Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

06 Μαιου 1876: Σφαγή των προξένων: μουσουλμανικός όχλος δολοφονεί στη Θεσσαλονίκη τους προξένους της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκαλεί την οργισμένη αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων.

Στις 6/5/1876  συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη δραματικά γεγονότα που έχουν ως κατάληξη τον φόνο των προξένων δύο ευρωπαϊκών χωρών. Βρισκόμαστε στη δίνη της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος που ξεκίνησε με τις εξεγέρσεις στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1875. Τις ίδιες ημέρες που εξελίσσονται στη Θεσσαλονίκη τα γεγονότα που θα αναφέρουμε παρακάτω ξεκινάει κι η εξέγερση στη Βουλγαρία, που θα καταπνιγεί με ωμότητα από τις οθωμανικές αρχές γεγονός που θα προκαλέσει τη γενική κατακραυγή των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Θα ακολουθήσει ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-78) που θα οδηγήσει τα στρατεύματα του τσάρου έξω από την πρωτεύουσα του σουλτάνου, όπου και θα υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης του Αγίου Στεφάνου, που θα αναθεωρηθεί όμως από το Συνέδριο του Βερολίνου.

Οι πληροφορίες που υπάρχουν για το γεγονός διαφέρουν στις λεπτομέρειες αλλά μπορούμε να σχηματίσουμε μια σχετικά σαφή εικόνα. Το επεισόδιο, λοιπόν, που θα συνταράξει την Ευρώπη ξεκινάει κάπως βορειότερα από τη Θεσσαλονίκη και πιο συγκεκριμένα στη Μπογδάντσα (Μπογκντάντσι, στη Δημ. της Μακεδονίας, κοντά στη Γευγελή, απέναντι από τους Ευζώνους). Εκεί μια νεαρή (12 έως 20 ετών) χριστιανή (σλαβόφωνη, βουλγαρόφωνη ή Βουλγάρα), ονόματι Στεφάνα (Βελίκω την αναφέρει ο Τομανάς, ενώ κι ο Απ. Βακαλόπουλος λέει πως η γραπτή και προφορική παράδοση την αναφέρει ως Βελίνκω κάτι που θεωρεί ανακρίβεια, αλλά είναι μάλλον το ίδιο όνομα στα σλαβικά, μια και η λέξη βελικοματστσένικ σημαίνει στην εκκλησιαστική ορολογία τον πρωτομάρτυρα, δηλ. τον Άγιο Στέφανο), θέλησε (ή εξαναγκάστηκε) να ασπαστεί το ισλάμ προκειμένου να παντρευτεί έναν ντόπιο μουσουλμάνο (ή να μπει στο χαρέμι ενός Οθωμανού αξιωματούχου) κι έτσι έφυγε (ή απήχθη) από το σπίτι της στις 21.4.1876.

Έναν ή ίσως και μισό αιώνα νωρίτερα ο εξισλαμισμός ήταν πολύ εύκολο να γίνει, ενώ η απάρνηση της μουσουλμανικής θρησκείας τιμωρούνταν με θάνατο. Μετά όμως τις διακηρύξεις περί ισονομίας του Χατ-ι-Σερίφ (1839) και Χατ-ι-Χουμαγιούν (1856), παρότι το ισλάμ παρέμενε η κυρίαρχη θρησκεία της αυτοκρατορίας (ο σουλτάνος ήταν άλλωστε και χαλίφης), η μεν αλλαγή θρησκεύματος από αυτό σε κάτι άλλο δεν τιμωρούνταν πλέον με θάνατο, ενώ η προσχώρηση στη μουσουλμανική θρησκεία έπρεπε να ακολουθεί κάποιες διαδικασίες που περιελάμβαναν ενδελεχή εξέταση κάθε ατομικής υπόθεσης από τις αρχές.

Έτσι η νεαρή βρέθηκε με συνοδεία στο τρένο για τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να παρουσιαστεί στον βαλή, στις 5.5. Τυχαία ή όχι, στο ίδιο τρένο επέβαινε κι η μητέρα της (ήταν ορφανή από πατέρα), η οποία φαίνεται ότι συνομίλησε μαζί της στη διάρκεια του ταξιδιού από το Καρασούλι. Φθάνοντας στον Παλιό Σταθμό η μάνα απευθύνθηκε σε άλλους χριστιανούς ζητώντας να τη βοηθήσουν να πάρει πίσω την κόρη της, οπότε μια ομάδα χριστιανών με επικεφαλής τον νεαρό Γεώργιο Άμποτ άρπαξαν την κοπέλα από τη συνοδεία της αλλά επενέβησαν τέσσερις ζαπτιέδες (χωροφύλακες) που ξαναπήραν τη Στεφάνα. Όμως, οι χριστιανοί ανασυγκροτήθηκαν (ήταν πολλοί στα παρακείμενα καφενεία λόγω της εορτής του Αγίου Γεωργίου, με το παλιό ημερολόγιο) και αντεπιτέθηκαν, άρπαξαν ξανά τη νεαρή γυναίκα και την επιβίβασαν (μαζί με τη μητέρα της) στην άμαξα του προξένου των ΗΠΑ Περικλή Χατζηλαζάρου. Εδώ, να διευκρινίσουμε ότι ο μεν Χατζηλαζάρου ήταν ελληνορθόδοξος με ρωσική υπηκοότητα, ενώ η οικογένεια Άμποτ (ή Άββοτ, η οποία υπάρχει ακόμα στη Θεσσαλονίκη) ήταν μια από τις πιο γνωστές της ελληνορθόδοξης κοινότητας που είχε όμως βρετανική υπηκοότητα, οφειλόμενη στον γενάρχη της.

