Εναντίον του Ρασπούτιν οργανώθηκε συνωμοσία, στην οποία συμμετείχαν πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος του Τσάρου, με σκοπό να τερματιστούν τα απανωτά πλήγματα που δεχόταν η μοναρχία σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, την οποία τελικά θα ακολουθούσε η περίφημη Ρωσική επανάσταση. Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Δεκεμβρίου 1916, ο σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, Γιουσούποφ, προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και του προσέφερε δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό.
Το τέλος του Ρασπούτιν όμως ήταν εξίσου επεισοδιακό με τη ζωή του. Ενώ ήπιε το δηλητηριασμένο κρασί, ζητά δεύτερο ποτήρι, τρώει και τα γλυκά, όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος αδιαθεσίας. Έτσι, ο Γιουσούποφ τον πλησιάζει και του ρίχνει μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ρασπούτιν όμως καταφέρνει να συρθεί φωνάζοντας μέχρι την αυλή, όπου τον προφταίνουν και του αδειάζουν ολόκληρο γεμιστήρα επάνω του. Κατόπιν, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ' ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφορτώνουν όμως, διαπιστώνουν ότι το σώμα του ακόμα κινείται και την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία γνωρίζει ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν' ανασαίνει παρά μόνο μετά το ρίξιμό του στον ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε τα λαϊκά αναγνώσματα να δημιουργήσουν ένα θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του.
Μετά τη νεκροψία, ο Ρασπούτιν βαλσαμώθηκε και θάφτηκε στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο, αφού πρώτα τον ξενύχτησε η αυτοκράτειρα, παρέα με έμπιστά της πρόσωπα. Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, οι μπολσεβίκοι ηγέτες που εντωμεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή.
Τελικά, το πτώμα μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα σε ένα ξέφωτο, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών της Ερυθράς φρουράς με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ετοίμασε φωτιά και έκαψε το σώμα του Ρασπούτιν το χειμώνα του 1917-1918, δίνοντας οριστικά τέλος στη λατρεία του λειψάνου του.
Το τέλος του Ρασπούτιν όμως ήταν εξίσου επεισοδιακό με τη ζωή του. Ενώ ήπιε το δηλητηριασμένο κρασί, ζητά δεύτερο ποτήρι, τρώει και τα γλυκά, όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος αδιαθεσίας. Έτσι, ο Γιουσούποφ τον πλησιάζει και του ρίχνει μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ρασπούτιν όμως καταφέρνει να συρθεί φωνάζοντας μέχρι την αυλή, όπου τον προφταίνουν και του αδειάζουν ολόκληρο γεμιστήρα επάνω του. Κατόπιν, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ' ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφορτώνουν όμως, διαπιστώνουν ότι το σώμα του ακόμα κινείται και την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία γνωρίζει ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν' ανασαίνει παρά μόνο μετά το ρίξιμό του στον ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε τα λαϊκά αναγνώσματα να δημιουργήσουν ένα θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του.
Μετά τη νεκροψία, ο Ρασπούτιν βαλσαμώθηκε και θάφτηκε στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο, αφού πρώτα τον ξενύχτησε η αυτοκράτειρα, παρέα με έμπιστά της πρόσωπα. Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, οι μπολσεβίκοι ηγέτες που εντωμεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή.
Τελικά, το πτώμα μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα σε ένα ξέφωτο, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών της Ερυθράς φρουράς με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ετοίμασε φωτιά και έκαψε το σώμα του Ρασπούτιν το χειμώνα του 1917-1918, δίνοντας οριστικά τέλος στη λατρεία του λειψάνου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου