Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 γνωστοί και ως Αγώνες της 1ης Ολυμπιάδας, ήταν η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων μετά την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Διοργανώθηκε στην Αθήνα από τις 25 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου 1896 (6 Απριλίου - 15 Απριλίου με το γρηγοριανό Ημερολόγιο).
Επειδή η Αρχαία Ελλάδα ήταν το μέρος που "γεννήθηκαν" οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Αθήνα θεωρήθηκε ως η ιδανικότερη επιλογή για να φιλοξενήσει και την πρώτη διεξαγωγή των σύγχρονων. Η επιλογή της διοργανώτριας χώρας έγινε σε συνέδριο που οργάνωσε ο Πιερ ντε Κουμπερτέν, Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός, στο Παρίσι, στις 23 Ιουνίου 1894. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) ιδρύθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου.
Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρ'όλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Μετά το τέλος των Αγώνων, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία, αλλά επισκιάστηκαν από τη Διεθνή Έκθεση που συνδιοργανώθηκε εκείνη την περίοδο στην πόλη του Παρισιού. Από τότε, εκτός των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η Ολυμπιάδα.
Αναβίωση των Αγώνων
Κατά τον 19ο αιώνα, αρκετά -μικρής κλίμακας- αθλητικά φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη θεωρήθηκαν ως η συνέχεια των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες (ή Ολύμπια) που χρηματοδοτήθηκαν από τον Ευάγγελο Ζάππα και διεξήχθησαν τα έτη 1859, 1870, 1875 και 1888-1889. Μάλιστα τα Ολύμπια του 1870 στο ανακαινισμένο -τότε- Παναθηναϊκό Στάδιο συγκέντρωσαν κοινό 30.000 θεατών.
Στις 18 Ιουνίου 1894, ο Κουμπερτέν οργάνωσε συνέδριο στο Παρίσι, όπου παρουσίασε τα σχέδιά του σε εκπροσώπους αθλητικών επιτροπών από 11 χώρες. Μετά την αποδοχή των προτάσεών του, έπρεπε να επιλεχθεί η ημερομηνία διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κουμπερτέν πρότεινε να διεξαχθούν οι πρώτοι Αγώνες στο Παρίσι το 1900, όπου και θα συνέπιπταν με τη Διεθνή Έκθεση που θα διοργανωνόταν εκείνη την περίοδο στην πόλη. Οι εκπρόσωποι των χωρών, όμως, θεώρησαν πως μια περίοδος αναμονής έξι ετών θα μείωνε το ενδιαφέρον του κοινού και αποφάσισαν έτσι οι Αγώνες να διεξαχθούν το 1896.
« Με βαθύ αίσθημα απέναντι στην ευγενική αναφορά του βαρόνου Ντε Κουμπερτέν, στέλνω σε εκείνον και στα μέλη του συνεδρίου, μαζί με τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες, τις καλύτερες ευχές για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. »
—Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας (21 Ιουνίου 1894)
Το επόμενο θέμα που έπρεπε να λυθεί ήταν η επιλογή της διοργανώτριας πόλης. Παραμένει ακόμη μυστήριο πως επιλέχθηκε τελικά η Αθήνα να διοργανώσει τους Αγώνες. Κάποιες πηγές αναφέρουν πως τα μέλη του συνεδρίου πρότειναν αρχικά το Λονδίνο, αλλά ο Κουμπερτέν διαφωνούσε. Μετά από σύντομη συζήτηση με τον Έλληνα εκπρόσωπο Δημήτριο Βικέλα, ο Κουμπερτέν πρότεινε την Αθήνα.
Ο Βικέλας επισημοποίησε την πρόταση στις 23 Ιουνίου και οι εκπρόσωποι ενέκριναν ομόφωνα αυτή την απόφαση, μιας και η Ελλάδα ήταν ο επίσημος τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων κατά την αρχαιότητα. Επιπλέον, ο Βικέλας εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ).
Οργάνωση
Η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα έτυχε μεγάλης αποδοχής από το ελληνικό κοινό, τον τύπο και τη βασιλική οικογένεια. Σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, "ο διάδοχος Κωνσταντίνος έμαθε με μεγάλη χαρά ότι οι Αγώνες θα αναβιώσουν στην Αθήνα". Επίσης, ο Κουμπερτέν επιβεβαίωσε ότι "ο βασιλιάς και ο διάδοχος θα παρέχουν την υποστήριξή τους στη διοργάνωση αυτών των Αγώνων".
Όμως, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν άσχημη, ενώ υπήρχε αστάθεια με τη συνεχή εναλλαγή στην πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, τόσο ο πρωθυπουργός Τρικούπης, όσο και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε προσπαθήσει να οργανώσει μια σειρά εθνικών Ολυμπιάδων στο παρελθόν, πίστευαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διοργανώσει τη μεγάλη αυτή διοργάνωση. Το 1894, η οργανωτική επιτροπή υπό τον Στέφανο Σκουλούδη παρουσίασε έκθεση για το κόστος των Αγώνων. Το κόστος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις του Κουμπερτέν. Δήλωσαν πως οι Αγώνες είναι αδύνατον να διεξαχθούν και παραιτήθηκαν. Το συνολικό κόστος της διοργάνωσης εκτιμήθηκε στα 3.740.000 δραχμές.
Με αμφίβολη την προοπτική της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας ξεκίνησαν μία εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το Ολυμπιακό κίνημα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από τον Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895.
Ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου πυροδότησε ένα "κύμα" δωρεών από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές και από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Με παράκληση του Κωνσταντίνου, ο επιχειρηματίας Γεώργιος Αβέρωφ συμφώνησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε 920.000 δραχμές περίπου. Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Απριλίου 1896.
Η εμπειρία διοργάνωσης αγώνων ήταν σχετικά μηδαμινή στην Ελλάδα και έτσι η οργανωτική επιτροπή αντιμετώπισε δυσκολίες. Τα καθήκοντα τους ήταν θέσπιση των κανόνων των αγωνισμάτων και η πρόσκληση των αθλητών. Μερικοί αθλητές πήραν μέρος στους Αγώνες επειδή έτυχε να βρεθούν στην Αθήνα εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία (κάποιοι Βρετανοί συμμετέχοντες εργάζονταν στη Βρετανική πρεσβεία). Ολυμπιακό χωριό δεν υπήρχε και οι αθλητές όφειλαν να πληρώσουν μόνοι τους τα έξοδα διαμονής τους.
Ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, επέτρεπε μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με εξαίρεση τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διεξήχθησαν κάτω από ερασιτεχνικούς κανόνες. Οι κριτές έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: Αλυτάρχης, Έφοροι, Ελλανοδίκες. Τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος και σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, "η παρουσία του έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων".
Γυναικεία συμμετοχή
Στις γυναίκες δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Σταμάτα Ρεβίθη όμως, μητέρα ενός αγοριού 17 μηνών, έτρεξε στη διαδρομή του μαραθωνίου στις 11 Απριλίου, την επόμενη δηλαδή ημέρα από τον επίσημο αγώνα των ανδρών. Αν και δεν της επετράπη να εισέλθει στο στάδιο στο τέλος της κούρσας της, η Ρεβίθη ολοκλήρωσε τον μαραθώνιο σε 5 ώρες και 30 λεπτά και εξασφάλισε μαρτυρίες που επιβεβαίωναν εγγράφως το χρόνο έναρξης και τερματισμού της. Η Ρεβίθη σκόπευε να υποβάλλει αυτά τα έγγραφα στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, ελπίζοντας πως θα αναγνωριζόταν το κατόρθωμά της. Έως σήμερα πάντως δεν έχουν βρεθεί ούτε οι αναφορές της, ούτε έγγραφα της Επιτροπής που να μας διαφωτίζουν για το αν τελικά το έπραξε.
Τελετή έναρξης
Η έναρξη των Αγώνων της 1ης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), που συνέπιπτε με τη Δευτέρα του Πάσχα για τους ορθοδόξους και τους καθολικούς, αλλά και με την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ενώ το πλήθος κατέκλυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο από νωρίς το μεσημέρι. Το Στάδιο ήταν κατάμεστο από 80.000 θεατές και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν καταπληκτική. Κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν οι συμμετοχές των Ελλήνων αθλητών και η προσδοκία για κατάκτηση μεταλλίων. Παρόντες ήταν επίσης η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και πολλοί άλλοι.
Μετά την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τα εξής λόγια: "Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!".
Ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών. Στη συνέχεια, εννέα μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το κοινό. Ακολούθησε η έπαρση της Ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου από μπάντα όπου κυριαρχούσαν οι φλογέρες και στη συνέχεια η παρέλαση των αθλητών
Τελετή λήξης
Η παρέλαση των νικητών κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης, με πρώτο τον Σπύρο Λούη.
Κύριο λήμμα: Τελετή λήξης Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων 1896
Το πρωί της Κυριακής 12 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος οργάνωσε ένα επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα προς τιμήν των ολυμπιονικών, των ξένων αθλητών, των κριτών και των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου (αν και κάποια αγωνίσματα δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί). Κατά την ομιλία του στο τέλος του προγεύματος, ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του θα έπρεπε οι Αγώνες να διεξάγονται μόνιμα στην Αθήνα.
Η επίσημη τελετή λήξης πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 15 Απριλίου, αφού είχε αναβληθεί την προηγούμενη ημέρα λόγω κακοκαιρίας. Η βασιλική οικογένεια βρισκόταν και πάλι εκεί για να παρακολουθήσει την τελετή, η οποία "άνοιξε" με τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά από τον Τζορτζ Ρόμπερτσον (Βρετανό αθλητή και λόγιο).
Στη συνέχεια, ο βασιλιάς βράβευσε τους νικητές των Αγώνων. Οι νικητές έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο.
Μερικοί από τους νικητές πήραν κάποια επιπλέον βραβεία, όπως ο Σπύρος Λούης που πήρε ένα κύπελλο από τον Μισέλ Μπρεάλ, φίλο του Κουμπερτέν, ο οποίος είχε εμπνευστεί το αγώνισμα του μαραθωνίου. Με τον αλυτάρχη Κωνσταντίνο Μάνο στην κεφαλή, ο Λούης οδήγησε τους αθλητές που πήραν μετάλλια σε ένα γύρο του θριάμβου γύρω από το Στάδιο, ενώ παιζόταν ο Ολυμπιακός Ύμνος.
Στο τέλος της παρέλασης, ο βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε μεγαλόφωνα: "Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων". Στη συνέχεια αποχώρησε από το Στάδιο, ενώ η μπάντα έπαιζε τον Εθνικό ύμνο και το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ακολούθησε πορεία προς τα Ανάκτορα από το ενθουσιασμένο πλήθος, ενώ το βράδυ φωταγωγήθηκε με πυρσούς η Ακρόπολη και τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποίησαν τους προβολείς τους για να φωτίσουν τον αττικό ουρανό, κλείνοντας έτσι με θεαματικό τρόπο τους Αγώνες
phgh: el.wikipedia.org
Επειδή η Αρχαία Ελλάδα ήταν το μέρος που "γεννήθηκαν" οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Αθήνα θεωρήθηκε ως η ιδανικότερη επιλογή για να φιλοξενήσει και την πρώτη διεξαγωγή των σύγχρονων. Η επιλογή της διοργανώτριας χώρας έγινε σε συνέδριο που οργάνωσε ο Πιερ ντε Κουμπερτέν, Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός, στο Παρίσι, στις 23 Ιουνίου 1894. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) ιδρύθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου.
Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρ'όλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Μετά το τέλος των Αγώνων, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία, αλλά επισκιάστηκαν από τη Διεθνή Έκθεση που συνδιοργανώθηκε εκείνη την περίοδο στην πόλη του Παρισιού. Από τότε, εκτός των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η Ολυμπιάδα.
Αναβίωση των Αγώνων
Κατά τον 19ο αιώνα, αρκετά -μικρής κλίμακας- αθλητικά φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη θεωρήθηκαν ως η συνέχεια των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες (ή Ολύμπια) που χρηματοδοτήθηκαν από τον Ευάγγελο Ζάππα και διεξήχθησαν τα έτη 1859, 1870, 1875 και 1888-1889. Μάλιστα τα Ολύμπια του 1870 στο ανακαινισμένο -τότε- Παναθηναϊκό Στάδιο συγκέντρωσαν κοινό 30.000 θεατών.
Στις 18 Ιουνίου 1894, ο Κουμπερτέν οργάνωσε συνέδριο στο Παρίσι, όπου παρουσίασε τα σχέδιά του σε εκπροσώπους αθλητικών επιτροπών από 11 χώρες. Μετά την αποδοχή των προτάσεών του, έπρεπε να επιλεχθεί η ημερομηνία διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κουμπερτέν πρότεινε να διεξαχθούν οι πρώτοι Αγώνες στο Παρίσι το 1900, όπου και θα συνέπιπταν με τη Διεθνή Έκθεση που θα διοργανωνόταν εκείνη την περίοδο στην πόλη. Οι εκπρόσωποι των χωρών, όμως, θεώρησαν πως μια περίοδος αναμονής έξι ετών θα μείωνε το ενδιαφέρον του κοινού και αποφάσισαν έτσι οι Αγώνες να διεξαχθούν το 1896.
« Με βαθύ αίσθημα απέναντι στην ευγενική αναφορά του βαρόνου Ντε Κουμπερτέν, στέλνω σε εκείνον και στα μέλη του συνεδρίου, μαζί με τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες, τις καλύτερες ευχές για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. »
—Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας (21 Ιουνίου 1894)
Το επόμενο θέμα που έπρεπε να λυθεί ήταν η επιλογή της διοργανώτριας πόλης. Παραμένει ακόμη μυστήριο πως επιλέχθηκε τελικά η Αθήνα να διοργανώσει τους Αγώνες. Κάποιες πηγές αναφέρουν πως τα μέλη του συνεδρίου πρότειναν αρχικά το Λονδίνο, αλλά ο Κουμπερτέν διαφωνούσε. Μετά από σύντομη συζήτηση με τον Έλληνα εκπρόσωπο Δημήτριο Βικέλα, ο Κουμπερτέν πρότεινε την Αθήνα.
Ο Βικέλας επισημοποίησε την πρόταση στις 23 Ιουνίου και οι εκπρόσωποι ενέκριναν ομόφωνα αυτή την απόφαση, μιας και η Ελλάδα ήταν ο επίσημος τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων κατά την αρχαιότητα. Επιπλέον, ο Βικέλας εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ).
Οργάνωση
Η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα έτυχε μεγάλης αποδοχής από το ελληνικό κοινό, τον τύπο και τη βασιλική οικογένεια. Σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, "ο διάδοχος Κωνσταντίνος έμαθε με μεγάλη χαρά ότι οι Αγώνες θα αναβιώσουν στην Αθήνα". Επίσης, ο Κουμπερτέν επιβεβαίωσε ότι "ο βασιλιάς και ο διάδοχος θα παρέχουν την υποστήριξή τους στη διοργάνωση αυτών των Αγώνων".
Όμως, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν άσχημη, ενώ υπήρχε αστάθεια με τη συνεχή εναλλαγή στην πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, τόσο ο πρωθυπουργός Τρικούπης, όσο και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε προσπαθήσει να οργανώσει μια σειρά εθνικών Ολυμπιάδων στο παρελθόν, πίστευαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διοργανώσει τη μεγάλη αυτή διοργάνωση. Το 1894, η οργανωτική επιτροπή υπό τον Στέφανο Σκουλούδη παρουσίασε έκθεση για το κόστος των Αγώνων. Το κόστος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις του Κουμπερτέν. Δήλωσαν πως οι Αγώνες είναι αδύνατον να διεξαχθούν και παραιτήθηκαν. Το συνολικό κόστος της διοργάνωσης εκτιμήθηκε στα 3.740.000 δραχμές.
Με αμφίβολη την προοπτική της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας ξεκίνησαν μία εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το Ολυμπιακό κίνημα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από τον Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895.
Ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου πυροδότησε ένα "κύμα" δωρεών από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές και από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Με παράκληση του Κωνσταντίνου, ο επιχειρηματίας Γεώργιος Αβέρωφ συμφώνησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε 920.000 δραχμές περίπου. Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Απριλίου 1896.
Η εμπειρία διοργάνωσης αγώνων ήταν σχετικά μηδαμινή στην Ελλάδα και έτσι η οργανωτική επιτροπή αντιμετώπισε δυσκολίες. Τα καθήκοντα τους ήταν θέσπιση των κανόνων των αγωνισμάτων και η πρόσκληση των αθλητών. Μερικοί αθλητές πήραν μέρος στους Αγώνες επειδή έτυχε να βρεθούν στην Αθήνα εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία (κάποιοι Βρετανοί συμμετέχοντες εργάζονταν στη Βρετανική πρεσβεία). Ολυμπιακό χωριό δεν υπήρχε και οι αθλητές όφειλαν να πληρώσουν μόνοι τους τα έξοδα διαμονής τους.
Ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, επέτρεπε μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με εξαίρεση τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διεξήχθησαν κάτω από ερασιτεχνικούς κανόνες. Οι κριτές έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: Αλυτάρχης, Έφοροι, Ελλανοδίκες. Τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος και σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, "η παρουσία του έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων".