Τα αμάξι οδήγησε τις δυο γυναίκες στο αμερικανικό προξενείο που βρισκόταν τότε στην Εγνατία (αρ. 107, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου), όπου και πέρασαν το βράδυ. Το επόμενο πρωί φυγαδεύτηκαν μέσω της παρακείμενης εκκλησίας του Αγ. Χαραλάμπους σε άλλο χριστιανικό σπίτι του Φραγκομαχαλά. Το ίδιο πρωί όμως πλήθος μουσουλμάνων άρχισε να μαζεύεται στο Σαατλί τζαμί, δίπλα ακριβώς στο Κονάκι (ένα διώροφο κτίριο, έδρα του βαλή, όπου αργότερα χτίστηκε το σημερινό διοικητήριο). Τα πνεύματα ήταν τεταμένα από τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, στην πόλη είχαν ήδη φτάσει μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βοσνία, και το πλήθος ήταν εξοργισμένο τόσο με τους χριστιανούς όσο και με τις ξένες δυνάμεις για την αρπαγή της κοπέλας. Καθώς εκφράζονται φόβοι για σφαγές οι πρόξενοι προσπάθησαν να παρέμβουν στον βαλή, ο οποίος ζητούσε από τον Νικόλαο Χατζηλαζάρου (αδελφό του προξένου) τη γυναίκα, που με τη σειρά του δήλωνε άγνοια για την τύχη της. Τότε κατευθύνθηκαν προς το Κονάκι ο Ζυλ Μουλέν, πρόξενος της Γαλλίας, και ο Ερρίκος Άμποτ (της οικογενείας που αναφέραμε παραπάνω), πρόξενος της Γερμανίας. Οι πρόξενοι δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους καθώς βρέθηκαν στο τζαμί, όπου κρατήθηκαν ως όμηροι για ανταλλαγή με τη νεαρή γυναίκα. Ο βαλής κι ο διοικητής της αστυνομίας προσπάθησαν να κατευνάσουν τους συγκεντρωμένους και να απελευθερώσουν τους προξένους, μάλλον όμως χωρίς ιδιαίτερο ζήλο. Τελικά, ο όχλος εισέβαλε στο δωμάτιο που κρατούνταν ο Μουλέν κι ο Αμπότ και τους σκότωσε χτυπώντας τους με ξύλα και σίδερα.

Λίγα μέτρα πιο κει, ο τρομοκρατημένος βαλής φυγάδευε τον πρόξενο της Βρετανίας Μπλαντ, που είχε κατορθώσει να φτάσει πριν στο Κονάκι, μέσω των δωματίων του χαρεμιού του. Ενώ οι χριστιανοί κλείνονταν στα σπίτια τους κι οι εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι κατέβαιναν προς το Φραγκομαχαλά, ο Αλφρέδος Άμποτ (αδελφός του Ερρίκου) πληροφορήθηκε από τη σύζυγο του Χατζηλαζάρου πως το «μήλον της Έριδος» βρισκόταν στο σπίτι ενός ελληνορθόδοξου υπηκόου Αυστροουγγαρίας, πήγε εκεί, την πήρε και την παρέδωσε στις αρχές, ελπίζοντας να γλυτώσει τον αδελφό του. Ήταν πλέον αργά για τους δύο διπλωμάτες, αλλά η είδηση της παράδοσης της γυναίκας οδήγησε στη διάλυση του πλήθους.

Ήδη όμως είχαν ειδοποιηθεί οι πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη καθώς και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τις επόμενες ημέρες καταφθάνουν στον Θερμαϊκό αρκετά πολεμικά πλοία (δύο βρετανικά, δύο γαλλικά, δύο ιταλικά, ένα γερμανικό, ένα ρωσικό και ένα ελληνικό), στρέφοντας τα κανόνια τους προς την Άνω Πόλη, όπου κατοικούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μουσουλμάνοι. Παράλληλα, καταφθάνουν και ενισχύσεις του οθωμανικού στρατού με πλοία, πάνω στα οποία αρχίζουν οι ανακρίσεις για τους φόνους, καθώς στις 13 και 14.5 συλλαμβάνονται συνολικά 52 άτομα. «Στις 16 Μαΐου 6 από τους κρατούμενους, ασήμαντα άτομα από τις λαϊκές τάξεις, καταδικάζονται σε θάνατο και οδηγούνται στην κρεμάλα, που στήθηκε στο κάτω μέρος της Πλατείας Ελευθερίας κοντά στο λιμάνι». Στις 19.5 έγιναν οι κηδείες των δύο προξένων, παρουσία των ναυτικών αγημάτων και υπό τις ομοβροντίες των πλοίων που είχαν συρρεύσει στην πόλη. Λίγους μήνες αργότερα ο διοικητής της αστυνομίας Σαλίμ μπέης, ο κυβερνήτης της κορβέττας Idjaliè (που ήταν στον Θερμαϊκό τη μέρα των γεγονότων) Ριζά μπέης κι ο Αλτά μπέης, επίσης αξιωματικός του στρατού, καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και καθαίρεση. Σε ένα χρόνο φυλάκιση καταδικάστηκε κι ο βαλής Μεχμέτ Ριφαάτ πασάς.

Σήμερα, καθώς το Σαατλί τζαμί κάηκε στην πυρκαγιά του ’17, έχει απομείνει μόνο ο δρόμος που το χώριζε από το Διοικητηρίο που έχει ονομαστεί οδός Προξένων για να θυμίζει τα συμβάντα του Μαΐου του 1876.
 
Βασική πηγή:
Απόστολος Βακαλόπουλος, «Τα δραματικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης κατά το Μάιο 1876 και οι επιδράσεις τους στο Ανατολικό Ζήτημα», Μακεδονικά, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 193-237.

αντληση από http://www.alterthess.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου