευριπίδης Στυλιανίδης, κήρυξε την επομένη των ταραχών ημέρα πένθους, ενώ κλειστές παρέμειναν και πανεπιστημιακές σχολές. Πορείες μαθητών πραγματοποιήθηκαν σε όλες τις μικρές και μεγάλες πόλεις της χώρας, εκδηλώνοντας οι μαθητές την αντίδρασή τους στο περιστατικό σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Τρίπολη, Κέρκυρα, Τρίκαλα και Ηράκλειο. ΗΟΛΜΕ, η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών και οι δάσκαλοι κήρυξαν 24ωρη απεργία, ενώ τριήμερη απεργία κήρυξε και η Ομοσπονδία των Πανεπιστημιακών.
Μαθητές προέβησαν σε συμβολικές εκδηλώσεις, προσφέροντας λουλούδια σε αστυνομικούς και ξαπλώνοντας γυμνοί στα σκαλοπάτια της ΓΑΔΑ ωσάν να ήταν πτώματα. Επιθέσεις με πέτρες, ξύλα, φρούτα και βόμβες μολότοφ δέχθηκαν σχεδόν όλα τα τοπικά αστυνομικά τμήματα της χώρας. Ταυτόχρονα τμήματα στα περισσότερα πανεπιστήμια και ΤΕΙ της χώρας άρχισαν να κλείνουν από τους φοιτητές τους με αποφάσεις κατάληψης, οι οποίες στρέφονταν τόσο κατά της κρατικής καταστολής όσο και κατά της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης (βλ. και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση).
Κρούσματα κρατικής και αστυνομικής αυθαιρεσίας
Μέσα στο γενικότερο χάος και δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα βίας από κουκουλοφόρους διαδηλωτές αλλά και από αστυνομικούς. Αντιδράσεις προκάλεσαν φωτογραφίες και βίντεο που δημοσιεύθηκαν με αστυνομικούς να προτάσσουν τα όπλα τους και ακόμη και να τα χρησιμοποιούν ρίχνοντας βολές στον αέρα, ενέργειες που είχαν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό δικογραφίας έναντι τουλάχιστον δύο αστυνομικών.
Ερωτηματικά διατυπώθηκαν για την ταυτότητα των κουκουλοφόρων που παρεισφρύουν στις διαδηλώσεις και προκαλούν φθορές, μετά από φωτογραφικό ντοκουμέντο που διακινήθηκε στο Διαδίκτυο. Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα στις 11/10/2008, δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες που απεικονίζουν κουκουλοφόρους και άντρες με πολιτικά που κρατούν σιδηρολοστούς και άλλα επικίνδυνα αντικείμενα εντός του αστυνομικού κλοιού στο κέντρο της Αθήνας. Το ρεπορτάζ βασίσθηκε και στη μαρτυρία του Θεοδώρου Μαργαρίτη, μέλους της πολιτικής γραμματείας του Συνασπισμού, σύμφωνα με την οποία κατά τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ παρατήρησε ομάδα 5 ανθρώπων με κουκούλες και πέτρες στα χέρια, από τους οποίους ζήτησαν ταυτότητα και ετράπησαν σε φυγή.
Το αρχηγείο της αστυνομίας διέψευσε την παρουσία κουκουλοφόρων αστυνομικών στις διαδηλώσεις, καθώς κάτι τέτοιο το απαγορεύει ο κανονισμός. Αναγνώρισε την παρουσία ανδρών με πολιτικά με στόχο τις συλλήψεις και διατάχθηκε έρευνα για τους κουκουλοφόρους. Τα ντοκουμέντα ήρθαν να προστεθούν στις δηλώσεις του δημάρχου Πατρών για παρείσφρηση ακροδεξιών στοιχείων. Αποδοκιμασίες πολιτών έλαβαν δυνάμεις των ΜΑΤ στην Πλατεία Κοραή στην Αθήνα, όταν στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τους αστυνομικούς να επιτεθούν και να συλλάβουν νεαρούς μαθητές δέχθηκαν χημικά, ενώ συνελήφθη και δημοσιογράφος του ραδιοσταθμού «Στο Κόκκινο».
Την Παρασκευή 9 Ιανουαρίου κατά τη διάρκεια νέου συλλαλητηρίου που σήμανε έναν νέο κύκλο κινητοποιήσεων με κορύφωση την 18η Ιανουαρίου, την ημέρα μνημοσύνου του θανάτου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, σημειώθηκαν συλλήψεις και καταγγελίες για αδικαιολόγητη χρήση βίας από την αστυνομία. Αγωγές και μηνύσεις κατά του ελληνικού δημοσίου πρόκειται να καταθέσουν 18 συλληφθέντες δικηγόροι, ενώ σε διάβημα διαμαρτυρίας προς τον αναπληρωτή υπουργό Δημόσιας Τάξης προέβη η Ένωση Συντακτών, καταγγέλλοντας την «άγρια επίθεση και ξυλοδαρμούς δημοσιογράφων και άλλων εργαζομένων στα Μέσα Ενημέρωσης»
Δικαστική εξέλιξη
Μετά την παραίτηση, για προσωπικούς λόγους, των δικηγόρων υπεράσπισης των δύο ειδικών φρουρών, έπειτα από τη δημοσίευση οπτικοακουστικού υλικού από το φόνο και δεκάδες μαρτυρίες, την υπεράσπιση τους ανέλαβε ο ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας.
Εάν έπρεπε ή όχι να πυροβολήσει ο αστυνομικός, το εάν τελικώς έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί και ποιο αδίκημα θα πρέπει αποδοθεί στους αστυνομικούς θα το κρίνει η Δικαιοσύνη.
— Αλέξης Κούγιας, δήλωση στα ΜΜΕ 10/12/2008
Το ενδεκασέλιδο απολογητικό υπόμνημα του ειδικού φρουρού εστιάστηκε στα εξής συμπεράσματα: «έχω πληροφορηθεί ότι οι νέοι αυτοί, ενώ κατοικούν στο Π. Ψυχικό και είναι γόνοι πλουσίων οικογενειών, συνηθίζουν να συχνάζουν στα Εξάρχεια, τα οποία επιλέγουν ως χώρο διασκέδασης». Το παιδί, σύμφωνα με τη γραμμή του κατηγορουμένου, «είχε αποβληθεί από τη Σχολή Μωραΐτη και άλλαζε συχνά σχολεία, κάτι που αποτυπώνει μια αποκλίνουσα συμπεριφορά». Επίσης, ενέπλεξε το θανόντα σε περιστατικά βίας που είχαν προηγηθεί στο γήπεδο Χαλανδρίου κατά τη διάρκεια αγώνων υδατοσφαίρισης, χωρίς ωστόσο να δικαιολογήσει τις πηγές βάσει των οποίων στηρίζει τις αναφορές του.
Προκλητικό χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα, καθώς η εφημερίδα κρίνει πως στο υπόμνημά του αναφέρθηκε περιφρονητικά στον θανόντα. Τους ισχυρισμούς του περί αποβολής του θανόντος διέψευσαν με δήλωση στην επίσημη ιστοσελίδα τους η Σχολή Μωραΐτη, ενώ και το Λύκειο «Ώθηση» όπου φοιτούσε τον τελευταίο καιρό για να προετοιμαστεί για τις πανελλαδικές εξετάσεις, με ανακοίνωσή του εξαίρει την διαγωγή του θανόντος. Από το απολογητικό υπόμνημα απουσίαζε οποιαδήποτε άμεση έκφραση συγγνώμης για το θάνατο του παιδιού, ενώ ο ειδικός φρουρός έκανε λόγο κατά την ανάκρισή του για «προσπάθεια προφύλαξης της ζωής του ιδίου και του συναδέλφου του από άνανδρη επίθεση», επιμένοντας στην αναγκαιότητα του πυροβολισμού. Έκκληση για σεβασμό του νεκρού παιδιού της έκανε η μητέρα, με επιστολή προς τα μέσα ενημέρωσης, ενώ ορίστηκε από την οικογένεια ο Δημήτρης Τσοβόλας ως παράσταση πολιτικής αγωγής.
Προκαλούν το περί δικαίου αίσθημα.
— Δημήτρης Τσοβόλας, δήλωση στα ΜΜΕ 11/12/2008
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου εστιάστηκε κατά τις δηλώσεις του στο οικογενειακό περιβάλλον του ειδικού φρουρού, υποστηρίζοντας 3 ανήλικα παιδιά, καθώς και 2 συμβοηθούμενα μέλη, στη λαϊκή γειτονιά των Λιοσίων, στη δυτική Αθήνα, εν αντιθέσει με το εύπορο περιβάλλον του εμφανιζομένου ως ταραχοποιού. Επίσης, προέβη σε κριτική απέναντι στο δικηγορικό περιβάλλον, καθώς και στην ελληνική πολιτεία και κοινωνία που βιάστηκαν να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο, ζητώντας να του αναγνωρισθεί το τεκμήριο της αθωότητας και αποδίδοντας το περιστατικό σε «παρεξήγηση». Παρέπεμψε επίσης στα πρώτα αποτελέσματα της βαλλιστικής εξέτασης που έδειξε μικρή αλλοίωση της σφαίρας, προδικάζοντας την εκδοχή του εξοστρακισμού, χωρίς ωστόσο να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία. Οι δηλώσεις έγιναν προτού να μεταφερθεί η σφαίρα για χημική ανάλυση και ιστολογικές εξετάσεις ώστε να καταστεί ευδιάκριτο αν ήταν παραμορφωμένη η σφαίρα πριν να εισέλθει στο σώμα ή μετά, αλλά και πριν τη μεταφορά των ρούχων στο χημείο του κράτους για να εξακριβώσουν οι τεχνικοί αν υπήρχε ξένη ουσία επάνω τους. Άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η αλλοίωση είναι πιθανό να προήλθε από πρόσκρουση της σφαίρας στα οστά του θανόντος.
Επίσης, η υπερασπιστική γραμμή στηρίχθηκε στο γεγονός πως το τραύμα ήταν τυφλό και όχι διαμπερές, κάτι που ενισχύει κατά την άποψη του συνηγόρου την εκδοχή ότι η βολή δεν ήταν ευθεία, καθώς σε αυτή την περίπτωση το βλήμα θα είχε διαπεράσει το κορμί του νεαρού, λόγω των τεχνικών προδιαγραφών του όπλου. Παρά ταύτα, η μαρτυρία του κατηγορουμένου για βολή στο έδαφος έρχεται σε αντίθεση με την εξέταση που έδειξε ροπή της σφαίρας στο θύμα με κατεύθυνση προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω, έπειτα από εξοστρακισμό στο έδαφος. Συγκεχυμένες και αντιφατικές ήταν οι μαρτυρίες του κατηγορουμένου για τον τόπο, τον τρόπο, τον αριθμό και την κατεύθυνση των βολών. Κατηγορηματικά αντίθετες ήταν οι δεκάδες επώνυμες μαρτυρίες που διαψεύδουν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, υποστηρίζοντας την άποψη πως η βολή ήταν από απόσταση, κάτι που δικαιολογεί το τυφλό τραύμα, αλλά και τους ισχυρισμούς του για επίθεση από μεγάλη ομάδα ατόμων. Επιπλέον, ερασιτεχνικό βίντεο από τη στιγμή του φόνου διαψεύδει και τους ισχυρισμούς του πως έτρεξε με την πλάτη για να σωθεί από επίθεση, καθώς στο βίντεο όπου ακούγονται διαπληκτισμοί και δύο πυροβολισμοί, δύο φιγούρες, οι οποίες κατά τους μάρτυρες ήταν οι αστυνομικοί, φαίνονται να απομακρύνονται με αργά βήματα από τον τόπο του συμβάντος μετά από τους πυροβολισμούς. Την εκδοχή πως επέστρεψε ο φρουρός στο σημείο της συμπλοκής για να ενημερώσει διμοιρία των ΜΑΤ της Χαριλάου Τρικούπη και την εκ νέου επίθεση από τους νεαρούς διαψεύδουν επίσης οι μάρτυρες, οι οποίοι μιλούν για την πρόκληση των νεαρών με υβριστικούς χαρακτηρισμούς από τον ίδιο τον ειδικό φρουρό
Πρόκειται για μία δολοφονική πράξη. Η περίπτωση του κατηγορουμένου θα πρέπει να διδάσκεται στις αστυνομικές ακαδημίες ως παράδειγμα προς αποφυγή.
— Υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, δήλωση στη Βουλή 11/12/2008
Στις ευθύνες που επέρριψε ο συνήγορος σε ανώτατο πολιτειακό επίπεδο απήντησε άμεσα με ανακοίνωση η προεδρία της δημοκρατίας, δηλώνοντας πως ο πρόεδρος μιλάει πάντα πολιτικά και όχι νομικά. «Στο ύψος των περιστάσεων στάθηκε η προεδρία» δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα πυροδοτήθηκε νέος κύκλος επιθέσεων νεαρών προς αστυνομικά τμήματα, ακόμη και στα προάστια της πόλης, μετά τις δηλώσεις του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του. Καταλήψεις σημειώθηκαν σε δημαρχεία και λοιπά δημόσια κτήρια, καθώς και επεισόδια έξω από τις φυλακές του Κορυδαλλού, όπου κρατούνταν οι δυο ειδικοί φρουροί πριν μεταφερθούν στις φυλακές Δομοκού.
Σε διευκρινιστικές δηλώσεις προέβη ο συνήγορος μετά τις αντιδράσεις, δηλώνοντας πως ο κατηγορούμενος είχε επιδείξει την μεταμέλειά του για το συμβάν κατά την προανάκριση. Απέδωσε δε εκ νέου το περιστατικό σε ατύχημα και το θάνατο του Αλεξάνδρου σε ανθρωποκτονία εξ' αμελείας. Την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη στην οικογένεια του νεαρού εκ μέρους του κατηγορουμένου αισθάνθηκε ο υφυπουργός Παναγιώτης Χηνοφώτης στις 12 Δεκεμβρίου στη Βουλή. Την ίδια ανάγκη αισθάνθηκε και η μητέρα του κατηγορουμένου, ζητώντας συγγνώμη από την οικογένεια του νεαρού.
Αυτοψία ανακριτή στον τόπο του συμβάντος και πραγματοποίηση αναπαράστασης ζήτησε η οικογένεια, μετά την επιμονή του κατηγορουμένου πως πυροβόλησε στον αέρα. Επίσης ζήτησε τη συνδρομή τεχνικού συμβούλου για τη βαλλιστική, ενώ προβλέπεται έλεγχος στα εργαστήρια του Δημόκριτου, αλλά και βλητική εξέταση.
Παράλληλα, οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι και οδηγήθηκαν σε περιφερειακές φυλακές, ενώ ο συνήγορός τους κ. Αλέξης Κούγιας δέχθηκε πειθαρχική δίωξη από το Δικηγορικό Σύλλογο των Αθηνών, μετά τις δηλώσεις που επιχείρησαν να σπιλώσουν την προσωπικότητα του νεκρού. Την Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου το δικηγορικό συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα και απερίφραστα πειθαρχική δίωξη για τη στάση του εντολέα του κατηγορουμένου με το υπόμνημά του, καθώς σύμφωνα με την ανακοίνωση του Δ.Σ.Α. προέβη σε περιύβριση νεκρού και δυσφήμιση εις βάρος των συναδέλφων του που δεν ανέλαβαν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, ενώ αντιμετώπισε το υπόμνημα ως μια νέα ηθική δολοφονία. Επίθεση δέχθηκε και το δικηγορικό γραφείο του συνηγόρου των κατηγορουμένων στην Αθήνα, ο οποίος κατέστησε υπεύθυνους για οτιδήποτε του συμβεί τον υπουργό Εσωτερικών και τον αρχηγό της αστυνομίας, δηλώνοντας πως δεν προτίθεται να παραιτηθεί από την υπόθεση. Δήλωσε δε την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση για αποφυλάκιση των κατηγορουμένων στο προσεχές μέλλον, πυροδοτώντας νέες αντιδράσεις.
Ο φίλος του Αλεξάνδρου που γιόρταζε την ονομαστική του εορτή ήταν παρών στο περιστατικό και έσπευσε να δώσει τη μαρτυρία του στους δικαστικούς λειτουργούς όταν εκλήθη, ενισχύοντας τις ήδη δημοσιοποιηθείσες μαρτυρίες περιοίκων και περαστικών.
Τον Ιούνιο του 2009 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διέταξε με βούλευμά του την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου των δύο ειδικών φρουρών. Ο ειδικός φρουρός που πυροβόλησε το μαθητή παραπέμπεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ενώ ο συνάδελφός του για συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καταλογίζονταν στον μέν πρώτο ειδικό φρουρό «ενσυνείδητη αδιαφορία» και πως προέβλεψε τις συνέπειες των πυροβολισμών και ότι σκοπεύοντας προς τους συγκεντρωμένους «επιδοκίμασε τη θανάτωση προσώπου», ενώ για τον δεύτερο κατηγορούμενο «η συμπεριφορά του δεν υπολείπεται σε ποινική απαξία», καθώς δεν απέτρεψε τον συνάδελφό του και ταυτόχρονα συμμετείχε «στις αντεγκλήσεις και στην ανταλλαγή ύβρεων» επιδεικνύοντας ταυτόχρονα «χαρακτηριστική στάση ετοιμότητας και επίδειξης ισχύος».. Η δίκη της υπόθεσης ορίστηκε για τις 15 Δεκεμβρίου 2009 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας, καθώς υπήρχε η άποψη πως μια δίκη στην Αθήνα θα προκαλούσε νέες καταστροφές στην πόλη. Μετά από ενστάσεις φορέων τις πόλης της Χαλκίδας, για τον φόβο επεισοδίων, το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε την υπόθεση στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και η ημερομηνία της δίκης για τις 20 Ιανουαρίου 2010.. Η πλευρά του Αλ. Γρηγορόπουλου κατέθεσε δύο φορές αίτηση για μεταφορά της δίκης σε αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε και τις δύο φορές το αίτημα, κάτι που οδήγησε την πλευρά Γρηγορόπουλου να στραφεί προς τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Τελικά, η δίκη ξεκίνησε στην Άμφισσα τις 20 Ιανουαρίου 2010, με τις πλευρές να ζητούν ολιγοήμερη αναβολή. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε πορεία στην πόλη της Άμφισσας, έξω από τα δικαστήρια. Η δίκη συνεχίστηκε στις 22 Ιανουαρίου, με τους δύο κατηγορούμενους να δηλώνουν αθώοι. Η πρόεδρος του δικαστηρίου ανέφερε πως αστικώς υπεύθυνο για το θάνατο του 15χρονου είναι το δημόσιο, κατά το οποίο η οικογένεια του θύματος θα μπορούσε να στραφεί αν το επιθυμεί, με την πολιτική αγωγή να εκφράζει την θέση πως η οικογένεια αστικά μπορεί να στραφεί και σε βάρος των δύο αστυνομικών, καθώς κρίνει ότι η πράξη τελέστηκε κατά παράβαση εντολής.
Μετά την παραίτηση, για προσωπικούς λόγους, των δικηγόρων υπεράσπισης των δύο ειδικών φρουρών, έπειτα από τη δημοσίευση οπτικοακουστικού υλικού από το φόνο και δεκάδες μαρτυρίες, την υπεράσπιση τους ανέλαβε ο ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας.
Εάν έπρεπε ή όχι να πυροβολήσει ο αστυνομικός, το εάν τελικώς έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί και ποιο αδίκημα θα πρέπει αποδοθεί στους αστυνομικούς θα το κρίνει η Δικαιοσύνη.
— Αλέξης Κούγιας, δήλωση στα ΜΜΕ 10/12/2008
Το ενδεκασέλιδο απολογητικό υπόμνημα του ειδικού φρουρού εστιάστηκε στα εξής συμπεράσματα: «έχω πληροφορηθεί ότι οι νέοι αυτοί, ενώ κατοικούν στο Π. Ψυχικό και είναι γόνοι πλουσίων οικογενειών, συνηθίζουν να συχνάζουν στα Εξάρχεια, τα οποία επιλέγουν ως χώρο διασκέδασης». Το παιδί, σύμφωνα με τη γραμμή του κατηγορουμένου, «είχε αποβληθεί από τη Σχολή Μωραΐτη και άλλαζε συχνά σχολεία, κάτι που αποτυπώνει μια αποκλίνουσα συμπεριφορά». Επίσης, ενέπλεξε το θανόντα σε περιστατικά βίας που είχαν προηγηθεί στο γήπεδο Χαλανδρίου κατά τη διάρκεια αγώνων υδατοσφαίρισης, χωρίς ωστόσο να δικαιολογήσει τις πηγές βάσει των οποίων στηρίζει τις αναφορές του.
Προκλητικό χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα, καθώς η εφημερίδα κρίνει πως στο υπόμνημά του αναφέρθηκε περιφρονητικά στον θανόντα. Τους ισχυρισμούς του περί αποβολής του θανόντος διέψευσαν με δήλωση στην επίσημη ιστοσελίδα τους η Σχολή Μωραΐτη, ενώ και το Λύκειο «Ώθηση» όπου φοιτούσε τον τελευταίο καιρό για να προετοιμαστεί για τις πανελλαδικές εξετάσεις, με ανακοίνωσή του εξαίρει την διαγωγή του θανόντος. Από το απολογητικό υπόμνημα απουσίαζε οποιαδήποτε άμεση έκφραση συγγνώμης για το θάνατο του παιδιού, ενώ ο ειδικός φρουρός έκανε λόγο κατά την ανάκρισή του για «προσπάθεια προφύλαξης της ζωής του ιδίου και του συναδέλφου του από άνανδρη επίθεση», επιμένοντας στην αναγκαιότητα του πυροβολισμού. Έκκληση για σεβασμό του νεκρού παιδιού της έκανε η μητέρα, με επιστολή προς τα μέσα ενημέρωσης, ενώ ορίστηκε από την οικογένεια ο Δημήτρης Τσοβόλας ως παράσταση πολιτικής αγωγής.