Γυναικεία συμμετοχή
Στις γυναίκες δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Σταμάτα Ρεβίθη όμως, μητέρα ενός αγοριού 17 μηνών, έτρεξε στη διαδρομή του μαραθωνίου στις 11 Απριλίου, την επόμενη δηλαδή ημέρα από τον επίσημο αγώνα των ανδρών. Αν και δεν της επετράπη να εισέλθει στο στάδιο στο τέλος της κούρσας της, η Ρεβίθη ολοκλήρωσε τον μαραθώνιο σε 5 ώρες και 30 λεπτά και εξασφάλισε μαρτυρίες που επιβεβαίωναν εγγράφως το χρόνο έναρξης και τερματισμού της. Η Ρεβίθη σκόπευε να υποβάλλει αυτά τα έγγραφα στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, ελπίζοντας πως θα αναγνωριζόταν το κατόρθωμά της. Έως σήμερα πάντως δεν έχουν βρεθεί ούτε οι αναφορές της, ούτε έγγραφα της Επιτροπής που να μας διαφωτίζουν για το αν τελικά το έπραξε.
Τελετή έναρξης
Η έναρξη των Αγώνων της 1ης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), που συνέπιπτε με τη Δευτέρα του Πάσχα για τους ορθοδόξους και τους καθολικούς, αλλά και με την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ενώ το πλήθος κατέκλυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο από νωρίς το μεσημέρι. Το Στάδιο ήταν κατάμεστο από 80.000 θεατές και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν καταπληκτική. Κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν οι συμμετοχές των Ελλήνων αθλητών και η προσδοκία για κατάκτηση μεταλλίων. Παρόντες ήταν επίσης η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και πολλοί άλλοι.
Μετά την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τα εξής λόγια: "Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!".
Ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών. Στη συνέχεια, εννέα μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το κοινό. Ακολούθησε η έπαρση της Ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου από μπάντα όπου κυριαρχούσαν οι φλογέρες και στη συνέχεια η παρέλαση των αθλητών
Τελετή λήξης
Η παρέλαση των νικητών κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης, με πρώτο τον Σπύρο Λούη.
Κύριο λήμμα: Τελετή λήξης Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων 1896
Το πρωί της Κυριακής 12 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος οργάνωσε ένα επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα προς τιμήν των ολυμπιονικών, των ξένων αθλητών, των κριτών και των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου (αν και κάποια αγωνίσματα δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί). Κατά την ομιλία του στο τέλος του προγεύματος, ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του θα έπρεπε οι Αγώνες να διεξάγονται μόνιμα στην Αθήνα.
Η επίσημη τελετή λήξης πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 15 Απριλίου, αφού είχε αναβληθεί την προηγούμενη ημέρα λόγω κακοκαιρίας. Η βασιλική οικογένεια βρισκόταν και πάλι εκεί για να παρακολουθήσει την τελετή, η οποία "άνοιξε" με τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά από τον Τζορτζ Ρόμπερτσον (Βρετανό αθλητή και λόγιο).
Στη συνέχεια, ο βασιλιάς βράβευσε τους νικητές των Αγώνων. Οι νικητές έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο.
Μερικοί από τους νικητές πήραν κάποια επιπλέον βραβεία, όπως ο Σπύρος Λούης που πήρε ένα κύπελλο από τον Μισέλ Μπρεάλ, φίλο του Κουμπερτέν, ο οποίος είχε εμπνευστεί το αγώνισμα του μαραθωνίου. Με τον αλυτάρχη Κωνσταντίνο Μάνο στην κεφαλή, ο Λούης οδήγησε τους αθλητές που πήραν μετάλλια σε ένα γύρο του θριάμβου γύρω από το Στάδιο, ενώ παιζόταν ο Ολυμπιακός Ύμνος.
Στο τέλος της παρέλασης, ο βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε μεγαλόφωνα: "Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων". Στη συνέχεια αποχώρησε από το Στάδιο, ενώ η μπάντα έπαιζε τον Εθνικό ύμνο και το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ακολούθησε πορεία προς τα Ανάκτορα από το ενθουσιασμένο πλήθος, ενώ το βράδυ φωταγωγήθηκε με πυρσούς η Ακρόπολη και τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποίησαν τους προβολείς τους για να φωτίσουν τον αττικό ουρανό, κλείνοντας έτσι με θεαματικό τρόπο τους Αγώνες
phgh: el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου