Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

21 Νοεμβρίου 2006: Σε αγώνα για την 5η αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ η ΑΕΚ νικά 1-0 τη Μίλαν.


Στις 21 Νοεμβρίου του 2006 η ΑΕΚ μπροστά σε 60,0000 φίλους της στο ΟΑΚΑ πετυχαίνει μια από τις σημαντικότερες νίκες της ιστορίας της , καθώς νικά για την 5 η αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ 1-0 την Μίλαν, την μετέπειτα κάτοχο του τίτλου.

Αυτό το «τρίποντο», το δεύτερο συνεχόμενο, έφερε τους «κιτρινόμαυρους» μια ανάσα από την επόμενη φάση , τους «16» της ευρωπαϊκής διοργάνωσης, σε έναν όμιλο που υπήρχαν ακόμα οι Λίλ και η Άντερλεχτ. Πλέον οι «κιτρινόμαυροι» κρατούσαν την τύχη στα χέρια τους, έχοντας εξασφαλίσει μια θέση στο Κύπελλο UEFA.

Το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης πέτυχε ο Ζούλιο Σέζαρ, καθώς μετά από την εκτέλεση ενός εκπληκτικού φάουλ, έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του συμπατριώτη του, Ντίντα Μεγάλος πρωταγωνιστής του παιχνιδιού ήταν ο Στεφανο Σορεντίνο. Ο γκολκίπερ της Ένωσης κέρδισε τον Φιλίπο Ιντζάγκι σε τρία τετ α τετ και έγινε ο σωτήρας της ομάδας του.

Οι συνθέσεις των ομάδων
ΑΕΚ (Λορένσο Σέρα Φερέρ): Σορεντίνο, Τσιρίλο, Δέλλας, Παπασταθόπουλος, Τζιωρτζιόπουλος (78΄ Μόρας), Ζήκος, Εμερσον, Τόζερ (66΄ Κυριακίδης), Μαντούκα, Λυμπερόπουλος, Ζούλιο Σέζαρ (86΄ Χετεμάι)

Μίλαν (Κάρλο Αντσελότι): Ντίντα (78΄λ.τρ. Κάλατς), Μπονέρα, Μαλντίνι, Κοστακούρτα (46΄ Γιανκουλόφσκι), Μπρόκι, Πίρλο, Γκουρκούφ, Ζέεντορφ, Κακά, Ιντζάγκι, Ολιβέιρα (70΄ Μποριέλο)

Διαιτητής: Ερικ Μπράαμχααρ (Ολλανδία)

Κίτρινες: Τζιωρτζιόπουλος, Τόζερ - Ολιβέιρα, Ζέεντορφ

21 Νοεμβρίου 1916: Το πλωτό νοσοκομείο Βρετανικός και αδελφό πλοίο του Τιτανικού βυθίζεται ανάμεσα στο ακρωτήριο του Σουνίου και του νησιού Κέα.


Ο Βρεταννικός (Britannic) ήταν ένα από τα μεγαλύτερα υπερωκεάνια της γραμμής του Βορείου Ατλαντικού στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και δεν πρόλαβε να μπεί ποτέ σε ενεργό υπηρεσία λόγω της έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έιναι αρκετά γνωστό επειδή ήταν αδελφό πλοίο του θρυλικού Τιτανικού (Titanic) και του δημοφιλούς Ολύμπικ (Olympic). Καθελκύστηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1914. Μετά την έκρηξη του πολέμου, επιτάχθηκε από το Βρετανικό Ναυαρχείο και μετατράπηκε βιαστικά σε πλωτό νοσοκομείο. Χρησιμοποιήθηκε με την ιδιότητα αυτή από το Βασιλικό Ναυτικό στη Μεσόγειο για την εκκένωση χιλιάδων τραυματιών από τα πολεμικά μέτωπα της Τουρκίας (εκστρατεία Καλλίπολης),των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Στα πλαίσια αυτών των επιχειρήσεων το γιγαντιαίο υπερωκεάνιο ολοκλήρωσε με επιτυχία 5 αποστολές, μεταφέροντας περίπου 15.000 τραυματίες στην Αγγλία.

Κατά τη διάρκεια της έκτης αποστολής, στις 08:00΄ της 21ης Νοεμβρίου 1916 το πλοίο κλυδωνίστηκε απροειδοποίητα από μια ισχυρή έκρηξη ενώ έπλεε στο Στενό της Κέας με προορισμό το νοσοκομειακό σταθμό της Λήμνου. Παρά το γεγονός ότι ο σχεδιασμός του σκάφους είχε βελτιωθεί σημαντικά μετά το ναυάγιο του Τιτανικού, το πλοίο βυθίστηκε ύστερα από μόλις 55 λεπτά. Έρευνες στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αιτία της βύθισης ήταν η πρόσκρουσή σε νάρκη που είχε ποντίσει στην περιοχή το γερμανικό υποβρύχιο U-73 λίγες εβδομάδες πριν.

Τα θύματα ήταν μόνο 30 (21 μέλη του πληρώματος, 9 άνδρες του Βασιλικού Υγειονομικού Σώματος), μιας και μετά το ναυάγιο του Τιτανικού τα πλοία της εποχής ήταν κατάλληλα εξοπλισμένα με σωστικά μέσα, αλλά και επειδή το ναυάγιο έγινε κοντά στην Κέα. Έτσι, τα υπόλοιπα 1.300 περίπου άτομα που επέβαιναν μπόρεσαν να διασωθούν. Τα περισσότερα θύματα σκοτώθηκαν λόγω της πρόωρης καθέλκυσης των σωστικών λέμβων τους. Οι μηχανές του πλοίου δούλευαν ακόμη όταν οι βάρκες αυτές κατέβηκαν, επειδή το πλοίο ήταν κοντά στην ακτή της Κέας και ο πλοίαρχος Τσάρλς Μπάρτλετ (Charles Bartlett) πίστευε πως θα μπορούσε να προσαράξει το πλοίο στην ακτή, αποφεύγοντας τη βύθιση. Έτσι 2-3 λέμβοι παρασύρθηκαν από τη δίνη που δημιουργούσαν οι έλικες και οι επιβαίνοντες κυριολεκτικά κομματιάστηκαν από αυτές. Ελάχιστοι πρόλαβαν να γλυτώσουν και από αυτούς που τα κατάφεραν οι περισσότεροι υπέστησαν ακρωτηριασμούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι ανάμεσα σε αυτούς που γλύτωσαν ήταν η Βάιολετ Τζέσοπ (Violet Jessop), που είχε επιζήσει και απ' το ναυάγιο του Τιτανικού ενώ επέβαινε και στο Ολύμπικ, την ημέρα της σύγκρουσης του με το πολεμικό πλοίο HMS Hawke.