Προκαλούν το περί δικαίου αίσθημα.
— Δημήτρης Τσοβόλας, δήλωση στα ΜΜΕ 11/12/2008
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου εστιάστηκε κατά τις δηλώσεις του στο οικογενειακό περιβάλλον του ειδικού φρουρού, υποστηρίζοντας 3 ανήλικα παιδιά, καθώς και 2 συμβοηθούμενα μέλη, στη λαϊκή γειτονιά των Λιοσίων, στη δυτική Αθήνα, εν αντιθέσει με το εύπορο περιβάλλον του εμφανιζομένου ως ταραχοποιού. Επίσης, προέβη σε κριτική απέναντι στο δικηγορικό περιβάλλον, καθώς και στην ελληνική πολιτεία και κοινωνία που βιάστηκαν να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο, ζητώντας να του αναγνωρισθεί το τεκμήριο της αθωότητας και αποδίδοντας το περιστατικό σε «παρεξήγηση». Παρέπεμψε επίσης στα πρώτα αποτελέσματα της βαλλιστικής εξέτασης που έδειξε μικρή αλλοίωση της σφαίρας, προδικάζοντας την εκδοχή του εξοστρακισμού, χωρίς ωστόσο να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία. Οι δηλώσεις έγιναν προτού να μεταφερθεί η σφαίρα για χημική ανάλυση και ιστολογικές εξετάσεις ώστε να καταστεί ευδιάκριτο αν ήταν παραμορφωμένη η σφαίρα πριν να εισέλθει στο σώμα ή μετά, αλλά και πριν τη μεταφορά των ρούχων στο χημείο του κράτους για να εξακριβώσουν οι τεχνικοί αν υπήρχε ξένη ουσία επάνω τους. Άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι η αλλοίωση είναι πιθανό να προήλθε από πρόσκρουση της σφαίρας στα οστά του θανόντος.
Επίσης, η υπερασπιστική γραμμή στηρίχθηκε στο γεγονός πως το τραύμα ήταν τυφλό και όχι διαμπερές, κάτι που ενισχύει κατά την άποψη του συνηγόρου την εκδοχή ότι η βολή δεν ήταν ευθεία, καθώς σε αυτή την περίπτωση το βλήμα θα είχε διαπεράσει το κορμί του νεαρού, λόγω των τεχνικών προδιαγραφών του όπλου. Παρά ταύτα, η μαρτυρία του κατηγορουμένου για βολή στο έδαφος έρχεται σε αντίθεση με την εξέταση που έδειξε ροπή της σφαίρας στο θύμα με κατεύθυνση προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω, έπειτα από εξοστρακισμό στο έδαφος. Συγκεχυμένες και αντιφατικές ήταν οι μαρτυρίες του κατηγορουμένου για τον τόπο, τον τρόπο, τον αριθμό και την κατεύθυνση των βολών. Κατηγορηματικά αντίθετες ήταν οι δεκάδες επώνυμες μαρτυρίες που διαψεύδουν τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, υποστηρίζοντας την άποψη πως η βολή ήταν από απόσταση, κάτι που δικαιολογεί το τυφλό τραύμα, αλλά και τους ισχυρισμούς του για επίθεση από μεγάλη ομάδα ατόμων. Επιπλέον, ερασιτεχνικό βίντεο από τη στιγμή του φόνου διαψεύδει και τους ισχυρισμούς του πως έτρεξε με την πλάτη για να σωθεί από επίθεση, καθώς στο βίντεο όπου ακούγονται διαπληκτισμοί και δύο πυροβολισμοί, δύο φιγούρες, οι οποίες κατά τους μάρτυρες ήταν οι αστυνομικοί, φαίνονται να απομακρύνονται με αργά βήματα από τον τόπο του συμβάντος μετά από τους πυροβολισμούς. Την εκδοχή πως επέστρεψε ο φρουρός στο σημείο της συμπλοκής για να ενημερώσει διμοιρία των ΜΑΤ της Χαριλάου Τρικούπη και την εκ νέου επίθεση από τους νεαρούς διαψεύδουν επίσης οι μάρτυρες, οι οποίοι μιλούν για την πρόκληση των νεαρών με υβριστικούς χαρακτηρισμούς από τον ίδιο τον ειδικό φρουρό
Πρόκειται για μία δολοφονική πράξη. Η περίπτωση του κατηγορουμένου θα πρέπει να διδάσκεται στις αστυνομικές ακαδημίες ως παράδειγμα προς αποφυγή.
— Υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, δήλωση στη Βουλή 11/12/2008
Στις ευθύνες που επέρριψε ο συνήγορος σε ανώτατο πολιτειακό επίπεδο απήντησε άμεσα με ανακοίνωση η προεδρία της δημοκρατίας, δηλώνοντας πως ο πρόεδρος μιλάει πάντα πολιτικά και όχι νομικά. «Στο ύψος των περιστάσεων στάθηκε η προεδρία» δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα πυροδοτήθηκε νέος κύκλος επιθέσεων νεαρών προς αστυνομικά τμήματα, ακόμη και στα προάστια της πόλης, μετά τις δηλώσεις του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του. Καταλήψεις σημειώθηκαν σε δημαρχεία και λοιπά δημόσια κτήρια, καθώς και επεισόδια έξω από τις φυλακές του Κορυδαλλού, όπου κρατούνταν οι δυο ειδικοί φρουροί πριν μεταφερθούν στις φυλακές Δομοκού.
Σε διευκρινιστικές δηλώσεις προέβη ο συνήγορος μετά τις αντιδράσεις, δηλώνοντας πως ο κατηγορούμενος είχε επιδείξει την μεταμέλειά του για το συμβάν κατά την προανάκριση. Απέδωσε δε εκ νέου το περιστατικό σε ατύχημα και το θάνατο του Αλεξάνδρου σε ανθρωποκτονία εξ' αμελείας. Την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη στην οικογένεια του νεαρού εκ μέρους του κατηγορουμένου αισθάνθηκε ο υφυπουργός Παναγιώτης Χηνοφώτης στις 12 Δεκεμβρίου στη Βουλή. Την ίδια ανάγκη αισθάνθηκε και η μητέρα του κατηγορουμένου, ζητώντας συγγνώμη από την οικογένεια του νεαρού.
Αυτοψία ανακριτή στον τόπο του συμβάντος και πραγματοποίηση αναπαράστασης ζήτησε η οικογένεια, μετά την επιμονή του κατηγορουμένου πως πυροβόλησε στον αέρα. Επίσης ζήτησε τη συνδρομή τεχνικού συμβούλου για τη βαλλιστική, ενώ προβλέπεται έλεγχος στα εργαστήρια του Δημόκριτου, αλλά και βλητική εξέταση.
Παράλληλα, οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι και οδηγήθηκαν σε περιφερειακές φυλακές, ενώ ο συνήγορός τους κ. Αλέξης Κούγιας δέχθηκε πειθαρχική δίωξη από το Δικηγορικό Σύλλογο των Αθηνών, μετά τις δηλώσεις που επιχείρησαν να σπιλώσουν την προσωπικότητα του νεκρού. Την Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου το δικηγορικό συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα και απερίφραστα πειθαρχική δίωξη για τη στάση του εντολέα του κατηγορουμένου με το υπόμνημά του, καθώς σύμφωνα με την ανακοίνωση του Δ.Σ.Α. προέβη σε περιύβριση νεκρού και δυσφήμιση εις βάρος των συναδέλφων του που δεν ανέλαβαν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, ενώ αντιμετώπισε το υπόμνημα ως μια νέα ηθική δολοφονία. Επίθεση δέχθηκε και το δικηγορικό γραφείο του συνηγόρου των κατηγορουμένων στην Αθήνα, ο οποίος κατέστησε υπεύθυνους για οτιδήποτε του συμβεί τον υπουργό Εσωτερικών και τον αρχηγό της αστυνομίας, δηλώνοντας πως δεν προτίθεται να παραιτηθεί από την υπόθεση. Δήλωσε δε την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση για αποφυλάκιση των κατηγορουμένων στο προσεχές μέλλον, πυροδοτώντας νέες αντιδράσεις.
Ο φίλος του Αλεξάνδρου που γιόρταζε την ονομαστική του εορτή ήταν παρών στο περιστατικό και έσπευσε να δώσει τη μαρτυρία του στους δικαστικούς λειτουργούς όταν εκλήθη, ενισχύοντας τις ήδη δημοσιοποιηθείσες μαρτυρίες περιοίκων και περαστικών.
Τον Ιούνιο του 2009 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διέταξε με βούλευμά του την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου των δύο ειδικών φρουρών. Ο ειδικός φρουρός που πυροβόλησε το μαθητή παραπέμπεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ενώ ο συνάδελφός του για συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καταλογίζονταν στον μέν πρώτο ειδικό φρουρό «ενσυνείδητη αδιαφορία» και πως προέβλεψε τις συνέπειες των πυροβολισμών και ότι σκοπεύοντας προς τους συγκεντρωμένους «επιδοκίμασε τη θανάτωση προσώπου», ενώ για τον δεύτερο κατηγορούμενο «η συμπεριφορά του δεν υπολείπεται σε ποινική απαξία», καθώς δεν απέτρεψε τον συνάδελφό του και ταυτόχρονα συμμετείχε «στις αντεγκλήσεις και στην ανταλλαγή ύβρεων» επιδεικνύοντας ταυτόχρονα «χαρακτηριστική στάση ετοιμότητας και επίδειξης ισχύος».. Η δίκη της υπόθεσης ορίστηκε για τις 15 Δεκεμβρίου 2009 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας, καθώς υπήρχε η άποψη πως μια δίκη στην Αθήνα θα προκαλούσε νέες καταστροφές στην πόλη. Μετά από ενστάσεις φορέων τις πόλης της Χαλκίδας, για τον φόβο επεισοδίων, το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε την υπόθεση στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και η ημερομηνία της δίκης για τις 20 Ιανουαρίου 2010.. Η πλευρά του Αλ. Γρηγορόπουλου κατέθεσε δύο φορές αίτηση για μεταφορά της δίκης σε αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε και τις δύο φορές το αίτημα, κάτι που οδήγησε την πλευρά Γρηγορόπουλου να στραφεί προς τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Τελικά, η δίκη ξεκίνησε στην Άμφισσα τις 20 Ιανουαρίου 2010, με τις πλευρές να ζητούν ολιγοήμερη αναβολή. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε πορεία στην πόλη της Άμφισσας, έξω από τα δικαστήρια. Η δίκη συνεχίστηκε στις 22 Ιανουαρίου, με τους δύο κατηγορούμενους να δηλώνουν αθώοι. Η πρόεδρος του δικαστηρίου ανέφερε πως αστικώς υπεύθυνο για το θάνατο του 15χρονου είναι το δημόσιο, κατά το οποίο η οικογένεια του θύματος θα μπορούσε να στραφεί αν το επιθυμεί, με την πολιτική αγωγή να εκφράζει την θέση πως η οικογένεια αστικά μπορεί να στραφεί και σε βάρος των δύο αστυνομικών, καθώς κρίνει ότι η πράξη τελέστηκε κατά παράβαση εντολής.
H απόφαση της δικαιοσύνης
Στις 11 Οκτωβρίου 2010, το μικτό ορκωτό δικαστήριο της Άμφισσας (αποτελούταν από 3 τακτικούς δικαστές και 4 ένορκους) έκρινε και τους δύο ειδικούς φρουρούς ένοχους, τον Κορκονέα για ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο, και τον Σαραλιώτη για συνέργεια. Ο Κορκονέας καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (ψήφοι 4-3) και 15 μήνες ενώ ο Σαραλιώτης υποβλήθηκε στην ποινή της κάθειρξης για δέκα χρόνια (ψήφοι 6-1).
Στις 11 Οκτωβρίου 2010, το μικτό ορκωτό δικαστήριο της Άμφισσας (αποτελούταν από 3 τακτικούς δικαστές και 4 ένορκους) έκρινε και τους δύο ειδικούς φρουρούς ένοχους, τον Κορκονέα για ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο, και τον Σαραλιώτη για συνέργεια. Ο Κορκονέας καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (ψήφοι 4-3) και 15 μήνες ενώ ο Σαραλιώτης υποβλήθηκε στην ποινή της κάθειρξης για δέκα χρόνια (ψήφοι 6-1).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου