Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

16 Μαρτίου 1935: Ο Αδόλφος Χίτλερ διατάζει τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Δημιουργείται η Βέρμαχτ.

Η Βέρμαχτ  είναι το όνομα των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων από τις 16 Μαρτίου 1935 μέχρι τις 20 Αυγούστου 1946. Η Βέρμαχτ εξελίχθηκε με βάση τον "νόμο για την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων" μέσα από την Ράιχσβερ (έτσι ονομάζονταν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία). H Βέρμαχτ αποτελούνταν από τον Στρατό Ξηράς (Heer), το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) και την Πολεμική Αεροπορία (Luftwaffe).

Ο όρος τότε και σήμερα
Παρόλο που η Βέρμαχτ δημιουργήθηκε το 1935, το όνομα "Βέρμαχτ" στη Γερμανία χρησιμοποιούνταν για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ήδη από της αρχές της Γερμανικής Δημοκρατίας. Μέχρι το 1935, ο όρος "Βέρμαχτ" στη γερμανική γλώσσα είχε απλά την σημασία των λέξεων που τον αποτελούν (Wehr = άμυνα, Macht = δύναμη), χρησιμοποιούνταν δηλαδή με την γενική έννοια των αμυντικών δυνάμεων. Έτσι χρησιμοποιούνταν και για τις ένοπλες δυνάμεις άλλων κρατών, όπως πχ ιταλική ή αγγλική Βέρμαχτ (italienische Wehrmacht, englische Wehrmacht).

Από το Σύνταγμα του Γερμανικού Ράιχ της 11 Αυγούστου 1919:
Artikel 47. Der Reichspräsident hat den Oberbefehl über die gesamte Wehrmacht des Reichs.
Άρθρο 47. Ο Πρόεδρος του Ράιχ είναι ο αρχηγός ολόκληρης της Βέρμαχτ του Ράιχ.

Η ονομασία "Ράιχσβερ" εμφανίζεται πρώτη φορά στον "Νόμο για την κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας" της 21 Αυγούστου 1920. Τελικά, νόμος της 23 Μαρτίου 1921 (§1, Wehrgesetz) καθορίζει:
Die Wehrmacht der Deutschen Republik ist die Reichswehr.
Η Βέρμαχτ της Γερμανικής Δημοκρατίας είναι η Ράιχσβερ.

Ιστορικό πλαίσιο
Μετά από την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνθήκη των Βερσαλλιών περιόριζε την ισχύ του γερμανικού στρατού ξηράς στους 100.000 άνδρες και του πολεμικού ναυτικού στους 15.000 άνδρες. Υπήρχε, επίσης, η προϋπόθεση η Γερμανία να μην διαθέτει βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και πολεμική αεροπορία. Επίσης απαγορεύτηκε η κατασκευή οχυρώσεων, η ύπαρξη Γενικού Επιτελείου, και καταργήθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Βάσει των προϋποθέσεων αυτών δημιουργήθηκε στις 23 Μαρτίου 1921 η Ράιχσβερ (Reichswehr). Στόχος της γερμανικής στρατιωτικής πολιτικής, όμως, ήταν από την αρχή η δημιουργία ισχυρών ενόπλων δυνάμεων κατά παράβαση των επιταγών της συνθήκης των Βερσαλλιών. Έτσι άρχισε, μετά την συνθήκη του Ραπάλλο το 1922, κρυφή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Ράιχσβερ και του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού. Επίσης, η στελέχωση της Ράιχσβερ σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς ήταν δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με το συνολικό δυναμικό της. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις να επεκταθούν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Τον Φεβρουάριο 1923 ο αρχηγός του νέου Truppenamt ("Γραφείο Στρατευμάτων", το κρυφό Γενικό Επιτελείο) υποστράτηγος Ότο Χάσσε μετέβη στη Μόσχα για μυστικές διαπραγματεύσεις. Αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία να υποστηρίξει την σοβιετική βιομηχανοποίηση. Επίσης, στρατιωτικοί διοικητές του Κόκκινου Στρατού διευκολύνθηκαν στην δημιουργία γενικού επιτελείου, απορροφώντας τη σχετική Γερμανική τεχνογνωσία. Σε αντιστάθμιση αυτών, η Ράιχσβερ εφοδιάστηκε με πυρομαχικά πυροβολικού και χημικά όπλα που κατασκευάζονταν στην ΕΣΣΔ, ενώ επίσης απέκτησε την δυνατότητα εκπαίδευσης πιλότων και οδηγών τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης στην ΕΣΣΔ. Στο αεροδρόμιο του Lipezk εκπαιδεύτηκαν 120 περίπου πιλότοι καταδιωκτικών, ο κορμός της κατοπινής Jagdfliegerwaffe (καταδιωκτικής αεροπορίας). Μετά το 1930 εκπαιδεύτηκαν στο Καζάν ειδικοί τεθωρακισμένων οχημάτων, ο αριθμός των οποίων, όμως, δεν ξεπέρασε τους 30. Πειράματα με πολεμικά χημικά αέρια πραγματοποιήθηκαν στο Σαράτοφ.

Ο όρκος του Γερμανού στρατιώτη
Αμέσως μετά το θάνατο του Προέδρου του Ράιχ Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο Χίτλερ ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχηγού κράτους, και οι ένοπλες δυνάμεις ορκίστηκαν στις 2 Αυγούστου 1934 απόλυτη υπακοή και αφοσίωση στο πρόσωπό του. Πολλοί στρατιώτες ανέφεραν αργότερα τον όρκο αυτό ως λόγο για τον οποίο δεν προέβαλαν αντίσταση ενάντια στις εντολές της ηγεσίας, που διέτασσαν εγκληματικές ενέργειες, ή για την απροθυμία τους να συνεργαστούν με την εσωτερική αντίσταση, ώστε να ανατρέψουν τον Χίτλερ.
"Ich schwöre bei Gott diesen heiligen Eid, dass ich dem Führer des Deutschen Reiches und Volkes Adolf Hitler, dem Oberbefehlshaber der Wehrmacht, unbedingten Gehorsam leisten und als tapferer Soldat bereit sein will, jederzeit für diesen Eid mein Leben einzusetzen."
"Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου." (Όρκος του Γερμανού στρατιώτη, ισχύων από τις 2 Αυγούστου 1934).
Η σημασία αυτού του όρκου δεν ήταν τόσο απλή, όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται: "Έδενε" τους ανώτατους αξιωματικούς της λεγόμενης "Πρωσικής Σχολής", οι οποίοι είχαν πείσμονες αντιλήψεις περί στρατιωτικής τιμής, σε υπακοή απέναντι στον Φύρερ, ανεξάρτητα από την κατάσταση του στρατεύματος ή της χώρας. Ο όρκος αυτός ήταν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας κατά τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε υπήρξαν αρκετές συνωμοσίες για την εξόντωση του Χίτλερ. Ελάχιστοι ήταν οι ανώτατοι αξιωματικοί που δέχτηκαν να τον παραβούν και να συμμετάσχουν σε κινήσεις είτε για την ανατροπή είτε για την εξόντωση του δικτάτορα.

Οργάνωση μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στις 16 Μαρτίου 1935 καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία με βάση το "Gesetz über den Aufbau der Wehrmacht" ("νόμος για την οργάνωση των αμυντικών δυνάμεων") ο οποίος παραβίαζε τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Το 1936 τα χιτλερικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Ρηνανία, η οποία, βάσει της συνθήκης των Βερσαλλιών, αποτελούσε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Μέχρι το 1939 υλοποιήθηκε ο σχηματισμός 12 Σωμάτων Στρατού, συνολικής δύναμης 38 μεραρχιών και 580.000 στρατιωτών. Ακολούθησε τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1939 η επιστράτευση εφέδρων. Όμοια ανάπτυξη γνώρισε και η Πολεμική Αεροπορία Luftwaffe, με κύριο οργανωτικό υπεύθυνο τον Έρχαρντ Μιλχ και το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), με οργανωτή τον Μέγα Ναύαρχο Έριχ Ραίντερ και στον τομέα των υποβρυχίων με οργανωτικό και επιχειρησιακό υπεύθυνο τον Καρλ Ντένιτς.

Παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου
Η επιθέσεις της Βέρμαχτ ενάντια σε πολυάριθμα κράτη δίχως κήρυξη πολέμου όπως και ο τρόπος με τον οποίο διεξάχθηκαν οι πόλεμοι αποτέλεσαν παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Σε συνεργασία με την SS και τα Einsatzgruppen (βάσει των προδιαγραφών Richtlinien zur Zusammenarbeit des Heeres mit den Einsatzgruppen) συνέβαλε έμμεσα και άμεσα στην γενοκτονία χιλιάδων ανθρώπων. Στα πλαίσια αυθαίρετων μαζικών εκτελέσεων βρήκαν τον θάνατο πολυάριθμοι Πολωνοί, σοβιετικοί, στο τέλος, και Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου. Κομισάριοι και γυναίκες που βρίσκονταν μεταξύ των σοβιετικών αιχμάλωτων εκτελούνταν αμέσως (Διαταγή του Χίτλερ με την ονομασία "Komissarbefehl"). Οι υπόλοιποι παραδίδονταν στα SS. Πέραν αυτών, η Βέρμαχτ συνέβαλε ενεργά στην εξόντωση άμαχου πληθυσμού στην ανατολική Ευρώπη, όπως π.χ. στη Λευκορωσία, όπου σε συνεργασία με την SS κατέστρεψε μεταξύ Ιουνίου 1941 και Ιουλίου 1944 209 πόλεις και 9200 χωριά.

Απώλειες
Οι απώλειες ανήλθαν σε περίπου 5.300.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ νεκρούς στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο πραγματικός αριθμός, όμως, εκτιμάται πως είναι μεγαλύτερος, αφού από τους 11.000.000 αιχμαλώτους πολέμου πολλοί δεν γύρισαν μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο ακριβής αριθμός τους δεν έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα.

Συνεργάτες κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ιταλία (μέχρι αρχές 1945)
Ιαπωνία (μέχρι τις 7 Μαΐου 1945, υποστήριξη μέσω τεχνολογίας)
Φινλανδία (μέχρι αρχές 1944)
Ρουμανία (μέχρι τέλη 1944)
Ουγγαρία (μέχρι τέλη 1944)
Σλοβακία (μέχρι αρχές 1945)
Βουλγαρία (μέχρι τέλη 1944)
Ισπανία (επίσημα ουδέτερη, έστειλε μια μεραρχία εθελοντών με την ονομασία "Αθούλ" (Azul) κατά της ΕΣΣΔ)
Επίσης, σχηματίστηκαν ειδικές μονάδες από κατεχόμενες χώρες όπως Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία και Νορβηγία, κυρίως για δράση στο Ανατολικό Μέτωπο ή κατά ανταρτικών οργανώσεων καθώς και στρατιωτικοί σχηματισμοί από εθελοντές κατεχόμενων ή συμπαθουσών χωρών, με την γενική ονομασία "Osttruppen".

Στρατιωτικά θεμέλια
Στρατιωτικά θεμέλια της Βέρμαχτ ήταν η «Auftragstaktik», που της επέτρεπε μοναδική τακτική ευελιξία, η ρεαλιστική εκπαίδευση, η πειθαρχία και η απόλυτη υπακοή.
Η εξαιρετικά μεγάλη μαχητικότητα της Βέρμαχτ εξετάζεται και συγκρίνεται αναλυτικά από τον καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας Μάρτιν βαν Κρέβελντ, ο οποίος καταλήγει (όπως και άλλοι) στο εξής συμπέρασμα: "Ο γερμανικός στρατός ήταν άριστη πολεμική οργάνωση. Όσον αφορά ηθικό, ενθουσιασμό και προσαρμοστικότητα ήταν, πιθανώς, ο κορυφαίος στρατός του 20ού αιώνα." Ο Γάλλος ιστορικός Φιλίπ Μασόν έκανε ανάλογη εκτίμηση (βλ. βιβλιογραφία).

Εξοπλισμός, οπλισμός, στολές
Η Βέρμαχτ μερικώς ήταν πολύ σύγχρονα εξοπλισμένη, αλλά οι περιορισμένοι πόροι της Γερμανίας και η πρόωρη κήρυξη του πολέμου, προτού ολοκληρωθεί το πρόγραμμα επανεξοπλισμού, δεν επέτρεψαν την εκ των προτέρων εξασφάλιση σύγχρονου εξοπλισμού για όλες τις μονάδες.
Οι στολές βασίζονταν στις παλιές στολές της Ράιχσβερ. Το 1933/34 έδωσε ο ίδιος ο Χίτλερ την εντολή για τον σχεδιασμό του "Hoheitsadler" (εθνόσημο με μορφή αετού), ο οποίος στις 17 Φεβρουαρίου 1934 επισήμως έγινε μέρος της στρατιωτικής στολής. Ο αετός βρίσκονταν κεντημένος στο δεξί στήθος των χιτωνίων.
Διαφοροποίηση: Οι αετοί των υπαξιωματικών και στρατιωτών ήταν κεντημένοι με μηχανή, ενώ των αξιωματικών συνήθως με το χέρι. Οι "Hoheitsadler" των στρατηγών πάντα ήταν κεντημένοι με χρυσό.
Ενώ μέχρι σήμερα διατηρείται η εικόνα της Βέρμαχτ ως οπλισμένης δύναμης υψηλής τεχνολογίας, στην πραγματικότητα λιγότερο από 40 τοις εκατό όλων των μονάδων ήταν μηχανοκίνητες. Τα υπόλοιπα 60 τοις εκατό είχαν στην διάθεσή τους άλογα, τα οποία μετακινούσαν το προσωπικό, τις κουζίνες στρατού και τον ανεφοδιασμό. Οι μονάδες μάχης προχωρούσαν με τα πόδια, μερικώς και με ποδήλατα, εφόσον υπήρχαν.
Επίσης και ο οπλισμός τής, κατά τα άλλα σύγχρονης Βέρμαχτ, αρχικά δεν ήταν ικανοποιητικός. Έτσι, π.χ., οι πρώτες μάχες διεξήχθησαν με τους στρατιώτες να διαθέτουν κατά κύριο λόγο τυφέκια (Μάουζερ τύπου 98K) και μικρό αριθμό υποπολυβόλων και βαρέων πολυβόλων υποστήριξης. Τα "Μάουζερ" ήταν διαθέσιμα σε μεγάλους αριθμούς. Υπήρξαν ιδιαιτέρως εύστοχα και ήταν εν μέρει ανώτερα των τυφεκίων άλλων χωρών. Απαιτούσαν επίσης μικρή συντήρηση, πράγμα που τα έκανε αρκετά δημοφιλή. Ως προς το υποπολυβόλο, η Βέρμαχτ διέθετε τον τύπο MP40, το οποίο ήταν στον μέσο όρο της κατηγορίας (θεωρείται εφάμιλλο του αμερικανικού Τόμσον). Το καλύτερο, ίσως, μικρό όπλο της Βέρμαχτ ήταν το MP44, το οποίο δεν πρόλαβε να παραχθεί σε επαρκείς ποσότητες, μια και τέθηκε σε παραγωγή μόλις το 1944. Διέθετε γεμιστήρα 30 βλημάτων και μπορούσε να ρυθμιστεί ώστε να εκτελεί βολή κατά βολή, βολή κατά ριπάς ή συνεχόμενη (μέχρις εξαντλήσεως του γεμιστήρα). Μερικοί ειδικοί στα μικρά όπλα θεωρούν ότι, αν είχε εμφανισθεί νωρίτερα, θα μπορούσε να είχε μεταβάλει την εξέλιξη του πολέμου (ιδιαίτερα στη Ρωσία).
Ιδιαίτερα επιτυχημένο, ως προς τον χειρισμό, την ευχρηστία, την ταχύτητα πυρός και την ευθυβολία θεωρείται, επίσης, το μέσο πολυβόλο MG42 (στο οποίο είχε αποδοθεί το προσωνύμιο "Σπάνταου").
Η ανάπτυξη τεθωρακισμένων στρατευμάτων μεγάλης μαχητικής ικανότητας – σε στενή συνεργασία με την πολεμική αεροπορία – εξασφάλισαν τις πρώτες θριαμβευτικές νίκες ("blitzkrieg", κεραυνοβόλος πόλεμος) της Βέρμαχτ. Οι πολυάριθμες επιρροές της πολιτικής ηγεσίας του τότε ναζιστικού καθεστώτος όμως, ιδιαίτερα οι τακτικές και στρατηγικές αποφάσεις του Χίτλερ, στάθηκαν υπαίτιες για τις μεγάλες κρίσεις και ήττες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γρήγορες νίκες κατά της Πολωνίας και Γαλλίας είχαν ως επακόλουθο να σωπάσουν οι επικριτικές φωνές της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας απέναντι στο νέο σύστημα του εξοπλισμού πλάτους εις βάρος του εξοπλισμού βάθους, ενώ ενισχύθηκε και το δόγμα περί της ιδιοφυΐας και του "αλάθητου" του Φύρερ, το οποίο αργότερα αποδείχθηκε μοιραίο στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες και αποτυχίες της Βέρμαχτ περιγράφονται στο άρθρο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου