Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

27 Αυγούστου 1960: εκτελείται η Σταυρούλα Γκουβούση, η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέσθηκε για ποινικό αδίκημα. Είχε πνίξει τη νύφη της.

Κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, τα εγκλήματα «δια λόγους τιμής» ήταν μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες κατηγορίες εγκλημάτων στον ελλαδικό χώρο και εκατοντάδες τέτοια περιστατικά καταγράφηκαν στα ποινικά χρονικά. Εντούτοις, το έγκλημα που διέπραξαν η Σταυρούλα Γκουβούση και ο γιος της στις 5 Ιανουαρίου 1959 στο Λεωνίδιο Αρκαδίας, αν και «τυπικό» παράδειγμα του φαινομένου αυτού, κατέχει μια εντελώς ξεχωριστή θέση στην εγχώρια εγκληματολογική ιστορία: η δράστις ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα…

Το πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1959, ημέρα των Φώτων, η 62χρονη Σταυρούλα Γκουβούση πήγε, όπως συνήθιζε, στην εκκλησία της γειτονιάς της στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Άναψε δύο κεριά, προσευχήθηκε για λίγο και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της. Λίγα λεπτά μετά, οι γείτονές της την άκουσαν να φωνάζει σπαρακτικά και να καλεί σε βοήθεια και έσπευσαν στην αυλή του σπιτιού της για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Εκεί, η Γκουβούση τούς είπε πως είχε βρει την στέρνα ξεσκέπαστη και κοντά στο στόμιό της αφημένα ρούχα -μια ζακέτα και μια ρόμπα-, παπούτσια και ένα χαρτί που περιείχε χάπια ναυτίας. Εξήγησε πως τα ρούχα ανήκαν στη νύφη της, γυναίκα του 22χρονου γιου της Δημήτρη (ή Μήτρου), την Μεταξία, ενώ τους έδειξε κι ένα χειρόγραφο σημείωμα που βρέθηκε στο ίδιο σημείο και ανέφερε: «Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία, γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια, η κυρά της. Τον Μήτρο, τον άνδρα της, να μην τον πειράξετε, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα».

Στους γείτονες που την ρώτησαν, η Γκουβούση δήλωσε ότι «αυτή η τρελλή εξετέλεσε την απόφασί της. Ευρήκα ανοιχτή τη στέρνα κι έξω ριγμένα τα ρούχα της. Η Μεταξία πληρώθηκε από τον θεό όπως της άξιζε. Και δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο παρά ότι, αν έχη πέσει στην στέρνα μας βρώμισε το πόσιμο νερό» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959).

Όπως ήταν αναμενόμενο, η είδηση μεταφέρθηκε αμέσως στην Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Λίγη ώρα μετά, επί τόπου κατέφθασαν ο διοικητής υπομοίραρχος Β. Νικολόπουλος με δύναμη ανδρών, καθώς και ο ειρηνοδίκης Λεωνιδίου Στ. Κοντονικολής. Οι χωροφύλακες φώτισαν με φακούς το εσωτερικό της βάθους 4 μέτρων στέρνας και διέκριναν το νεκρό σώμα της Μεταξίας να επιπλέει στο νερό. Όταν το ανέσυραν, είδαν πως ήταν τυλιγμένο με χοντρό σκοινί, μήκους 5 μέτρων, κάτι που τους έβαλε σε υπόνοιες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή της η Μεταξία. Οι γιατροί Π. Ρέππας και Χαρ. Γεωργίτσης, που εξέτασαν το πτώμα, διαπίστωσαν ότι έφερε αμυχές στον λαιμό και μώλωπες από ισχυρά κτυπήματα στους μηρούς και τα γόνατα. Επίσης, εξακρίβωσαν ότι ο θάνατος είχε επέλθει στις 7.30 το βράδυ της 5ης Ιανουαρίου και ως αιτία ανέφεραν τον πνιγμό, καθώς στο στομάχι της βρέθηκε νερό της στέρνας.
Η Μεταξία Γκουβούση

Τα στοιχεία αυτά ενίσχυσαν την εκδοχή ότι ο θάνατος της Μεταξίας δεν οφειλόταν σε αυτοκτονία αλλά σε εγκληματική ενέργεια. Η εκδοχή αυτή έγινε βεβαιότητα όταν εξακριβώθηκε πως το χειρόγραφο σημείωμα δεν ήταν γραμμένο από το θύμα, αλλά από κάποιο πρόσωπο που προσπάθησε να μιμηθεί το γραφικό χαρακτήρα, ότι το «σκηνικό» γύρω από την στέρνα (με τα παρατημένα ρούχα, τα χάπια και το σημείωμα) ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας σκηνοθετημένο και πως η πόρτα της αυλής ήταν κλειδωμένη την ώρα κατά την οποία η Μεταξία υποτίθεται πως την είχε ανοίξει για να μπει στην αυλή του σπιτιού και να αυτοκτονήσει στη στέρνα.

Στη βάση αυτών των ευρημάτων, οι χωροφύλακες ανέκριναν εντατικά την Γκουβούση και τον γιο της Δημήτρη, οι οποίοι δεν άργησαν να ομολογήσουν πως η Μεταξία είχε πράγματι δολοφονηθεί και πως δράστες ήταν οι ίδιοι.

Το ιστορικό του φόνου και τα κίνητρα
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν χήρα και είχε τρία παιδιά. Τα δύο μικρότερα βρίσκονταν από καιρό στην Αθήνα όπου εργάζονταν, ενώ μαζί της ζούσε μόνο ο μεγαλύτερος γιος της Δημήτρης. Στα ρεπορτάζ της εποχής, η Γκουβούση παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αυταρχική γυναίκα, που επιθυμούσε να έχει στον απόλυτο έλεγχο τα παιδιά της.
Η Σταυρούλα Γκουβούση

Ο Δημήτρης Γκουβούσης είχε παντρευτεί την Μεταξία το 1954 και είχαν αποκτήσει δύο κορίτσια, το ένα από τα οποία είχε πεθάνει λίγο μετά τη γέννησή του. Από την αρχή, η Γκουβούση αντιδρούσε στον γάμο του γιου της, ισχυριζόμενη πως η Μεταξία είχε ερωτικό «παρελθόν» και δεν ήταν «άγγελος αγνότητος» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959), και για το λόγο αυτό ζητούσε επίμονα από αυτόν να την χωρίσει. Ο Δημήτρης, όμως, δήλωνε πως την αγαπούσε, αν και κάποιες φήμες που κυκλοφορούσαν στην αρκαδική κωμόπολη ανέφεραν πως στην πραγματικότητα παρέμενε μαζί της διότι τον συντηρούσε εκείνη με τη δουλειά της (παρασκεύαζε γλυκά προς πώληση), αφού ο ίδιος δεν εργαζόταν. Σε κάθε περίπτωση, εξαιτίας των συνεχών διενέξεων που είχαν με την Γκουβούση, ο Δημήτρης και η Μεταξία μετακόμισαν σε δικό τους σπίτι, που έχτισαν με την προίκα της Μεταξίας. Όταν η Μεταξία έμεινε ξανά έγκυος, η Γκουβούση έπεισε τον γιο της πως το παιδί δεν ήταν δικό του και επομένως έπρεπε να το «ρίξουν».
Ο Δημήτρης (Μήτρος ή Μήτσος) Γκουβούσης

Στις 2 Ιανουαρίου 1959, ο Δημήτρης και η Μεταξία πήγαν στο Άργος. «Η γυναίκα μου ήταν έγκυος πέντε μηνών» είπε αργότερα ο ίδιος. «Λογάριαζα να την πείσω να ρίξη το παιδί, μα κανείς γιατρός δεν αναλάμβανε αυτή την ευθύνη. Κάναμε κάτι δουλειές και γυρίσαμε στο σπίτι της μάνας μου, όπου είχαμε αφήσει το παιδί (σ.σ.: η κόρη του ζεύγους ήταν τότε 14 μηνών). […] Όταν φθάσαμε, καθήσαμε και φάγαμε. Η γυναίκα μου μετά το φαγητό, ξάπλωσε βγάζοντας τη ρόμπα της και μια ζακέτα που φορούσε. […] Η μάνα μου άρπαξε ένα σχοινί 5 μέτρων που ήταν εκεί και της το πέρασε αιφνιδιαστικά γύρω από τους ώμους, δένοντάς την καλά, μαζί και τα χέρια της. Συγχρόνως, μάλωνε μαζί της και την έβριζε για την άσχημη ζωή που έκανε. Η γυναίκα μου νόμιζε ότι αστειευόταν και ότι η μητέρα μου ήθελε απλώς να την φοβίση. Όμως εκείνη την τράβηξε έξω στην αυλή και την έριξε στην στέρνα. […] Σ’ αυτή τη δουλειά τη βοήθησα κι εγώ. Έπειτα με υπόδειξί της, έγραψα ένα σημείωμα που έλεγε ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε γιατί της χρωστούσαν τα αφεντικά της λεφτά που δεν της τα έδιναν. Αυτό το σημείωμα το έβαλα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με κάτι χάπια που είχε στην τσέπη της η γυναίκα μου. […] Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομισθή ότι έπεσε μόνη της στο νερό. Πράγματι το πρωί των Φώτων βρέθηκαν τα ρούχα στο χείλος της στέρνας από την ίδια τη μητέρα μου, η οποία και έβαλε τις φωνές ότι δήθεν η νύφη της αυτοκτόνησε» (εφημ. «Ακρόπολις» – 8 Ιανουαρίου 1959).

Η Γκουβούση υποστήριξε αρχικά ότι «η Μεταξία […] έφυγε κι επήγε στην στέρνα ραντεβού με τον φίλο της. Μα αυτός αφού είναι βλαμμένος δεν αποκλείεται μετά τη διασκέδασί τους να την έπνιξε στην στέρνα. Τέτοια που ήταν, καλά να πάθη».  Όμως όταν τα συντριπτικά σε βάρος της στοιχεία έγιναν αδιάσειστα, στράφηκε κατά του γιου της: «Κύτταξε τι φίδι μεγάλωνα!…» είπε. «Έτσι μωρέ πληρώνεις όλες τις θυσίες που έκανα για σένα;» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959).

Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε η αστυνομία αλλά και όσα προέκυψαν κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, προέκυψε ότι οι δράστες έσυραν την Μεταξία δεμένη στην αυλή και εκεί την πέταξαν στο βάθος της στέρνας, σχεδιάζοντας να τραβήξουν το σκοινί ώστε να μην αφήσουν ίχνη. Ωστόσο, κάτω από το βάρος του σώματος, το σκοινί γλίστρησε από τα χέρια τους και κατέληξε στον πάτο της στέρνας, αποκαλύπτοντας την εγκληματική ενέργεια. Εικασίες που διατυπώθηκαν πως η Μεταξία είχε ναρκωθεί πριν ριφθεί στην στέρνα, δεν επιβεβαιώθηκαν από την τοξικολογική εξέταση των σπλάχνων του θύματος.
Στιγμιότυπο από την αναπαράσταση του εγκλήματος: ο Δημήτρης Γκουβούσης δείχνει στους αστυνομικούς πώς πέρασαν το σκοινί στο σώμα της Μεταξίας, πριν την ρίξουν στην στέρνα.
Αργότερα μιλώντας στον αστυνομικό συντάκτη των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή» Θ. Δράκο, παρουσία του γιου της, η Γκουβούση δήλωσε: «Αυτός ο αχαϊρευτος πάει να με μπλέξη! Λέει ότι εγώ την έριξα στο πηγάδι, αφού της τύλιξα πρώτα το σκοινί στο σώμα. Πάει να με κλείση στη φυλακή. […] Αν ο γιος μου πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τού αξίζει». Από την πλευρά του, ο Δημήτρης απάντησε: «Εγώ δεν είχα τίποτα μαζί της. Ήταν καλή και φρόνιμη. Εσύ τη μισούσες και αποφάσισες τον θάνατό της. Ανάθεμα την ώρα που σ’ άκουσα. Εγώ γιατί να την σκοτώσω; Κι αυτό το παντελόνι που φορώ, μου το πήρε την ίδια μέρα που τη σκότωσες. Το πρωί, που πήγαμε στο Άργος… Κι εσένα δεν σε φρόντιζε; Μόνο εσύ διαρκώς την έβριζες και την κτυπούσες. Αυτή καθόταν σαν χαζή και τις έτρωγε…» (εφημ. «Απογευματινή» – 9 Ιανουαρίου 1959). Αξίζει να σημειωθεί πως τις μέρες εκείνες σε μερίδα του Τύπου είδαν το φως πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η δολοφονία δεν έγινε «δια λόγους τιμής» αλλά με οικονομικό κίνητρο, καθώς μετά το θάνατο της Μεταξίας όλα τα περιουσιακά της στοιχεία θα περνούσαν στον άντρα της Δημήτρη.


Σε κάθε περίπτωση, το πρωί της 8ης Ιανουαρίου, η Γκουβούση και ο γιος της μετήχθησαν στον εισαγγελέα Ναυπλίου, ο οποίος ανέθεσε την υπόθεση σε τακτικό ανακριτή, διατάζοντας παράλληλα την προφυλάκισή τους.

Η εκτέλεση της Γκουβούση
Η δίκη για το έγκλημα της Σταυρούλας Γκουβούση και του γιου της Δημήτρη πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα στο Κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας. Και οι δύο δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο, αφού η πράξη τους χαρακτηρίστηκε ως ιδιαζόντως ειδεχθής.

Μετά την καταδίκη της, η Γκουβούση μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας. Η αίτηση χάριτος που υπέβαλλε για μετριασμό της ποινής της απορρίφθηκε παμψηφεί από το Συμβούλιο Χαρίτων. Έτσι, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 26ης Αυγούστου 1960, ο εισαγγελέας Βέλλιος έφτασε στις φυλακές για την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Λίγη ώρα νωρίτερα, η διευθύντρια των φυλακών είχε πληροφορήσει την Γκουβούση για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν και ο ιερέας των φυλακών την είχε επισκεφθεί στο κελί της για να μεταλάβει.
Ρεπορτάζ για τη δολοφονία της Μεταξίας στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9/1/1959
Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά δίνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στο φύλλο της Κυριακής 28 Αυγούστου 1960, μεταφέροντας ταυτόχρονα και την «ατμόσφαιρα» της εποχής:

«Η Γκουβούση εδέχθη κλαίουσα να μεταλάβη, προηγουμένως όμως ζήτησε να εξομολογηθή δια να απαλλαγή, όπως είπεν, από κάτι που επίεζε την ψυχή της και δεν την άφηνε να ησυχάση ούτε λεπτό. Ο ιερεύς την εξομολόγησε, την μετέλαβε και την συνώδευσε μέχρι του αυτοκινήτου του τμήματος μεταγωγών, δια του οποίου αύτη θα μετεφέρετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν ανήρχετο τας βαθμίδας αν και ο ιερεύς της είχεν ανακοινώσει ότι θα ‘απήρχετο μετ’ ολίγον του κόσμου τούτου’, η Γκουβούση ηρώτησε τον επικεφαλής της αστυνομικής δυνάμεως εάν θα ωδηγείτο εις τον Πειραιά (σ.σ.: τις προηγούμενες μέρες, η διευθύντρια της φυλακών, ανακοινώνοντάς της την απόρριψη της αίτησης χάριτος, της είχε πει ότι έως την εκτέλεσή της θα μετατασσόταν σε φυλακή του Πειραιά).

»‘Θα πάμε σε κάποιο εξοχικό μέρος’, ήτο η απάντησις του αξιωματικού. ‘Εκεί θα είναι πιο ωραία απ’ εδώ. Θα είσαι μόνη και ήσυχη πια, δεν θα σε ενοχλή κανένας’. ‘Αφού είναι έτσι, πάμε’ απάντησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σιδηροφράκτου αυτοκινήτου (της κλούβας). Την ηκολούθησεν ο ιερεύς, ο οποίος εκάθησε δίπλα της και ήρχισε να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της ψυχής της.

»Ετέρου αυτοκινήτου της υπηρεσίας των φυλακών επεβιβάσθησαν ο κ. εισαγγελεύς, ο γραμματέας της εισαγγελίας και ένας υπάλληλος των φυλακών οι οποίοι και ηκολούθησαν το αυτοκίνητο του τμήματος μεταγωγών. Μετ’ ολίγων τα δύο αυτοκίνητα έφθασαν εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον (σ.σ.: στον Υμηττό), όπου ανέμενεν απόσπασμα εκ δώδεκα στρατιωτών με επικεφαλής ένα υπολοχαγόν (σ.σ.: το απόσπασμα προερχόταν από την «Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής και Νήσων-ΑΣΔΑΝ»). Η Γκουβούση κατεβιβάσθη του αυτοκινήτου και ωδηγήθη εις ένα μικρόν ύψωμα, εις το σημείον όπου ύστερα από ολίγον θα έπιπτε νεκρά από τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ηκολούθησε τον αξιωματικόν χωρίς να είπη λέξιν. Εφαίνετο ως να μη αντιλαμβάνετο τι συνέβαινε γύρω της και ότι σε λίγο θα έπαυε να ζη. Ο ιερεύς ο οποίος την ηκολούθει την ηρώτησε και πάλιν όταν έφθασαν εις το ύψωμα εάν ήθελε να είπη τι, η απάντησίς της όμως ήτο αρνητική. Ο εισαγγελεύς τότε έδωσεν εντολήν εις τον γραμματέα της εισαγγελίας να αναγνώση την απόφασιν δια της οποία η Γκουβούση είχε καταδικασθή εις την εσχάτην των ποινών. Ο κ. Μουρκουτάς (σ.σ.: ο γραμματέας της εισαγγελίας) ανέγνωσε βραδέως την απόφασιν του δικαστηρίου, μόλις δε ετελείωσε το έργον απεμακρύνθη του τόπου δια να αφήση την θέσιν του εις το εκτελεστικόν απόσπασμα.
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στις 28/8/1960 για την εκτέλεση της Στ. Γκουβούση. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο γεγονός πως «πρώτην φοράν δια ποινικόν αδίκημα εκτελείται γυναίκα εις την Ελλάδα».
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στις 28/8/1960 για την εκτέλεση της Στ. Γκουβούση. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο γεγονός πως «πρώτην φοράν δια ποινικόν αδίκημα εκτελείται γυναίκα εις την Ελλάδα».
»Η Γκουβούση τον ηκολούθησε, παρέστη δε ανάγκη να επέμβη ο επί κεφαλής του αποσπάσματος ο οποίος την επανέφερεν εις το ύψωμα λέγων: ‘Εσύ δεν θα φύγης, θα μείνεις εκεί’. Τότε μόνον ηρώτησε: ‘Γιατί;’ Ο ιερεύς και πάλιν έσπευσε κοντά της και της επανέλαβεν ότι επρόκειτο να απέλθη του κόσμου, διότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη την κατεδίκασεν εις θάνατον δια την εγκληματικήν πράξιν της εις βάρος της νύμφης της. Εις τα λόγια αυτά του ιερέως, έσκυψε το κεφάλι της και ψιθύρισε: ‘Οι άνθρωποι με κατεδίκασαν εις θάνατον, ας με συγχωρήση τουλάχιστον ο Θεός δι ό,τι έκαμα, ώστε να βρω μιας στιγμής κι εγώ ησυχία’. ‘Ο Θεός, τέκνον μου, συγχωρεί τα πλάσματά του όταν μετανοούν, σε έχει λοιπόν και εσέ συγχωρέσει αφού ησθάνθης μετάνοιαν δια την πράξιν σου’ απήντησε ο ιερεύς. ‘Ας τελειώνουμε, λοιπόν, δέσποτά μου’ είπεν η κακούργα πενθερά. ‘Δεν θέλω τίποτα άλλο απ’ αυτόν τον κόσμον. Τελείωσα πια μ’ αυτόν. Ό,τι είχα του το έδωσα, τώρα θα του δώσω και τη ζωή μου’. Και με τα λόγια της αυτά αφέθη εις την διάθεσιν των αρχών. Δεν ενδιαφέρετο πλέον δια τα περαιτέρω.

»Ο επί κεφαλής του αποσπάσματος αξιωματικός εκάλεσε τους στρατιώτας να αφήσουν τα μέχρι της στιγμής εκείνης κενά όπλα των επί του εδάφους, να απομακρυνθούν ακολούθως και να στρέψουν τας κεφαλάς των ατνίθετα προς το μέρος όπου αυτός ίστατο. Όταν δε τούτο εγένετο εγέμισε τα έξι εξ αυτών δια σφαιρών τα δε άλλα αφήκεν άσφαιρα και αφού τα ετοποθέτησεν επί του εδάφους εκάλεσε τους άνδρας του αποσπάσματος να λάβουν ένα όπλον και να καταλάβουν την θέσιν των. Όταν και τούτο εγένετο και όλα πλέον ήσαν έτοιμα δια την εκτέλεσιν, ο ιερεύς ηρώτησε την Γκουβούση εάν ήθελε να είπη τι και εάν ήθελε να της δέσουν τα μάτια. Αύτη ηρνήθη και ο επί κεφαλής αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα ‘πυρ’ και η δολοφόνος πενθερά εξετελέσθη. Το πτώμα της παρελήφθη υπό της υπηρεσίας του δήμου και ενταφιάσθη εις το Γ΄ νεκροταφείον» (σελ. 3 και 9).

Η εντύπωση για την  εκτέλεση
Μία εβδομάδα μετά, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου, εκτελέστηκε στο πεδίο βολής της περιοχής Αλυκές κοντά στην πόλη της Κέρκυρας ο Δημήτρης Γκουβούσης, μαζί με άλλους δύο θανατοποινίτες. Ο Γκουβούσης «εξομολογούμενος, ηκούσθη λέγων εις τον ιερέα, ότι ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποία ήτο ερωμένος…» (εφημ. «Ελευθερία» – 3 Σεπτεμβρίου 1960), στοιχείο που ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε.

Πάντως, η εκτέλεση της Σταυρούλας Γκουβούση δημιούργησε ζωηρή εντύπωση, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελούταν στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα. Μάλιστα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθερία» στις 28 Αυγούστου 1960, «η αναγγελία της εκτελέσεως της Γκουβούση επροκάλεσε πανικόν μεταξύ των κρατουμένων εις τας γυναικείας φυλακάς, τινές δε υπέστησαν νευρικόν κλονισμόν».

Πριν από την Γκουβούση, είχαν εκτελεστεί μόνον πολιτικές κρατούμενες κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ για έγκλημα του ποινικού δικαίου είχαν καταδικαστεί σε θάνατο -χωρίς ωστόσο να εκτελεστούν, εν τέλει- η Φούλα Αθανασοπούλου και η Άρτεμις Κάστρου, που είχαν συμπράξει στη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931 (για την υπόθεση αυτή, βλέπε εδώ και εδώ). Τα επόμενα χρόνια και ως το 1974, όταν και σταμάτησε πρακτικά η εφαρμογή της θανατικής ποινής στην Ελλάδα (ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε ήταν ο Βασίλης Λυμπέρης, τον Αύγουστο του 1972 – για την εκτέλεσή του, βλέπε εδώ), απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα βρέθηκαν ακόμα τρεις γυναίκες: τους πρώτους μήνες του 1962 η Αθανασία Αγγελινού, στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 η Αλεξάνδρα Μέρδη και στις 10 Απριλίου 1965 η Αικατερίνη Δημητρέα.

Τα εγκλήματα «δια λόγους τιμής»
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του φαινομένου των «εγκλημάτων τιμής» και ιδιαίτερα αυτών που διαπράχθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αποτελεί η μελέτη της καθηγήτριας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Έφης Αβδελά με τίτλο «Δια λόγους τιμής – Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα» (εκδόσεις Νεφέλη, 2η έκδοση αναθεωρημένη, 2006), που είναι η πρώτη συντεταγμένη έρευνα του θέματος στην ελληνική βιβλιογραφία. Στο βιβλίο αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονταν αυτού του είδους τα εγκλήματα από την κοινή γνώμη, τους δημοσιογράφους, τους δικαστές, τους εισαγγελείς και τους επιστήμονες και ερευνάται η μεταλλαγή της ελληνικής κοινωνίας εκείνη την εικοσαετία, ώστε τελικά η διαπροσωπική βία, που χαρακτηρίζει τη μετεμφυλιακή περίοδο, να απολέσει βαθμηδόν τη συμβολική της νομιμότητα. Στην εισαγωγή του βιβλίου, η συγγραφέας αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[…] Πρόκειται για τα ‘εγκλήματα δια λόγους τιμής’, δηλαδή για μια ιδιαίτερα ρευστή κατηγορία πράξεων διαπροσωπικής βίας, για τις οποίες ο/η δράστης επικαλείται την αποκατάσταση της ‘προσβολής της οικογενειακής ή ατομικής του/της τιμής’, προσβολή την οποία φέρεται να προκάλεσαν οι πράξεις του θύματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι πράξεις αυτές περιστρέφονται γύρω από το γάμο και την οικογένεια, είτε ως προσδοκώμενη προοπτική είτε ως συντελεσμένο δεδομένο προς συντήρηση.

»[…] Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, […] στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός εγκλημάτων (φόνοι, τραυματισμοί και απόπειρες) ‘δια λόγους τιμής’, σύμφωνα με την επαναλαμβανόμενη στερεότυπη διατύπωση. Το φαινόμενο δεν είναι φυσικά νέο την εποχή αυτή: ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η προσβολή της ‘τιμής’ αποτελούσε την κυριότερη αιτιολογία για την άσκηση διαπροσωπικής βίας και το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει σημαντικά και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όπως μάλιστα δείχνει η κριτική που ανέπτυξε στα έργα του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ήδη στις αρχές του αιώνα και κατά τον Μεσοπόλεμο καταγράφονται οι πρώτες καταγγελίες ενάντια σε μια πρακτική που αρχίζει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως αναχρονιστική, αλλά και ως κατεξοχήν υποκριτική.

»Μετά τον Εμφύλιο, τα ‘εγκλήματα τιμής’ θα βρεθούν στο επίκεντρο μιας δημόσιας συζήτησης για τη διαχείριση της διαπροσωπικής βίας, που η έκτασή της είχε βαθιά σημαδευτεί από τα δέκα προηγούμενα χρόνια: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιος είχαν προκαλέσει κατά τη δεκαετία του ’40 μια εξοικείωση με τη βία, που ήταν ορατή σε πολλές όψεις της καθημερινής ζωής αρκετά χρόνια μετά το τέλος των στρατιωτικών συγκρούσεων. Με την αποκατάσταση της τάξης των νικητών μετά το τέλος του Εμφυλίου, ενώ εντείνεται η ανησυχία της κοινής γνώμης για την αύξηση της ‘εγκληματικότητας’, την ίδια στιγμή που οι ανθρωπολόγοι επισημαίνουν την αξία των κοινωνικών αξιών όπως η τιμή στην ελληνική κοινωνία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της έννοιας της τιμής, η οποία συνεπάγεται τον μετασχηματισμό και την απονομιμοποίηση εκείνου του περιεχομένου της που συνιστά το αξιακό υπόβαθρο των ομώνυμων εγκλημάτων· την απονομιμοποίηση δηλαδή της συσχέτισης ανάμεσα στην υπεράσπιση της τιμής και στη διαπροσωπική βία. Η διαδικασία αυτή εντάσσεται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό αναφορικά με τη φυσιογνωμία και τις ιδιαίτερες αξίες της ελληνικής κοινωνίας σε μια περίοδο ραγδαίων μετασχηματισμών.