Οι νεκροί αφέθηκαν στην θάλασσα, ενώ οι τραυματίες μεταφέρθηκαν προσωρινά στο λιμάνι της Κέας για λάβουν τις πρώτες βοήθειες. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί του πλοίου κατάφεραν με τα ελάχιστα μέσα που είχαν στην διάθεση τους (κουβέρτες, σωσίβια, στολές) να κατασκευάσουν αυτοσχέδιους επιδέσμους, περιμένοντας την άφιξη των πλοίων διάσωσης στο χώρο του ναυαγίου. Τη διάσωση ανέλαβαν δύο αγγλικά αντιτορπιλλικά, το HMS Scourge και το HMS Heroic, τα οποία μετέφεραν τους διασωθέντες στον Πειραιά και στο Φάληρο το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Συνολικά, πέντε από τους τραυματίες υπέκυψαν στα τραύματα τους μετά τη διάσωση. Οι τέσσερις είναι θαμμένοι στο νεκροταφείο της Δραπετσώνας, στο χώρο που φιλοξενεί τα μνήματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Ο πέμπτος είχε ταφεί αρχικά στο λιμάνι της Κέας αλλά πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι ο τάφος του μεταφέρθηκε σε άλλο νεκροταφείο της Κοινοπολιτείας μερικά χρόνια αργότερα.

Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε σε βάθος 120 μέτρων από τον Ζακ Κουστώ (Jacques Cousteau) το 1975. Ο ίδιος και η ομάδα του ήταν οι πρώτοι που το εξερεύνησαν ένα χρόνο αργότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Βρετανός ερασιτέχνης ιστορικός Σάιμον Μιλς (Simon Mills) αγόρασε το ναυάγιο. Η συνεισφορά του Μιλς στην έρευνα της ιστορίας του πλοίου ήταν μεγάλη, καθώς έγραψε δύο βιβλία, συμμετείχε στην παραγωγή αρκετών τηλεοπτικών προγραμμάτων και είχε βασικό ρόλο στην οργάνωση όλων των καταδυτικών αποστολών που έλαβαν χώρα από το 1995 μέχρι το 2006. Το 2007 ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του "Ιδρύματος Βρεταννικός" (Britannic Foundation) και της θυγατρικής του εταιρείας "Βρετανικός Α.Ε.", που έχει σκοπό την προστασία/διατήρηση του ναυαγίου, την προώθηση της ιστορίας του στο ευρύ κοινό και την οργάνωση των καταδύσεων σε αυτό. Βεβαίως, η αδειοδότηση και η εποπτεία κάθε καταδυτικής δραστηριότητας στο ναυάγιο ανήκουν στην Εφορία Ενάλιων Αρχαιοτήτων (Υπ. Πολιτισμού) καθώς αυτό βρίσκεται μέσα στα Ελληνικά χωρικά ύδατα. Επιπλέον, το ναυάγιο θεωρείται στρατιωτικό νεκροταφείο από τη Βρετανική κυβέρνηση και προστατεύεται και από την αγγλική νομοθεσία.

Η τηλεταινία, παραγωγής 2000, με τίτλο Britannic έχει βασιστεί στην ιστορία του πλοίου αλλά ιστορικά είναι ανακριβής σε πολλά σημεία της.

21 Νοεμβρίου 1877: Ο Τόμας Έντισον ανακοινώνει ότι εφήυρε το φωνόγραφο, ένα μέσο καταγραφής και αναπαραγωγής ήχου.


Ο φωνογράφος, κοινώς γραμμόφωνο, είναι μια από τις πρώιμες συσκευές για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου. Κατασκευάστηκε από τον Αμερικανό Τόμας Άλβα Έντισον (Thomas A. Edison) (1847 – 1931) το 1877. Χρησιμοποιούσε μια βελόνα για να καταγράφει τον ήχο σε ένα κύλινδρο με αυλάκια, επικαλυμμένο με αλουμινόχαρτο, ο οποίος περιστρεφόταν με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα της εγγραφής ήχου με παρόμοιο τρόπο υπήρχε από τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, αλλά ο Έντισον με την κατασκευή του της έδωσε σάρκα και οστά.

Στο φωνογράφο, η βελόνα που κατέγραφε τον ήχο ήταν συνδεδεμένη με ένα είδος φωναγωγού με τρόπο ώστε να λαμβάνει μηχανικά της δονήσεις που προκαλούσε ο ήχος που περνούσε μέσα σ' αυτόν. Η βελόνα παλλόταν κάθετα προς την επιφάνεια του κυλίνδρου και διαμόρφωνε το αλουμινόχαρτο δημιουργώντας "κορφές και κοιλίες". Ο κύλινδρος περιστρεφόταν με το χέρι, με την βοήθεια μιας μανιβέλας, που ήταν προσαρμοσμένη στον άξονά του. Αργότερα ο Έντισον αντί για κυλίνδρους επικαλυμμένους με αλουμινόχαρτο άρχισε να χρησιμοποιεί κέρινους κυλίνδρους στις συσκευές του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δυνατότητα διαγραφής μιας ηχογράφησης, αφαιρώντας την επιφάνεια του κέρινου κυλίνδρου με την χρήση αιχμηρής λεπίδας.

Με βάση αυτή την πρώτη συσκευή, ο επίσης Αμερικανός Emil Berliner (1851-1929), επινόησε δέκα χρόνια αργότερα μια άλλη συσκευή, το γραμμόφωνο (Gramophone), που αντί για κέρινο κύλινδρο χρησιμοποιούσε μια κυκλική πλάκα (δίσκο) από μίγμα γομαλάκας (shellac) για να καταγράφει τον ήχο.

Το έτος 1877 κατέθεσε αίτηση για απόκτηση τίτλου ευρεσιτεχνίας ο ήδη ευρύτερα γνωστός εφευρέτης Τόμας Άλβα Έντισον, με θέμα μία συσκευή, την οποία ονόμασε φωνόγραφο (phonograph) και ήταν ο πρόδρομος του μεταγενέστερου γραμμοφώνου. Η συσκευή αυτή λειτουργούσε με ένα ξύλινο κύλινδρο που περιστρεφόταν χειρονακτικά με μανιβέλα και ο οποίος ήταν καλυμμένος με ένα λεπτό φύλλο κασσιτέρου (Staniol). Μία μεταλλική βελόνα ήταν σταθερά συνδεμένη με μια μεμβράνη, η οποία πραγματοποιούσε ταλαντώσεις λόγω ηχητικών κυμάτων, με αποτέλεσμα η βελόνα να δημιουργεί βαθουλώματα στο φύλλο κασσιτέρου, άλλοτε μεγαλύτερα και άλλοτε μικρότερα, ανάλογα με την ένταση του ήχου. Ένας μηχανικός οδηγός μετακινούσε τη βελόνα αξονικά στον κύλινδρο, ώστε τελικά προέκυπτε ένα σπειροειδές αυλάκι. Όταν γύριζε ο κύλινδρος και πέρναγε η βελόνα πάνω από τη χαραγμένη επιφάνεια, προκαλούσαν τα βαθουλώματα ταλαντώσεις στη μεμβράνη, οι οποίες μετατρέπονταν σε ηχητικά κύματα.

Όπως περιγράφουν άρθρα εφημερίδων της εποχής, η απόδοση της συσκευής του Έντισον ήταν περίπου «άθλια», αλλά ο φωνόγραφος αυτός, τον οποίο ο εφευρέτης του ονόμαζε μηχανή, έκανε τεράστια εντύπωση. Όταν όμως δοκίμαζε ο κόσμος την ποιότητα ήχου, εξανεμιζόταν ο ενθουσιασμός και θεωρούσε τη συσκευή ένα ακριβό παιχνίδι. Η τοποθέτηση του φύλλου κασσιτέρου ήταν περίπλοκη και η αντοχή του σε πολλαπλή χρήση περιορισμένη.

Το έτος 1881 προσπάθησε ο εφευρέτης του τηλεφώνου Μπελ να βελτιώσει το φωνόγραφο του Έντισον. Για το σκοπό αυτό κάλυψε τον ξύλινο κύλινδρο με κερί, πάνω στο οποίο θα χαρασσόταν το αυλάκι του ήχου. Η προσπάθεια αυτή έδωσε καλύτερα αποτελέσματα, κυρίως όμως δεν επέτρεπε την ηχογράφηση άσχετων θορύβων, όπως η κατασκευή του Έντισον. Το 1886 δήλωσε για ευρεσιτεχνία μια όμοια κατασκευή με επίστρωση κεριού στο κύλινδρο ο Charles Sumner Tainter (Ταίιντερ, 1854-1940) και το ονόμασε γραφόφωνο (graphophone). Εναντίον του Ταίιντερ κινήθηκε δικαστικά ο Έντισον, θεωρώντας ότι επρόκειτο για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.

Το 1888 αντικατέστησε ο ίδιος ο Έντισον το φύλλο κασσιτέρου με στρώμα σκληρού κεριού και τοποθέτησε στη συσκευή ένα μηχανικό κινητήρα με βαρύδι. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένας μηχανικός κινητήρας με ελατήριο και μανιβέλα για κούρδισμα και στη συνέχεια, σε μερικά μοντέλα, ένας ηλεκτρικός κινητήρας, αν και οι ηλεκτρικοί κινητήρες ήταν εκείνη την εποχή και για αρκετές δεκαετίες ακόμα ογκώδεις και ακριβοί. Για την ενίσχυση του ήχου χρησιμοποίησε ο Έντισον το χαρακτηριστικό χωνί που βλέπουμε σε εικόνες και φωτογραφίες του φωνογράφου. Οι κύλινδροι του Έντισον περιείχαν μουσική ή ομιλία διάρκειας περίπου 2 λεπτών.

Η νέα αυτή κατασκευή του Έντισον είχε εμπορική επιτυχία, γιατί προσφερόταν για ιδιωτική καταγραφή της φωνής. Για τη μαζική παραγωγή κυλίνδρων με σύντομες μελωδίες της εποχής η εργασία ήταν όμως πολύ κοπιαστική, γιατί έπρεπε η ορχήστρα ή ο τραγουδιστής να επαναλαμβάνουν με μεγάλη ένταση την εκτέλεση του κομματιού μπροστά σε 7-8 φωνογράφους, οι οποίοι παρήγαγαν από ένα κύλινδρο. Μόλις το 1903 κατασκεύασε ο ίδιος ο Έντισον μια μηχανή, η οποία ήταν σε θέση να αντιγράφει έναν αρχικό κύλινδρο.

Το 1886 πρότεινε ο Emile Berliner (Μπερλίνερ, 1851-1929), Αμερικάνος από το Ανόβερο της Γερμανίας, να αντικατασταθεί ο κύλινδρος με «αυλάκι ήχου» του Έντισον, με μία επίπεδη πλάκα όπου, μετά από διάφορες βελτιώσεις, μία ελικοειδής διαδρομή σχημάτιζε ένα συνολικό αυλάκι σε όλη την επιφάνεια της πλάκας και η βελόνα έκανε ταλαντώσεις, εγκάρσια στην κίνηση. Ενώ δηλαδή η κεφαλή της συσκευής του Έντισον εκτελούσε κινήσεις πάνω-κάτω για να ανιχνεύσει τα βαθουλώματα της επιφάνειας, στη συσκευή του Μπερλίνερ έπαιζαν ρόλο τα τοιχώματα του αυλακιού και η βελόνα πραγματοποιούσε κινήσεις δεξιά-αριστερά. Έτσι, ξεπέρασε ο Μπερλίνερ και τον κίνδυνο να συρθεί ενώπιον δικαστηρίων για καταπάτηση ευρεσιτεχνιών του Έντισον. Ο Μπερλίνερ δήλωσε τη συσκευή του για ευρεσιτεχνία και την ονόμασε γραμμόφωνο (grammophone). Αυτή η μέθοδος είχε δοκιμαστεί ήδη από τον Έντισον και από τον Μπελ, αλλά δεν κρίθηκε αξιοποιήσιμη. Να σημειωθεί δε ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 συγχωνεύτηκαν από τις εταιρίες που τις εκμεταλλεύονταν οι ευρεσιτεχνίες του Έντισον και του Μπερλίνερ και έτσι προέκυψε η τεχνολογία των στερεοφωνικών δίσκων.

Ο δίσκος (πλάκα) του Μπερλίνερ, αρχικά με διάμετρο 12 cm που γύρναγε με 150 στροφές ανά λεπτό, πήρε σταδιακά τη μορφή που γνωρίζουμε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα ως δίσκο βινυλίου. Το έτος 1901 κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά δίσκοι με διάμετρο 10" (~25 cm). Μέχρι τότε, οι δίσκοι ήταν μονόπλευροι και από την άλλη πλευρά είχαν διαφημιστικές ετικέτες, περίπου όπως είναι σήμερα τα CD και DVD. To 1904 παρουσίασε η γερμανική εταιρία Odeon τον πρώτο δίσκο διπλής όψης με διαμέτρους 25 και 30 cm και διάρκεια μέχρι 5,5 λεπτά. Αν και τελικά επεβίωσε ακριβώς αυτή η μορφή ηχητικής αποθήκευσης και διατηρήθηκε μέχρι που άρχισε να αντικαθίσταται από τον οπτικό δίσκο (σύμπυκνος δίσκος, compact disk, CD), η ηχητική ποιότητα των δίσκων του Μπερλίνερ ήταν για μερικές δεκαετίες πολύ κατώτερη από αυτή των κυλίνδρων κεριού του Έντισον.

Με τη βελτίωση των ηλεκτρικών κινητήρων και την εισαγωγή του ηλεκτρονικού ενισχυτή, το γραμμόφωνο αντικαταστάθηκε σταδιακά από το ηλεκτρικό γραμμόφωνο που πήρε στην καθημερινή γλώσσα το όνομα pickup (=μαζεύω, συλλέγω, πικάπ). Εντωμεταξύ είχαν αξιοποιηθεί ο ηλεκτρονικός ενισχυτής λυχνιών και οι μικροί ηλεκτρικοί κινητήρες, με τους οποίος πήρε πλέον το γραμμόφωνο και ο ήχος του σημαντικά ανώτερη ποιότητα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ο όρος ηλεκτρόφωνο, ο οποίος όμως χαρακτήριζε στις αρχές του 20ου αιώνα την τηλεφωνική μετάδοση ειδήσεων και γι' αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τις ηλεκτρικές συσκευές αναπαραγωγής ήχου· ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για το μηχανισμό που είναι γνωστός και σαν τζουκ μποξ.

21 Νοεμβρίου 1992: Ο Νίκος Γκάλης αγωνίζεται για πρώτη φορά ως αντίπαλος του Αρη, φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού.


Γιος μεταναστών με καταγωγή από τη Ρόδο (ο πατέρας του ήταν απο τον Άγιο Ισίδωρο της Ρόδου), μεγάλωσε στην Αμερική. Εκεί ασχολήθηκε αρχικά με την πυγμαχία, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η καλαθοσφαίριση, όπου σημείωσε αξιόλογες επιδόσεις με τις ομάδες των σχολείων του. Χάρη σε αυτές, επιλέχθηκε από την ομάδα Boston Celtics στο νούμερο 68 του ντραφτ, αλλά προτίμησε να κάνει καριέρα στην Ελλάδα.

Υπέγραψε συμβόλαιο με τον Άρη Θεσσαλονίκης το 1979, με τον οποίο συνδέθηκε το όνομά του, και με τον οποίο κέρδισε 8 πρωταθλήματα, 5 κύπελλα Ελλάδος και συμμετείχε σε τρία Φάιναλ Φορ.

Το 1992 υπέγραψε συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό, όπου έπαιξε μέχρι το 1994, κέρδισε ένα κύπελλο και συμμετείχε στο Φάιναλ Φορ του Τελ Αβίβ.

Αγωνιζόταν στη θέση του σούτιγκ γκαρντ και σκόραρε με μεγάλη ποικιλία κινήσεων. Αγαπημένη του κίνηση το τζαμπ σουτ από μέση απόσταση ή το λέι απ με σπάσιμο στον αέρα (πολλές φορές με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα να αμύνεται μπροστά του). Το όνομά του έχει συνδεθεί με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μπάσκετ από την Ελλάδα το 1987. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους καλαθοσφαιριστές όλων των εποχών. Η καριέρα του έληξε στις 29 Σεπτεμβρίου 1994, όταν έπειτα από διαφωνία με τον πρόεδρο της ΚΑΕ Παναθηναικός Παύλο Γιαννακόπουλο αλλά και τον προπονητή της ομάδας Κώστα Πολίτη αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.

Ήταν επίλεκτο μέλος των μικτών ομάδων Ευρώπης της εποχής όπου μεσουράνησε.

Μετά την απόσυρσή του από το άθλημα, ασχολήθηκε με τη δημιουργία επιχείρησης (αθλητική κατασκήνωση για παιδιά στη Χαλκιδική). Το 2007 τιμήθηκε με το μετάλλιο τιμής στην Ευρωλίγκα.

21 Νοεμβρίου 2010: Η Λάρισα δίνει το τελευταίο της ματς στο Αλκαζάρ απέναντι στον Πανιώνιο, από τον οποίο ηττήθηκε με 0-1. Από τις 5 Δεκεμβρίου του 2010 η ΑΕΛ μετακόμισε στο δικό της γήπεδο, το AEL FC Arena.


Το στάδιο Αλκαζάρ ήταν έδρα της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής ομάδας της Λάρισας, της ΑΕΛ. Το Αλκαζάρ (σημαίνει κάστρο στα αραβικά) είναι χωρητικότητας 13108 θεατών, κτίστηκε τον Ιανουάριο του 1932.Λίγους μήνες νωρίτερα, ο τότε Δήμαρχος Λάρισας, Μιχαήλ Σάπκας, παραχώρησε δημοτική έκταση 15 στρεμμάτων για τη δημιουργία του. Σε πρώτη φάση διαμορφώθηκε ο αγωνιστηκός χώρος και δημιουργήθηκε περίφραξη με πασαλόξυλα και τσιγκους. Το 1936 κατασκευάστηκε περιμετρική προστασία από τούβλα, ο οποίος όμως κατέρρευσε στον σεισμό του 1942.Με την απελευθέρωση, το Αλκαζάρ αρχίζει να μορφοποιείται ως γήπεδο μέσα από κάποιες βελτιώσεις, ενώ αποκτά και στίβο από καρβουνόξυλα. Το πρώτο μεγάλο οργανωτικό βήμα έγινε στις 29 Δεκεμβρίου του 1959, δηλαδή πέντε χρόνια πριν από την ίδρυση της ΑΕΛ. Με απόφαση του Νομάρχη Λάρισας, διορίζεται η 1η Εφορία Σταδίου και αναλαμβάνει επίσημα καθήκοντα στις 4 Ιανουαρίου 1960. Την ίδια χρονιά αποφασίζεται η κατασκευή στίβου κανονικών προδιαγραφών. Στις 12/4/1962 μετονομάζεται από Εθνικό Στάδιο Λάρισας σε Εθνικό Στάδιο Ολυμπιονίκη Διαδόχου Κωνσταντίνου. Στις 7 Ιουνίου του 1964 η νεοσύστατη τότε ΑΕΛ δίνει τον πρώτο της επίσημο αγώνα με αντίπαλο τον Πανιώνιο (2-1). Στις 5 Ιουλίου 1984 με απόφαση της ΓΓΑ το Στάδιο Αλκαζάρ γίνεται τμήμα του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου Λάρισας (ΕΑΚ) , στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης το Κολυμβητήριο, το κλειστό Γυμναστήριο και το Σκοπευτήριο και βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Λάρισας στον δρόμο για την Κοζάνη δίπλα στο πάρκο Αλκαζάρ και στον Πηνειό ποταμό. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 ξεκινά μαι σειρά από σημαντικών έργων και σταδιακά το Αλκαζάρ αποκτά κερκίδες σε όλη του την περιφέρεια, σύγχρονα- για την εποχή- αποδυτήρια, αίθουσες εκγύμνασης και κυλικεία. Το ρεκόρ θεατών που έχει σημειωθεί έγινε στις 27 Δεκεμβρίου του 1987, 18.500 θεατές, σε ματς με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό που έληξε 2-1 υπέρ της ΑΕΛ με δύο γκολ του Γιώργου Μητσιμπόνα. Εκείνη τη σεζόν η ΑΕΛ κατέκτησε το πρώτο και μοναδικό μέχρι τώρα πρωτάθλημα Ελλάδος στην ιστορία της.

21 Νοεμβρίου 1995: Θριαμβεύει η Ελλάδα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αρσης Βαρών στην Κίνα


Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Άρσης Βαρών που διεξάγεται στην Κίνα ο Πύρρος Δήμας θριαμβεύει με 2 χρυσά, 1 αργυρό και ένα παγκόσμιο ρεκόρ σηκώνοντας 212 κιλά στο ζετέ. Ο Κάχι Καχιασβίλι σαρώνει στα 99 κιλά με 2 χρυσά, 1 χάλκινο, 3 πανελλήνια ρεκόρ και ισοφάριση του παγκοσμίου ρεκόρ στο ζετέ, ο Βαλέριος Λεωνίδης κερδίζει 3 αργυρά, ο Βίκτωρ Μήτρου 2 χάλκινα, η Γιώτα Αντωνοπούλου 3 χάλκινα στα 83 κιλά και η Μαρία Χριστοφορίδου 1 χάλκινο μετάλλιο

21 Νοεμβρίου 1694: γεννιέται ο Βολτέρος, φιλολογικό ψευδώνυμο του Φρανσουά Μαρί Αρουέ, γάλλος συγγραφέας και διανοούμενος.


Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778) ευρύτερα γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και ευθυμογράφος, θεωρείται κεντρική μορφή και ενσάρκωση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος και κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού (déisme).

Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Νοεμβρίου 1694 μέσα σε μία μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 7 ετών και μετά από δύο χρόνια εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου όπου παρέμεινε ως το 1711. Για την εκπαίδευσή του εκεί έγραψε αργότερα ότι δεν είχε μάθει τίποτα "εκτός από λατινικά και ανοησίες" αν και στο κολέγιο φαίνεται ότι διαμόρφωσε τις βάσεις της ιδιαίτερης γνώσης του και διέγειρε πιθανώς την ισόβια αφοσίωσή του στο θέατρο. Κατά το διάστημα των ετών 1711 – 1713 μελέτησε τη νομική επιστήμη.

Πριν αρχίσει τη συγγραφική του καριέρα, με την παρότρυνση του πατέρα του, υπηρέτησε ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη στην Ολλανδία. Επέστρεψε στο Παρίσι την εποχή του θανάτου του Λουδοβίκου 14ου και σύντομα απέκτησε φίλους μεταξύ της αριστοκρατικής τάξης. Οι σατιρικοί στίχοι του τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τότε παρουσίασε το πρώτο θεατρικό του έργο, την τραγωδίαΟιδίπους (Oedipe), απομίμηση του Οιδίποδος του Σοφοκλή, στον κύκλο του.

Τροφοδοτώντας τη μανιώδη έχθρα της δούκισσας του Μαιν εναντίον του αντιβασιλέα, Φιλίππου Β’ της Ορλεάνης, ο Βολταίρος συνέθεσε μια σάτιρα γι’ αυτόν. Ένας κατάσκοπος κατάφερε να πάρει την ομολογία του και στις 16 Μαΐου 1717 φυλακίστηκε στη Βαστίλη για προσβολή του αντιβασιλέα. Εδώ ξαναδούλεψε τον Οιδίποδα, άρχισε το έργοΕρρικειάς (Henriade) και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του.

Απελευθερώθηκε 11 μήνες αργότερα όταν διαπιστώθηκε ότι είχε κατηγορηθεί εσφαλμένα. Η τραγωδία Οιδίποδας ανέβηκε στο Théâtre Français στις 18 Νοεμβρίου 1717 και έγινε θετικά αποδεκτή από το κοινό. Παρέμεινε στη σκηνή για 45 βραδιές και του απέφερε πλούτο και φήμη, που τον βοήθησαν να ξεκινήσει μία σειρά επικερδών επενδύσεων. Η βασικότερη αυτών ήταν η ενασχόλησή του με την Εταιρεία των Ινδιών (Compagnie des Indes).

Μετά την απελευθέρωσή του από τη Βαστίλη τον Απρίλιο του 1718, έγινε γνωστός ως Arouet de Voltaire ή απλά Voltaire, αν και νομικά δεν απάλειψε ποτέ το βαπτιστικό του όνομα. Η προέλευση αυτής της αλλαγής στο όνομα έχει συζητηθεί πολύ, μερικοί προτείνουν ότι ήταν μια σύντμηση ενός παρωνυμίου της παιδικής του ηλικίας, "le petit volontaire". Η συνηθέστερα αποδεκτή υπόθεση, εντούτοις, είναι ότι υπήρξε αναγραμματισμός του ονόματος "Arouet le jeune" ή "Arouet l.j." με "το u" να μετατίθεται "στο v" και "το j" "στο i" σύμφωνα με τα κρατούντα την εποχή εκείνη.

Ο Βολταίρος, συνεχίζοντας τη θεατρική του παραγωγή, ολοκλήρωσε το έργο Artemire το Φεβρουάριο του 1720. Το έργο απέτυχε και ο Βολταίρος δε το δημοσίευσε ποτέ στο σύνολό του, αν και αργότερα αναπλάστηκε με επιτυχία και κάποια μέρη του επαναχρησιμοποιήθηκαν σε άλλες εργασίες. Άλλα έργα του που δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η τραγωδία Μαριάννα (Marianne) και η κωμωδία Ο αδιάκριτος (L’ indiscret).

Το 1725 ο Βολταίρος προσβλήθηκε από έναν νέο ευγενή, το Chevalier de Rohan, και απάντησε με τη συνηθισμένη του οξύτητα. Ο Βολταίρος προγραμμάτιζε να προκαλέσει το νεαρό ευγενή σε μονομαχία, αλλά η οικογένεια Ροάν (Rohan) εξέδωσε ένα lettre de cachet για να αποφύγει οποιαδήποτε προβλήματα. Εκείνη την εποχή, όταν ένα πρόσωπο με επιρροή ήθελε να διωχθεί κάποιος εχθρός του αλλά δεν τον βάραινε κανένα έγκλημα, μπορούσε να προμηθευτεί ένα μυστικό ένταλμα, το οποίο καλούνταν lettre de cachet. Το πρόσωπο που κατονομάζονταν στην επιστολή έπρεπε να φυλακιστεί ή να εξοριστεί, εντός ή εκτός Γαλλίας. Επειδή δεν διεξήγετο δίκη, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών. Το πρωί της ημέρας που είχε οριστεί η μονομαχία, ο Βολταίρος συνελήφθη και εστάλη για δεύτερη φορά στη Βαστίλη. Επέλεξε την εξορία στην Αγγλία αντί της φυλάκισης. Αυτό το περιστατικό του άφησε ανεξίτηλη εντύπωση, και από εκείνη την ημέρα έγινε υπέρμαχος της δικαστικής μεταρρύθμισης.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία τον προσέλκυσε η φιλοσοφία του Τζον Λοκ (John Locke) και ιδέες του μαθηματικού Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton). Μέσω του φίλου του λόρδου Μπόλινμπροκ (Bolingbroke) ήρθε σε επαφή με τα πνευματικά αναστήματα της αγγλικής λογοτεχνίας της εποχής. Μελέτησε τη συνταγματική μοναρχία της Αγγλίας και τη θρησκευτική ανοχή, που υπήρχε. Ο Βολταίρος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το φιλοσοφικό ορθολογισμό και τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Επίσης έγραψε στα αγγλικά τα πρώτα δοκίμιά του, το Δοκίμιο για την επική ποίηση και το Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1727. Η πλέον ενδιαφέρουσα παραγωγή του στην Αγγλία ήταν η συγγραφή της ιστορίας του Κάρολου 12ου της Σουηδίας, η οποία παραμένει κλασσική στο χώρο της βιογραφίας. Το έργο του Αγγλικά Γράμματα (Letters concerning the English Nation) δημοσιευμένο στα αγγλικά το 1733 και στα γαλλικά ως Lettres philosophiques το 1734, μπορεί να ειπωθεί ότι έδωσε ώθηση στην αγγλική φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη, η οποία χαρακτήρισε την περίοδο του Διαφωτισμού. Το βιβλίο επίσημα απαγορεύθηκε στη Γαλλία.

Ο Βολταίρος επέστρεψε στο Παρίσι μετά από τρία χρόνια και συνέχισε εκεί τη λογοτεχνική του παραγωγή. Δημοσίευσε τότε το επικό ποίημα Ερρικειάς (Henriade), με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στη Γαλλία, όπου σατίριζε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία. Το έργο του αυτό προκάλεσε εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό και κυκλοφόρησε σε 300.000 αντίτυπα. Συνάμα παρουσίασε αρκετές τραγωδίες μεταξύ των οποίων και οι Βρούτος (Brutus, 1730), Ζαΐρα (Zaire, 1733), Εριφύλη (Eriphile).

Στα 1733 γνώρισε την Εμιλί ντε Σατλέ (γνωστότερη ως Madame Du Châtelet), της οποίας τα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά πάνω στις επιστήμες, ταίριαζαν με τα δικά του. Διέμειναν μαζί στο Cirey, στη Λωρραίνη, απολαμβάνοντας την ανοχή του μαρκησίου ντι Σατλέ. Ο δεσμός του με την Émilie Du Châtelet διήρκεσε μέχρι το θάνατό της το 1749. Στο Cirey, ο Βολταίρος δούλεψε πάνω σε πειράματα φυσικής και χημείας. Το 1736 άρχισε τη μακροχρόνια αλληλογραφία του με τον κατά 20 χρόνια νεότερό του διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας Φρειδερίκο (τον μετέπειτα Φρειδερίκο Β'). Επιπλέον, έγραψε τα Στοιχεία της νευτώνειας φιλοσοφίας (Éléments de la philosophie de Newton, 1736), το οποίο έφερε την αναγνώριση της νευτώνειας φυσικής στην Ευρώπη, μια κωμική εκδοχή των θρύλων για την Ιωάννα της Λωρραίνης Η παρθένος (La Pucelle, 1755) και τα δράματα Μωάμεθ (Mahomet, 1742), Μερόπη(Mérope, 1743), και Σεμίραμις (Sémiramis, 1748). Μέσω της επιρροής της Μαντάμ Πομπαντούρ (Madame de Pompadour), έγινε βασιλικός ιστοριογράφος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Πρωτοστάτης και πλέον σκληρός κριτικός του ήταν αυτή την περίοδο ο αβάς Desfontaines, και κορωνίδα των κριτικών του Desfontaines ήταν το βιβλίο Le Voltairomanie, σε απάντηση ενός λίβελου του Βολταίρου με τον τίτλο Ο Προληπτικός (Le Preservatif). Τον Απρίλιο του 1739 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες, οι οποίες ήταν η έδρα του για κάποιο χρονικό διάστημα, εξ αιτίας μερικών νομικών υποθέσεων των du Châtelets. Ο Φρειδερίκος, βασιλιάς πλέον της Πρωσίας από το 1740, κατέβαλε πολλές προσπάθειες να απομακρύνει το Βολταίρο από τη Madame Du Châtelet, αλλά ανεπιτυχώς, και έτσι κέρδισε την εγκάρδια έχθρα της αρνούμενος διαρκώς ή παραλείποντας να την προσκαλέσει. Επιτέλους, τον Σεπτέμβριο του 1740, ο δάσκαλος και ο μαθητής συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Κλεβ (Cleves), και τρεις μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, στο Βερολίνο μετά από πρόσκληση του Φρειδερίκου.

Ο Βολταίρος επισκέφτηκε ξανά το Βερολίνο και το Πότσδαμ το 1743 στο πλαίσιο διπλωματικής αποστολής, για να πείσει τον Φρειδερίκο, να συμμαχήσει με την Γαλλία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. (Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής, 1740-48). Μετά το θάνατο της Madame Du Châtelet δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στην αυλή του (1750-53). Οι σχέσεις του με το Φρειδερίκο ήταν γενικά θυελλώδεις. Η παρέμβαση του Βολταίρου στη φιλονικία μεταξύ Maupertuis και König οδήγησε στην ανανέωση της ψυχρότητας εκ μέρους του Πρώσου μονάρχη και το 1753 ο Βολταίρος εγκατέλειψε βιαστικά την Πρωσία. Από απόσταση οι δύο άνδρες συμφιλιώθηκαν αργότερα και η αλληλογραφία τους επαναλήφθηκε.

Ανεπιθύμητος στη Γαλλία ο Βολταίρος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου αγόρασε το κτήμα "Les Délices" και απέκτησε επίσης ένα ακόμα σπίτι κοντά στη Λωζάνη. Οι αρχές της Γενεύης αντιτέθηκαν σύντομα στις ιδιωτικές θεατρικές παραστάσεις, που πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Βολταίρου, ενώ εξοργίστηκαν ακόμα περισσότερο λόγω του άρθρου "Genève" που γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, με την υποκίνηση του Βολταίρου, από τον Ντ’ Αλαμπέρ. Το άρθρο, που δήλωνε ότι οι καλβινιστές πάστορες της Γενεύης είχαν δει το φως και είχαν πάψει να πιστεύουν στην οργανωμένη θρησκεία, ξεσήκωσε μια βίαιη διαμάχη.

Το 1759, αγόρασε το κτήμα Φερνέ (Ferney) κοντά στα γαλλο-ελβετικά σύνορα όπου έζησε μέχρι και λίγο καιρό πριν το θάνατο του. Το Φερνέ έγινε σύντομα η διανοητική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ο Βολταίρος παρέμεινε ενεργός καθ' όλη τη διάρκεια αυτών των ετών, παράγοντας σταθερή ροή βιβλίων, θεατρικών έργων και άλλων δημοσιεύσεων. Έγραψε επίσης εκατοντάδες επιστολών στον κύκλο των φίλων του. Ήταν πάντα μια φωνή της λογικής. Υπήρξε ειλικρινής κριτικός της θρησκευτικής αδιαλλαξίας και των θρησκευτικών διώξεων.

Κατά τα τελευταία έτη του ο Βολταίρος παρήγαγε αρκετά έργα με κριτική προς την οργανωμένη εκκλησία. Στο Φερνέ οικοδόμησε ένα παρεκκλήσι με την επιγραφή "Deo Erexit Voltaire". Οδήγησε επίσης την εκστρατεία για την εκκίνηση δίκης, στην οποία ο ουγενότος έμπορος Jean Calas βρέθηκε ένοχος της δολοφονίας του μεγαλύτερου γιου του και εκτελέστηκε. Το Κοινοβούλιο των Παρισίων κήρυξε κατόπιν το 1765 τον Calas και όλη την οικογένειά του αθώους.

Το 1778, διανύοντας το 84ο έτος του, παρευρέθηκε στην πρώτη απόδοση της τραγωδίας του Ειρήνη (Irène), στο Παρίσι. Το ταξίδι του και η υποδοχή του ήταν μια αποθέωση, αλλά η συγκίνηση τον κατέβαλε και πέθανε λίγο αργότερα στην πρωτεύουσα στις 30 Μαΐου 1778. Προκειμένου να έχει χριστιανική κηδεία είχε υπογράψει μια μερική ανάκληση των γραπτών του. Αυτό θεωρήθηκε ανεπαρκές από την εκκλησία, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει μια γενικότερη ανάκληση. Σε έναν φίλο έδωσε την ακόλουθη γραπτή δήλωση: "Πεθαίνω λατρεύοντας το Θεό, που αγαπά τους φίλους μου, που δεν μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση." Ένας ηγούμενος μετέφερε κρυφά το πτώμα του Βολταίρου σε ένα αβαείο στην πόλη Champagne, όπου θάφτηκε. Τα λείψανά του διακομίστηκαν στο Παρίσι το 1791 και ενταφιάστηκαν στο Πάνθεον

21 Νοεμβρίου 1871: Ο αμερικανός Μόουζες Γκέιλ πατεντάρει τον αναπτήρα.


O αναπτήρας είναι μια φορητή συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για να παραχθεί φλόγα. Αποτελείται από ένα μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο γεμισμένο με ένα εύφλεκτο υγρό ή υγραέριο υπό πίεση, ένα μέσο ανάφλεξης και κάποια διάταξη για το σβήσιμο της φλόγας. Ο αναπτήρας περιέχει βουτάνιο και όταν τον ανάβουμε, βγάζει μία συνεχόμενη ροή βουτανίου.

Λόγω όμως της συνεχόμενης ροής, το βουτάνιο, στη βάση, δεν έχει επαρκές οξυγόνο για να καεί ολοκληρωτικά.
Έτσι καίγεται ένα πολύ μικρό μέρος του(που έρχεται σε επαφή με το οξυγόνο), παράγοντας την μπλε φλόγα.

Αν παρατηρήσετε, δεν είναι όλη ηφλόγα στη βάση μπλε, αλλά ένα μικρό μέρος της.

Το υπόλοιπο της φλόγας στη βάση είναι διάφανο και λόγω της ελάχιστης μπλε ποσότητας, μας φαίνεται σαν να είναι, όλη η φλόγα-βάσης, μια απόχρωση του μπλε.

Στην πραγματικότητα, αυτή η ελάχιστη πραγματική μπλε φλόγα που υπάρχει, καίει-ζεματάει πολύ περισσότερο με μία αντίστοιχη κίτρινη.

21 Νοεμβρίου 1953 : γεννιέται ο ποδοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητης Γιάννης Παθιακάκης


Ο Γιάννης Παθιακάκης (1953-2002) υπήρξε Έλληνας ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου. Αγωνίστηκε ως μεσοεπιθετικός σε διάφορες ομάδες της Α΄ Εθνικής τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Υπήρξε διεθνής με την Εθνική Ελπίδων. Ως προπονητής εργάστηκε σε πολλές ομάδες και όταν πέθανε δόθηκε το όνομά του στο γήπεδο του Ακράτητου Άνω Λιοσίων, του οποίου ήταν προπονητής.

Ποδοσφαιριστής
Ο Γιάννης Παθιακάκης γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Ιωνία. Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στον Aπόλλωνα Αθηνών, όπου έπαιξε από το 1971 μέχρι το 1977. Στη συνέχεια αγωνίσθηκε για μια χρονιά στον ΠΑΟΚ και το 1978 μεταγράφηκε στη Νέα Σμύρνη, στον Πανιώνιο, με τον οποίο κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος το 1979.

Στα τρία χρόνια που έπαιξε στον Πανιώνιο ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός. Το 1978-79 με 12 γκολ και το 1979-80 με 7 γκολ ήταν ο καλύτερος σκόρερ το συλλόγου. Υπήρξε βασικός συντελεστής στην πορεία του συλλόγου της Νέας Σμύρνης ως την κατάκτηση του τροπαίου. Σκόραρε και στα δύο ματς κατά του Άρη στον προημιτελικό: στο 2-5 της Θεσσαλονίκης και στο 5-1, τη μεγάλη ανατροπή στη Νέα Σμύρνη. Παρομοίως επί του Ολυμπιακού στον ημιτελικό πέτυχε: ένα γκολ στο νικηφόρο 2-1 στη Νέα Σμύρνη και τα δύο γκολ στη γλυκειά ήττα με 2-3 στο Στάδιο Καραϊσκάκη, που έδωσαν την πρόκριση στον τελικό. Στον τελικό πέτυχε το δεύτερο από τα τρία γκολ της ομάδας του στο 3-1 επί της ΑΕΚ. Επίσης, την επόμενη σεζόν πέτυχε ένα γκολ στην ιστορική νίκη με 4-0 επί της ολλανδικής Τβέντε για τον α΄ γύρο στο Κύπελλο Κυπελλούχων.

Έκλεισε την καριέρα του το 1985 στον Aπόλλωνα, έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από την Κόρινθο και τον Εθνικό.

Προπονητής
Ως προπονητής ξεκίνησε από τον ΑΟ Μελισσίων, όπου ήταν ταυτόχρονα και ποδοσφαιριστής κι έπειτα εργάστηκε στο Μεσολόγγι, στον Παναυπλιακό και στον Εθνικό.

Το 1994 κάθισε στον πάγκο του Aπόλλωνα και συνέδεσε το όνομά του με την πιο πετυχημένη περίοδο στην ιστορία του συλλόγου. Υπό την καθοδήγησή του, ο Απόλλων δημιουργεί ένα νεανικό σύνολο με εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές που με την ενίσχυση ορισμένων εμπείρων παίζει ποιοτικό ποδόσφαιρο. Οι Ντέμης Νικολαΐδης, Θεόφιλος Καρασαββίδης, Μπλένταρ Κόλα και οι παλιότεροι Αντώνης Μήνου, Φρανκ Κλόπας, Τάσος Μητρόπουλος δίνουν προσωπικότητα στην ομάδα. Την πρώτη του σεζόν (1994-95) τον οδήγησε στην 4η θέση και στην έξοδο στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και την επόμενη χρονιά έφθασε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος, όπου ηττήθηκε από την ΑΕΚ.

Ακολουθεί ένα σύντομο πέρασμα από τον Aθηναϊκό και ακολούθως ανέλαβε τον Ακράτητο, τον οποίο ανέβασε από τη Δ΄ Εθνική στη Β΄ Εθνική. Τον Ιανουάριο του 2000 ανέλαβε την AEK, με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος και την επόμενη σεζόν 2000-01 την οδήγησε στους 16 του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ αποκλείοντας την Μπάγερ Λεβερκούζεν. Όμως, ο αποκλεισμός στο Κύπελλο Ελλάδος από τον Ολυμπιακό με το ντροπιαστικό 1-6 οδήγησε στην απόλυσή του.

Έμεινε ένα χρόνο εκτός πάγκων ως το Φεβρουάριο του 2002 που προσλήφθηκε ξανά στον Aκράτητο. Αλλά πριν καλά-καλά αναλάβει, πέθανε την ώρα της προπόνησης από καρδιακή προσβολή.

Η μοιραία ώρα
Ο Παθιακάκης άφησε την τελευταία του πνοή προδομένος από την καρδιά του μόλις πέντε μέρες μετά την επιστροφή του στον Aκράτητο. Ξεψύχησε στο γήπεδο των Άνω Λιοσίων την ώρα της προπόνησης στις 8 Φεβρουαρίου 2002 σε ηλικία 49 ετών. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε πάθει ξανά έμφραγμα στο ίδιο γήπεδο και είχε υποβληθεί σε διπλό μπαϊπάς, αλλά παρά τις συστάσεις των γιατρών να αποφύγει τις συγκινήσεις, ο ίδιος επέλεξε να συνεχίσει να «ζει επικινδύνως» ως προπονητής. Παράλληλα δεν έκοψε το κάπνισμα.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που κανείς δεν πρόλαβε να αντιδράσει. H προπόνηση είχε σχεδόν τελειώσει και ο Παθιακάκης έπαιζε στοίχημα με τον τερματοφύλακα Στάουτσε, κάνοντάς του σουτ έξω από την περιοχή. Eίχε κερδίσει την πρώτη παρτίδα και όταν ο Λιθουανός τερματοφύλακας ζήτησε ρεβάνς, ο προπονητής έπεσε κάτω ξαφνικά. Έτρεξαν κοντά του για τις πρώτες βοήθειες αλλά σύντομα επήλθε το μοιραίο πριν φτάσει το ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

H διοίκηση του Ακράτητου αποφάσισε το γήπεδο να ονομαστεί "Γήπεδο Γιάννης Παθιακάκης" ως ένδειξη μνήμης στον προπονητή που σφράγισε με το θάνατό του το σωματείο, το οποίο από τις αλάνες των τοπικών κατηγοριών της ΕΠΣ Αθήνας το ανέβασε ως τη Β΄ Εθνική.