Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778) ευρύτερα γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και ευθυμογράφος, θεωρείται κεντρική μορφή και ενσάρκωση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος και κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού (déisme).
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Νοεμβρίου 1694 μέσα σε μία μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 7 ετών και μετά από δύο χρόνια εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου όπου παρέμεινε ως το 1711. Για την εκπαίδευσή του εκεί έγραψε αργότερα ότι δεν είχε μάθει τίποτα "εκτός από λατινικά και ανοησίες" αν και στο κολέγιο φαίνεται ότι διαμόρφωσε τις βάσεις της ιδιαίτερης γνώσης του και διέγειρε πιθανώς την ισόβια αφοσίωσή του στο θέατρο. Κατά το διάστημα των ετών 1711 – 1713 μελέτησε τη νομική επιστήμη.
Πριν αρχίσει τη συγγραφική του καριέρα, με την παρότρυνση του πατέρα του, υπηρέτησε ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη στην Ολλανδία. Επέστρεψε στο Παρίσι την εποχή του θανάτου του Λουδοβίκου 14ου και σύντομα απέκτησε φίλους μεταξύ της αριστοκρατικής τάξης. Οι σατιρικοί στίχοι του τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τότε παρουσίασε το πρώτο θεατρικό του έργο, την τραγωδίαΟιδίπους (Oedipe), απομίμηση του Οιδίποδος του Σοφοκλή, στον κύκλο του.
Τροφοδοτώντας τη μανιώδη έχθρα της δούκισσας του Μαιν εναντίον του αντιβασιλέα, Φιλίππου Β’ της Ορλεάνης, ο Βολταίρος συνέθεσε μια σάτιρα γι’ αυτόν. Ένας κατάσκοπος κατάφερε να πάρει την ομολογία του και στις 16 Μαΐου 1717 φυλακίστηκε στη Βαστίλη για προσβολή του αντιβασιλέα. Εδώ ξαναδούλεψε τον Οιδίποδα, άρχισε το έργοΕρρικειάς (Henriade) και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του.
Απελευθερώθηκε 11 μήνες αργότερα όταν διαπιστώθηκε ότι είχε κατηγορηθεί εσφαλμένα. Η τραγωδία Οιδίποδας ανέβηκε στο Théâtre Français στις 18 Νοεμβρίου 1717 και έγινε θετικά αποδεκτή από το κοινό. Παρέμεινε στη σκηνή για 45 βραδιές και του απέφερε πλούτο και φήμη, που τον βοήθησαν να ξεκινήσει μία σειρά επικερδών επενδύσεων. Η βασικότερη αυτών ήταν η ενασχόλησή του με την Εταιρεία των Ινδιών (Compagnie des Indes).
Μετά την απελευθέρωσή του από τη Βαστίλη τον Απρίλιο του 1718, έγινε γνωστός ως Arouet de Voltaire ή απλά Voltaire, αν και νομικά δεν απάλειψε ποτέ το βαπτιστικό του όνομα. Η προέλευση αυτής της αλλαγής στο όνομα έχει συζητηθεί πολύ, μερικοί προτείνουν ότι ήταν μια σύντμηση ενός παρωνυμίου της παιδικής του ηλικίας, "le petit volontaire". Η συνηθέστερα αποδεκτή υπόθεση, εντούτοις, είναι ότι υπήρξε αναγραμματισμός του ονόματος "Arouet le jeune" ή "Arouet l.j." με "το u" να μετατίθεται "στο v" και "το j" "στο i" σύμφωνα με τα κρατούντα την εποχή εκείνη.
Ο Βολταίρος, συνεχίζοντας τη θεατρική του παραγωγή, ολοκλήρωσε το έργο Artemire το Φεβρουάριο του 1720. Το έργο απέτυχε και ο Βολταίρος δε το δημοσίευσε ποτέ στο σύνολό του, αν και αργότερα αναπλάστηκε με επιτυχία και κάποια μέρη του επαναχρησιμοποιήθηκαν σε άλλες εργασίες. Άλλα έργα του που δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η τραγωδία Μαριάννα (Marianne) και η κωμωδία Ο αδιάκριτος (L’ indiscret).
Το 1725 ο Βολταίρος προσβλήθηκε από έναν νέο ευγενή, το Chevalier de Rohan, και απάντησε με τη συνηθισμένη του οξύτητα. Ο Βολταίρος προγραμμάτιζε να προκαλέσει το νεαρό ευγενή σε μονομαχία, αλλά η οικογένεια Ροάν (Rohan) εξέδωσε ένα lettre de cachet για να αποφύγει οποιαδήποτε προβλήματα. Εκείνη την εποχή, όταν ένα πρόσωπο με επιρροή ήθελε να διωχθεί κάποιος εχθρός του αλλά δεν τον βάραινε κανένα έγκλημα, μπορούσε να προμηθευτεί ένα μυστικό ένταλμα, το οποίο καλούνταν lettre de cachet. Το πρόσωπο που κατονομάζονταν στην επιστολή έπρεπε να φυλακιστεί ή να εξοριστεί, εντός ή εκτός Γαλλίας. Επειδή δεν διεξήγετο δίκη, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών. Το πρωί της ημέρας που είχε οριστεί η μονομαχία, ο Βολταίρος συνελήφθη και εστάλη για δεύτερη φορά στη Βαστίλη. Επέλεξε την εξορία στην Αγγλία αντί της φυλάκισης. Αυτό το περιστατικό του άφησε ανεξίτηλη εντύπωση, και από εκείνη την ημέρα έγινε υπέρμαχος της δικαστικής μεταρρύθμισης.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία τον προσέλκυσε η φιλοσοφία του Τζον Λοκ (John Locke) και ιδέες του μαθηματικού Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton). Μέσω του φίλου του λόρδου Μπόλινμπροκ (Bolingbroke) ήρθε σε επαφή με τα πνευματικά αναστήματα της αγγλικής λογοτεχνίας της εποχής. Μελέτησε τη συνταγματική μοναρχία της Αγγλίας και τη θρησκευτική ανοχή, που υπήρχε. Ο Βολταίρος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το φιλοσοφικό ορθολογισμό και τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Επίσης έγραψε στα αγγλικά τα πρώτα δοκίμιά του, το Δοκίμιο για την επική ποίηση και το Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1727. Η πλέον ενδιαφέρουσα παραγωγή του στην Αγγλία ήταν η συγγραφή της ιστορίας του Κάρολου 12ου της Σουηδίας, η οποία παραμένει κλασσική στο χώρο της βιογραφίας. Το έργο του Αγγλικά Γράμματα (Letters concerning the English Nation) δημοσιευμένο στα αγγλικά το 1733 και στα γαλλικά ως Lettres philosophiques το 1734, μπορεί να ειπωθεί ότι έδωσε ώθηση στην αγγλική φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη, η οποία χαρακτήρισε την περίοδο του Διαφωτισμού. Το βιβλίο επίσημα απαγορεύθηκε στη Γαλλία.
Ο Βολταίρος επέστρεψε στο Παρίσι μετά από τρία χρόνια και συνέχισε εκεί τη λογοτεχνική του παραγωγή. Δημοσίευσε τότε το επικό ποίημα Ερρικειάς (Henriade), με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στη Γαλλία, όπου σατίριζε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία. Το έργο του αυτό προκάλεσε εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό και κυκλοφόρησε σε 300.000 αντίτυπα. Συνάμα παρουσίασε αρκετές τραγωδίες μεταξύ των οποίων και οι Βρούτος (Brutus, 1730), Ζαΐρα (Zaire, 1733), Εριφύλη (Eriphile).
Στα 1733 γνώρισε την Εμιλί ντε Σατλέ (γνωστότερη ως Madame Du Châtelet), της οποίας τα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά πάνω στις επιστήμες, ταίριαζαν με τα δικά του. Διέμειναν μαζί στο Cirey, στη Λωρραίνη, απολαμβάνοντας την ανοχή του μαρκησίου ντι Σατλέ. Ο δεσμός του με την Émilie Du Châtelet διήρκεσε μέχρι το θάνατό της το 1749. Στο Cirey, ο Βολταίρος δούλεψε πάνω σε πειράματα φυσικής και χημείας. Το 1736 άρχισε τη μακροχρόνια αλληλογραφία του με τον κατά 20 χρόνια νεότερό του διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας Φρειδερίκο (τον μετέπειτα Φρειδερίκο Β'). Επιπλέον, έγραψε τα Στοιχεία της νευτώνειας φιλοσοφίας (Éléments de la philosophie de Newton, 1736), το οποίο έφερε την αναγνώριση της νευτώνειας φυσικής στην Ευρώπη, μια κωμική εκδοχή των θρύλων για την Ιωάννα της Λωρραίνης Η παρθένος (La Pucelle, 1755) και τα δράματα Μωάμεθ (Mahomet, 1742), Μερόπη(Mérope, 1743), και Σεμίραμις (Sémiramis, 1748). Μέσω της επιρροής της Μαντάμ Πομπαντούρ (Madame de Pompadour), έγινε βασιλικός ιστοριογράφος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Πρωτοστάτης και πλέον σκληρός κριτικός του ήταν αυτή την περίοδο ο αβάς Desfontaines, και κορωνίδα των κριτικών του Desfontaines ήταν το βιβλίο Le Voltairomanie, σε απάντηση ενός λίβελου του Βολταίρου με τον τίτλο Ο Προληπτικός (Le Preservatif). Τον Απρίλιο του 1739 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες, οι οποίες ήταν η έδρα του για κάποιο χρονικό διάστημα, εξ αιτίας μερικών νομικών υποθέσεων των du Châtelets. Ο Φρειδερίκος, βασιλιάς πλέον της Πρωσίας από το 1740, κατέβαλε πολλές προσπάθειες να απομακρύνει το Βολταίρο από τη Madame Du Châtelet, αλλά ανεπιτυχώς, και έτσι κέρδισε την εγκάρδια έχθρα της αρνούμενος διαρκώς ή παραλείποντας να την προσκαλέσει. Επιτέλους, τον Σεπτέμβριο του 1740, ο δάσκαλος και ο μαθητής συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Κλεβ (Cleves), και τρεις μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, στο Βερολίνο μετά από πρόσκληση του Φρειδερίκου.
Ο Βολταίρος επισκέφτηκε ξανά το Βερολίνο και το Πότσδαμ το 1743 στο πλαίσιο διπλωματικής αποστολής, για να πείσει τον Φρειδερίκο, να συμμαχήσει με την Γαλλία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. (Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής, 1740-48). Μετά το θάνατο της Madame Du Châtelet δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στην αυλή του (1750-53). Οι σχέσεις του με το Φρειδερίκο ήταν γενικά θυελλώδεις. Η παρέμβαση του Βολταίρου στη φιλονικία μεταξύ Maupertuis και König οδήγησε στην ανανέωση της ψυχρότητας εκ μέρους του Πρώσου μονάρχη και το 1753 ο Βολταίρος εγκατέλειψε βιαστικά την Πρωσία. Από απόσταση οι δύο άνδρες συμφιλιώθηκαν αργότερα και η αλληλογραφία τους επαναλήφθηκε.
Ανεπιθύμητος στη Γαλλία ο Βολταίρος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου αγόρασε το κτήμα "Les Délices" και απέκτησε επίσης ένα ακόμα σπίτι κοντά στη Λωζάνη. Οι αρχές της Γενεύης αντιτέθηκαν σύντομα στις ιδιωτικές θεατρικές παραστάσεις, που πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Βολταίρου, ενώ εξοργίστηκαν ακόμα περισσότερο λόγω του άρθρου "Genève" που γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, με την υποκίνηση του Βολταίρου, από τον Ντ’ Αλαμπέρ. Το άρθρο, που δήλωνε ότι οι καλβινιστές πάστορες της Γενεύης είχαν δει το φως και είχαν πάψει να πιστεύουν στην οργανωμένη θρησκεία, ξεσήκωσε μια βίαιη διαμάχη.
Το 1759, αγόρασε το κτήμα Φερνέ (Ferney) κοντά στα γαλλο-ελβετικά σύνορα όπου έζησε μέχρι και λίγο καιρό πριν το θάνατο του. Το Φερνέ έγινε σύντομα η διανοητική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ο Βολταίρος παρέμεινε ενεργός καθ' όλη τη διάρκεια αυτών των ετών, παράγοντας σταθερή ροή βιβλίων, θεατρικών έργων και άλλων δημοσιεύσεων. Έγραψε επίσης εκατοντάδες επιστολών στον κύκλο των φίλων του. Ήταν πάντα μια φωνή της λογικής. Υπήρξε ειλικρινής κριτικός της θρησκευτικής αδιαλλαξίας και των θρησκευτικών διώξεων.
Κατά τα τελευταία έτη του ο Βολταίρος παρήγαγε αρκετά έργα με κριτική προς την οργανωμένη εκκλησία. Στο Φερνέ οικοδόμησε ένα παρεκκλήσι με την επιγραφή "Deo Erexit Voltaire". Οδήγησε επίσης την εκστρατεία για την εκκίνηση δίκης, στην οποία ο ουγενότος έμπορος Jean Calas βρέθηκε ένοχος της δολοφονίας του μεγαλύτερου γιου του και εκτελέστηκε. Το Κοινοβούλιο των Παρισίων κήρυξε κατόπιν το 1765 τον Calas και όλη την οικογένειά του αθώους.
Το 1778, διανύοντας το 84ο έτος του, παρευρέθηκε στην πρώτη απόδοση της τραγωδίας του Ειρήνη (Irène), στο Παρίσι. Το ταξίδι του και η υποδοχή του ήταν μια αποθέωση, αλλά η συγκίνηση τον κατέβαλε και πέθανε λίγο αργότερα στην πρωτεύουσα στις 30 Μαΐου 1778. Προκειμένου να έχει χριστιανική κηδεία είχε υπογράψει μια μερική ανάκληση των γραπτών του. Αυτό θεωρήθηκε ανεπαρκές από την εκκλησία, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει μια γενικότερη ανάκληση. Σε έναν φίλο έδωσε την ακόλουθη γραπτή δήλωση: "Πεθαίνω λατρεύοντας το Θεό, που αγαπά τους φίλους μου, που δεν μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση." Ένας ηγούμενος μετέφερε κρυφά το πτώμα του Βολταίρου σε ένα αβαείο στην πόλη Champagne, όπου θάφτηκε. Τα λείψανά του διακομίστηκαν στο Παρίσι το 1791 και ενταφιάστηκαν στο Πάνθεον