»[…] Η ευρύτερη συγκυρία της περιόδου προσδιορίζεται φυσικά από τις συνέπειες των βίαιων ανακατατάξεων της δεκαετίας του ’40 και κυρίως των παρατεταμένων εμφύλιων συγκρούσεων, που άρχισαν ήδη από την περίοδο της Κατοχής και ολοκληρώθηκαν με τον ολοκληρωτικό Εμφύλιο της περιόδου 1947-49: διχασμός, αιματηρές συγκρούσεις, αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, εξοικείωση στη βία, και σ’ ό,τι αφορά τους ηττημένους, κοινωνικός και πολιτικός εξοστρακισμός. Συγχρόνως, ενώ η δεκαετία του ’50, και κυρίως το πρώτο μισό της, φέρουν ανάγλυφα τα σημάδια του Εμφυλίου σε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα τέλη της και κυρίως κατά τη δεκαετία του ’60 πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις μιας νεωτερικότητας που εισβάλλει στην καθημερινή ζωή μεγάλους μέρους του πληθυσμού, στην πόλη πρώτα, στην ύπαιθρο αργότερα. Η αστυφιλία και αργότερα η μετανάστευση ως μαζικά φαινόμενα επιτείνουν τις αλλαγές και ευνοούν τη δημιουργία νέων προτύπων διαπροσωπικών σχέσεων και νέων εκδοχών ανδρισμού και θηλυκότητας, που συχνά στη συνάντησή τους με φορείς των παραδοσιακότερων μορφών σχέσεων παράγουν βίαιες συγκρούσεις»


του Γιάννη Ράγκου

27 Αυγούστου 1955: εκδίδεται για πρώτη φορά το Guinness Book of World Records.

Το βιβλίο καταγραφής παγκόσμιων ρεκόρ "Γκίνες" (Guinness World Records), είναι ένα βιβλίο που εκδίδεται σε ετήσια βάση και καταγράφει πρωτότυπα ανθρώπινα κατορθώματα, αξιοπερίεργα γεγονότα αλλά και μοναδικά φαινόμενα που παρουσιάζονται στο φυσικό περιβάλλον. Το βιβλίο Γκίνες θεωρείται ως το πρώτο σε πωλήσεις βιβλίο όλων των εποχών παγκοσμίως.
Ιστορικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1955 στο Λονδίνο και έκανε από εκείνο το έτος ρεκόρ πωλήσεων σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες. Με την πάροδο των ετών επεκτάθηκε σε ποικίλες κατηγορίες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επίσης πολλά ρεκόρ που ενώ αρχικά περιλάμβανε στην συνέχεια διαγράφτηκαν καθώς θεωρήθηκαν ότι προσκρούουν σε θέματα ηθικής ή ήταν απλά ανούσια, όπως τα ρεκόρ κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών ή η καταγραφή της πιο βαριάς γάτας του κόσμου.
Υπεύθυνη για την έκδοση του βιβλίου είναι η Guiness World Records Ltd., η οποία και κατέχει τα αποκλειστικά δικαιώματά της κυκλοφορίας του παγκοσμίως. Σύμφωνα με τους εκδότες (copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις «Χρυσή Πέννα»):
Η προσπάθεια να καταρριφθούν ρεκόρ ή να δημιουργηθούν καινούργια, μπορεί να είναι επικίνδυνη. Όλες οι προσπάθειες για δημιουργία ρεκόρ γίνονται αποκλειστικά και μόνο με απόλυτη ευθύνη και κίνδυνο αυτών που τις κάνουν. Η Guiness World Records Ltd. και οι κατά τόπους συνεργάτες της, δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τυχόν θάνατο ή τραυματισμό οποιουδήποτε μεγέθους που τυχόν θα συμβούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια επίτευξης ρεκόρ, ενώ διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα να δημοσιεύσει ή όχι οποιοδήποτε ρεκόρ στο βιβλίο.

Ταχύτερο κούρεμα
Το 1976 καταγράφηκε στο βιβλίο Γκίνες το ρεκόρ του Έλληνα κομμωτή Χρήστου Αγγελόπουλου. Ο Χρήστος Αγγελόπουλος (γεννήθηκε στη Μάναρη Αρκαδίας) άνοιξε το πρώτο σαλόνι ανδρικών κομμώσεων στην Αθήνα (1974) και στις 26 Ιουνίου 1976 κατέρριψε εκεί το Παγκόσμιο Ρεκόρ κουρέματος, το οποίο είχε μέχρι τότε ο Ιταλός Πίνο Αμάτο. Ειδικότερα, κούρεψε, χτένισε και περιποιήθηκε, νυχθημερόν και χωρίς διακοπή 274 πελάτες σε διάστημα 97 ωρών και 15 λεπτών. Η προσπάθειά του είχε την επίβλεψη γιατρού και τα ελληνικά ΜΜΕ μετέδωσαν λεπτομερώς τα γεγονότα. Ο Αγγελόπουλος έπεσε λιπόθυμος και μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, έχοντας όμως πετύχει το νέο παγκόσμιο ρεκόρ.
Εκτός από τα ελληνικά ΜΜΕ, η προσπάθεια του Αγγελόπουλου μεταφέρθηκε από το διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο VIS NEWS , το οποίο έστειλε εικόνες σε 80 κανάλια διεθνώς. Το Associated Press μετέδωσε επίσης την είδηση, συνοδευόμενη από φωτογραφία του κατόχου του νέου ρεκόρ.
To πιο πρόσφατο ρεκόρ για το ταχύτερο κούρεμα είναι του 'Ιβάν Ζουτ, ο οποίος στις 23 Αυγούστου 2008 κατάφερε να κόψει τα μαλλιά 340 ατόμων σε 24 ώρες χωρίς διακοπή

27 Αυγούστου 497 π.Χ.: η Μάχη των Πλαταιών λήγει νικηφόρα για τους Έλληνες, υπό τη διοίκηση του Παυσανία.

Το πεδίο της μάχης
Η μάχη των Πλαταιών διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.
Το 480 π.Χ, οι Πέρσες νίκησαν στις Θερμοπύλες και συνακόλουθα οι Έλληνες αποχώρησαν από το Αρτεμίσιο, για να απαντήσουν με τη νίκη στη Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης υποχώρησε, τότε, στην Ασία, αφήνοντας 300.000 άνδρες με τον Μαρδόνιο ως αρχηγό. Το 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό και συγκρούστηκαν με τους Πέρσες στις Πλαταιές. Αν και ήταν αριθμητικά λιγότεροι, οι Έλληνες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τον περσικό στρατό. Ο Μαρδόνιος έπεσε στη μάχη.
Η νίκη στις Πλαταιές συνοδεύτηκε από τη μεγάλη νίκη του ελληνικού στόλου κατά του περσικού στη Μυκάλη. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη σημαντικότατες, γιατί εξάλειψαν την περσική απειλή και γιατί μετά απ' αυτές, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση, μέχρι να λήξουν οι συγκρούσεις το 450 π.Χ.

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Εφόρος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους. Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Οι Έλληνες, με κύρια τακτική τους το κλείσιμο στενών χώρων, αντιμετώπισαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Έλληνες και να σφάξουν όσους απέμειναν στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά το Αρτεμίσιο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών οδήγησαν σε αδιέξοδο και όταν οι Έλληνες έμαθαν το αποτέλεσμα των Θερμοπυλών, αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα.[ Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό. Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη.

Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Παρ' ολ' αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας
Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεχτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την βοήθεια των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν - κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής: καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (μετ. αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας). Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν την άμεση βοήθεια της Σπάρτης, αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα αποτελέσματα που θα' χε η παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες.

Ο Μαρδόνιος κατέστρεψε την Αθήνα όταν έμαθε για τη βοήθεια της Σπάρτης και ύστερα υποχώρησε στη Θήβα και στρατοπέδευσε στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού. Οι Αθηναίοι έστειλαν 8 χιλιάδες οπλίτες συν 600 εξόριστους από τις Πλαταιές - οι Έλληνες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Ο Μαρδόνιος επιτέθηκε με το ιππικό, το οποίο αν και είχε αρχικά επιτυχία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του θανάτου του Μασίστιου. Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες έφθασαν κοντά στο στρατόπεδο των Περσών, ενώ ο Μαρδόνιος παρέταξε τους άνδρες του στον Ασωπό. Ωστόσο, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να μην επιτεθούν η μια στην άλλη καθώς, κατά τον Ηρόδοτο, είχαν λάβει κακούς οιωνούς.
Μετά από οκτώ μέρες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να λαμβάνει ενισχύσεις. Ο Μαρδόνιος, τότε, επιτέθηκε στο βουνό του Κιθαιρώνα και αργότερα στην πηγή της Γαργαφίας. Επειδή αυτές οι δύο επιθέσεις άφησαν τους Έλληνες χωρίς νερό και εφόδια, οι Έλληνες υποχώρησαν τη νύχτα στις Πλαταιές, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε νερό. Παρ' ολ' αυτά, η υποχώρηση πήγε στραβά, καθώς το κέντρο των Ελλήνων ήταν διάσπαρτο στις Πλαταιές, ενώ οι Αθηναίοι, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα υποχωρήσει - λίγοι Σπαρτιάτες έμειναν στο στρατόπεδο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες υποχωρούσαν.

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες είχαν 38.700 βαριά οπλισμένους πολεμιστές (οπλίτες) και 69.500 άνδρες με ελαφρύτερο οπλισμό. Από τους τελευταίους οι μισοί ήταν είλωτες (επτά για κάθε Σπαρτιάτη) και οι άλλοι προέρχονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα. Επίσης αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν και 1.800 Θεσπιείς, οπότε οι Έλληνες ανέρχονταν στους 110.000 άνδρες.Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε ο Παυσανίας, αν και ο Διόδωρος μας πληροφορεί ότι την ηγεσία των Αθηναίων είχε ο Αριστείδης - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Παυσανίας δεν μπορούσε να δίνει διαταγές σε όλα τα ελληνικά σώματα, κάτι που επηρέασε πολύ τη μάχη.

Ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν στη διάθεση τους 300.000 άνδρες πεζικό συν 50.000 Έλληνες. Απ' την άλλη, ο Κτησίας, βάσει των περσικών αρχείων, γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 120.000 άνδρες συν 7.000 Έλληνες. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν με τον αριθμό του Ηρόδοτου, με τους περισσότερους να θεωρούν ότι οι Πέρσες είχαν περίπου 80.000 άνδρες.

Η μάχη των Πλαταιών θυμίζει τη στρατηγική των δύο πλευρών στον Μαραθώνα, όπου οι Έλληνες δεν θέλησαν να επιτεθούν για να μην καταστραφούν απ' το περσικό ιππικό, ενώ οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιτεθούν στις καλά οργανωμένες αμυντικές θέσεις των Ελλήνων. Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο πλευρές ήθελαν νίκη, η οποία θα τους έδινε την υπεροχή στον πόλεμο. Οι Έλληνες, μετά την επίθεση του Μαρδόνιου, αναθεώρησαν την τακτική τους, κάτι που έκανε τον Πέρση στρατηγό να πιστέψει ότι η νίκη ήταν δική του, γι' αυτό και καταδίωξε τους Έλληνες. Οι Έλληνες είχαν αναγκάσει, σκόπιμα ή κατά λάθος, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί σε υπερυψωμένο χώρο, όπου οι Πέρσες θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση.

Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί όταν έμαθε για την υποχώρηση των Ελλήνων. Καθώς οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν προβλήματα, λόγω της επίθεσης του περσικού ιππικού, ο Παυσανίας έστειλε ιππέα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι Πέρσες άρχισαν να ρίχνουν βέλη κατά των Ελλήνων, αλλά ο Παυσανίας αρνήθηκε να επιτεθεί, λέγοντας ότι δεν είχε λάβει καλούς οιωνούς. Παρ' ολ' αυτά, οι Τεγεάτες επιτέθηκαν, κάτι που έκανε αργότερα και ο Παυσανίας, αφού έλαβε τελικά καλούς οιωνούς.
Οι Πέρσες έκαναν φράγμα με τις ασπίδες τους - για να αμυνθούν χρησιμοποιούσαν μεγάλη ασπίδα και κοντή λόγχη, ενώ οι Έλληνες φορούσαν πανοπλία απ' ορείχαλκο, έχοντας μπρούτζινη ασπίδα και μακρύ δόρυ, όπως και στον Μαραθώνα. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να σπάνε τις περσικές γραμμές. Οι Πέρσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σπάσουν τα δόρατα των Ελλήνων, μόνο που οι τελευταίοι μπορούσαν να πολεμήσουν και με τα ξίφη τους. Ο Μαρδόνιος βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, περικυκλωμένος από τους χίλιους σωματοφύλακες του, αλλά ο Αειμνήστος από τη Σπάρτη τον πέτυχε στο κεφάλι (ίσως με πέτρα) και τον σκότωσε. Τότε οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν, ενώ η σωματοφυλακή του Μαρδόνιου εκμηδενίστηκε. Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες." Αρκετοί Πέρσες σώθηκαν (περίπου 40.000 άνδρες), καθώς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Αρτάβαζου, ο οποίος αρνήθηκε να επιτεθεί στους Έλληνες - όταν ξεκίνησε η πανωλεθρία των Περσών οδήγησε τον στρατό του στη Θεσσαλία.
Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Οι Θηβαίοι, για να μην υποστούν περισσότερες απώλειες, πήραν διαφορετικό δρόμο απ' ότι οι Πέρσες. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους έσφαξαν. Κατά τον Ηρόδοτο, 43.000 Πέρσες κατάφεραν να επιζήσουν (οι 40.000 του Αρτάβαζου συν 3.000 που γλίτωσαν απ' τη σφαγή), ενώ στη μάχη σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, 159 από τους οποίους ήταν Έλληνες (Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Αθηναίοι). Ο Πλούταρχος γράφει ότι σκοτώθηκαν 1.360 Έλληνες,με τον Έφορο και τον Διόδωρο να δηλώνουν ότι στη μάχη σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες Έλληνες.

Ήρωες της μάχης

  • Αμομφάρετος - Αρχηγός του σώματος των Σπαρτιατών που έμεινε στις Πλαταιές για να φρουρεί την περιοχή επειδή θεώρησε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη να υποχωρεί. Ο Ηρόδοτος κατέγραψε τον διάλογο μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφάρετου - ο τελευταίος υποχώρησε όταν συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες τον άφησαν πίσω.
  • Αριστόδημος της Σπάρτης - ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που επέζησε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Λεωνίδας τον έστειλε με τον Εύρυτο πίσω στη Σπάρτη, λόγω προβλημάτων υγείας. Ωστοσο, ο Εύρυτος έμεινε πίσω στις Θερμοπύλες, καθώς ζήτησε να οδηγηθεί από ένα είλωτα στη μάχη. Ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός από τους Σπαρτιάτες, αλλά στη μάχη των Πλαταιών σκότωσε πολλούς Πέρσες. Παρ' ολ' αυτά, δεν τιμήθηκε καθώς δεν τήρησε στη σπαρτιατική πειθαρχία στις Θερμοπύλες.
  • Καλλικράτης - Ο κάλλιστος (καλύτερος ή πιο όμορφος) στο ελληνικό στρατόπεδο. Παρ' ολ' αυτά, όταν ξεκίνησε η μάχη δέχτηκε ένα βέλος και έπεσε - όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Καλλικράτης δήλωσε ότι δεν ήταν λυπημένος που έπεφτε για την πατρίδα, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να πολεμήσει και να κάνει κάτι το αξιόλογο.


Παράλληλα με τη μάχη στις Πλαταιές διεξήχθη η μάχη στη Μυκάλη. Ο ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Λεωτυχίδας, έφτασε στη Σάμο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Οι Πέρσες υποχώρησαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με 60.000 άνδρες πεζικού στη Μυκάλη. Οι Έλληνες επιτέθηκαν και συνέτριψαν τον περσικό στόλο και στρατό. Μετά τις δύο αυτές μάχες, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις με τους Έλληνες.
Ο Αρτάβαζος μετέφερε τους άνδρες του στο Βυζάντιο. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί. Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.

Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη. Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.

Οι Έλληνες αφιέρωσαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς το ένα δέκατο των περσικών λαφύρων. Απ' αυτά κατασκευάστηκε ο χρυσός τρίποδας που βρίσκεται πάνω σε τρικέφαλο φίδι από χαλκό. Το σύμπλεγμα συμβόλιζε τη συμμετοχή των ελληνικών πόλεων-κρατών στον πόλεμο. Η στήλη των Όφεων αποτελεί ένα απ' τα πιο αξιόλογα μνημεία του Ιππόδρομου της Κωνσταντινουπόλεως.