Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

15 Νοεμβρίου 1922: εκτελούνται στου Γουδή οι έξι θεωρούμενοι ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής.


Με τον όρο Δίκη των έξι έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν απο την επαναστατική επιτροπή για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική καταστροφή: Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επι των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.

Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στο Γουδή. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού.

Προϊστορία
Η Ελλάδα απο το 1919 διεξήγαγε πολεμικές επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία με σκοπό την εξάλειψη της ισχύος του άτακτου στρατού του Μουσταφά Κεμάλ. Τον Νοέμβριο του 1920 μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας πραγματοποιήθηκαν εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, έναν συνασπισμό αντιβενιζελικών κομμάτων, και κατ' επέκταση το Λαϊκό Κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Τον Μάρτιο του 1921 ο Γούναρης σχημάτισε κυβέρνηση προκειμένου πια ο ίδιος ο Γούναρης να ελέγχει την όλη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Την κυβέρνηση Γούναρη ακολούθησαν αυτές των Στράτου και Πρωτοπαπαδάκη. Η αλλαγή της στάσης όμως των συμμάχων, οι νίκες του τουρκικού στρατού, τα λάθη των Ελλήνων αξιωματικών και η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1922 η γραμμή άμυνας Αφιόν - Καραχισάρ να διασπαστεί απο τον τουρκικό στρατό και να επακολουθήσει η μικρασιατική καταστροφή, η οποία επισφραγίστηκε με την συνθήκη της Λωζάνης. Με την υποχώρηση της αμυντικής γραμμής και έχοντας χάσει κάθε έλεγχο η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε απο αυτή του Τριανταφυλλάκου.

Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε απο το θρόνο αναχωρώντας για την Ιταλία και παραχωρώντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β΄. Επιπλέον παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία και αντικαταστάθηκε απο την βραχύβια, μόλις μίας ημέρας, κυβέρνηση Χαραλάμπη που με την σειρά της αντικαταστάθηκε απο αυτή του Σωτήριου Κροκίδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό

Συλλήψεις και προσαγωγή σε δίκη
Αμέσως τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο Γούναρης συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Η διαδικασία «απονομής δικαιοσύνης» δεν είχε καθοριστεί αφού υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Η μετριοπαθής μερίδα ζητούσε προσαγωγή σε δίκη των υπευθύνων ενώ η σκληροπυρηνική (Παπαναστασίου, Πάγκαλος, Οθωναίος) την άμεση εκτέλεσή τους. Επιπλέον υπήρχε η πίεση των ξένων δυνάμεων που ζητούσαν δίκη χωρίς συνοπτικές διαδικασίες. Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων. Η λογική που είχε περάσει η επαναστατική επιτροπή στον λαό ήταν οτι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε.

Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περι συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών. Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος αντίστοιχα αφού είχαν λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις απ τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφαση του στρατοδικείου. Βοηθοί του Πάγκαλου ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την Αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:

Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 - 1922
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922
Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922
Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης
Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη
Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη

Το κατηγορητήριο, παρατηρεί ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, είχε το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανολογείται ότι συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της επαναστατικής επιτροπής. Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη απο το ειδικό δικαστήριο της Βουλής με τα εξής λόγια: «Αλλ' όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ'αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση». Επίσης ιδιαίτερες κατηγορίες υπήρχαν για τους Στράτο, Στρατηγό και Θεοτόκη. Η ευθύνη του Χατζηανέστη παρουσιάστηκε σε ειδικό κεφάλαιο, και χαρακτηριζόταν ως υπαίτιος της καταρρεύσεως του μετώπου.

Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ τους στερήθηκε και η πρόσβαση σε έγγραφα απαραίτητα για την υπεράσπισή τους. Όλων η απολογία ήταν μικρή πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν ευσταθεί. Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφως ώστε, εφόσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα.

Η δίκη
Στις 31 Οκτωβρίου συνήλθε το έκτακτο στρατοδικείο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη ορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης.[i] Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας για τους Πρωτοπαπαδάκη και Μπαλτατζή, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς για τους Γούναρη, Στράτο και Χατζανέστη, Σ. Σωτηριάδης για τον Γούδα, Οικονομίδης για τον Στρατηγό, Αριστοτέλης Ρωμανός για τον Θεοτόκη, Δουκάκης για τον Χατζανέστη ενώ οι Νοταράς και Πολίτης συμμετείχαν στην υπερασπιστική ομάδα. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.

Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.
Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, η δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. Οι κατηγορούμενοι είχον πλήρη ελευθερίαν υπερασπίσεως. Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο οτι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως - αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι - δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν.
Οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αμυνθούν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης, αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου.Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε

Ετυμηγορία και εκτελέσεις
Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ' όλα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διαμέσου του πρεσβευτή της Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει απο το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω απο το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά.

Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:

«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922.»

ο Πρόεδρος - ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος - Ιωάννης Πεπόνης

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε απο την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν απο ώρα σε ώρα.

Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε απο τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη απο κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε οτι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπο δρακόντειες δυνάμεις ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Την ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα με σκοπό να του επιδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως ότι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε απο τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η Σουηδική και Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της.

Στάση Βενιζέλου

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται απο τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.

Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς ότι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικότητας για το θέμα των εκτελέσεων. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε ότι αι συστάσεις του αποτελούν παρέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδας και ότι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων αποτελεί ρητήν απαίτησιν της κοινής γνώμης.

Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου απο το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί ότι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε οτι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: «εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού». Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. Παρ' όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλεόν κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατική καταστροφή».

Επίλογος
Η δίκη των έξι χαρακτηρίστηκε απο τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση. Ο ιστορικός Τουρνάς θεωρεί οτι η κατηγορία της ενσυνείδητης προδοσίας δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (βλ. παραπάνω) μετέπειτα συμφώνησε στο ότι δεν δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε ότι υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας φέρεται να μετάνιωσε αργότερα σύμφωνα με μαρτυρία φίλου του. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλη χαρακτήρισε την δίκη των έξι αληθινή φάρσα ενώ ο Ολλανδός ομόλογός του ένα είδος θεατρικής παράστασης.[15] Ο ιστορικός Θάνος Βερέμης υποστηρίζει στο έργο του Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική ότι η δίκη των έξι εντασσόταν στις προσπάθειες των στρατιωτικών κύκλων να μετακυλίσουν αλλού τις ευθύνες της καταστροφής ενώ ο Γεώργιος Ζορμπάς, επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης Βρώμικου Χρήματος αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο της δίκης είπε: «Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων»

Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων, ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδή κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως. Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων. Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (3 προς 2) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αθώους τους καταδικασθέντες, κάνοντας δεκτή την αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη.

15 Νοεμβρίου 1998: Η Ελλάδα ανακηρύσσεται παγκόσμια πρωταθλήτρια άρσης βαρών, στο 69ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, στο Λάχτι της Φινλανδίας .


Το 1998 η ελληνική dream team ανέβηκε στον... Όλυμπο, κατακτώντας τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας στο Λάχτι και δέκα χρόνια αργότερα... γκρεμοτσακίστηκε στην χαράδρα του σκανδάλου ντόπινγκ.

Εκείνη η μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία της άρσης βαρών ως την επόμενη χρονιά που την επανέλαβε είχε έρθει ακριβώς δύο χρόνια μετά την ανεπανάληπτη εμφάνιση της Ατλάντα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996.

Στο 69ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Άρσης βαρών στο Λάχτι της  Φινλανδίας,. η Ελλάδα απλά αγωνίστηκε και ήταν αναπόφευκτη η διάκριση αφού τις τύχες της όριζε αποκλειστικά ο Χρήστος Ιακώβου και τα βάρη σήκωναν κάτι... τύποι που απλά έχουν καμια δεκαριά παγκόσμια ρεκόρ όλοι μαζί.

Η ελληνική ομάδα ισοβάθμησε βέβαια με την επίσης κραταιά στον χώρο Βουλγαρία, αλλά εδώ φάνηκε και το βάθος πάγκου της ομάδας αφού είχε μία 6η θέση περισσότερη (σε χρυσά, αργυρά, 4ες, και 5ες θέσεις υπήρχε ισοπαλία) με 566 βαθμούς και 15 μετάλλια (6 χρυσά, 4 αργυρά και 5 χάλκινα).

Ηταν αναπόφεκτη η πρωτιά σε εκείνο το παγκόσμιο. Υπήρξαν κατηγορίες όπου διεκδικούσαν μετάλλια δύο Ελληνες όπως ο Λεωνίδας Κόκκας με τον Κάχι Καχιασβίλι στα 94κ. και ο Βαλέριος Λεωνίδης με τον Γιώργο Τζελίλη στα 69κ.

Σε εκείνο το Παγκόσμιο ο Λεωνίδας Σαμπάνης έκανε και το πρώτο του παγκόσμιο ρεκόρ. Ο βραχύσωμος πρωταθλητής στην κατηγορία των 62κ. σήκωσε αρασέ με 147.5 κιλά επίδοση που όχχι μόνο του χάρισε ένα από τα 3 χρυσά σε εκείνο τον αγώνα, αλλά και την εγγραφή του στην λίστα των παγκόσμιων ρέκορντμαν.

Φυσικά, δεν ήταν το μόνο παγκόσμιο ρεκόρ από Ελληνα αρισβαρίστα. Ο Πύρρος Δήμας είχε κάνει ένα ακόμη παγκόσμιο ρεκόρ στο αρασέ με 178 κιλά στην κατηγορία των 85 κιλών όπου σε εκείνους τους αγώνες πήρε 1 χρυσό και 2 αργυρά μετάλλια.

Ενδεικτικά, σε εκείνο το παγκόσμιο έγιναν άλλα τρία παγκόσμια ρεκόρ, τα δύο από τον Βούλγαρο Πλάμεν Ζελιάσκοφ στα 69κ. με 160κ. αρασέ και 350 στο σύνολο.

Αθλητής Κατ. Αρασέ Θέση Ζετέ Θέση Σύνολο Θέση

Λεωνίδας Σαμπάνης 62κ. 147,5 1 172,5 1 320 1

Γιώργος Τζελίλης 69κ. 155 3 185 4 340 2

Βαλέριος Λεωνίδης 69κ. 150 7 185 3 335 5

Βίκτωρας Μήτρου 75κ. 157,5 11 202,5 3 360 4

Πύρρος Δήμας 85κ. 177,5 2 210 2 387,5 1

Ακάκιος Κακιασβίλης 94κ. 180 3 220 1 400 1

Λεωνίδας Κόκκας 94κ. 175 4 217,5 2 392,5 3

15 Νοεμβρίου 2003: στόχος βομβιστικών επιθέσεων γίνεται η Κωνσταντινούπολη.


Ισχυρές αλλεπάλληλες εκρήξεις συγκλόνισαν την Κωνσταντινούπολη στις 15/11/03. Στόχοι το βρετανικό προξενείο και η βρετανικών συμφερόντων Τράπεζα HSBC.
Οι νεκροί ανέρχονται σε 26, μεταξύ των οποίων - όπως μετέδωσε το CNN Turk - και ο γενικός πρόξενος της Βρετανίας, Ρότζερ Σόρτ. Οι τραυματίες έχουν ξεπεράσει τους 460. Μεταξύ αυτών και δύο Έλληνες, οι οποίοι τραυματίστηκαν ελαφρά.

Ανώνυμος τηλεφωνητής ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις για λογαριασμό του δικτύου Aλ-Κάιντα και της τουρκικής οργάνωσης «Ισλαμικό Μέτωπο των Μαχητών της Μεγάλης Ανατολής» (IBDA-C), μετέδωσε το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Ανατολή. Οι ίδιοι είχαν αναλάβει την ευθύνη και για τις δύο επιθέσεις εναντίον των εβραϊκών συναγωγών μια βδομάδα πριν, με 25 νεκρούς και 300 τραυματίες.

Στην Κωνσταντινούπολη επικρατεί πανικός. Τα τηλεοπτικά δίκτυα μεταδίδουν εικόνες καταστροφής ενώ οι τηλεφωνικές επικοινωνίες έχουν διακοπεί, από ζημιές που υπέστη το σταθερό δίκτυο τηλεφωνίας της πόλης. Το δίκτυο της κινητής τηλεφωνίας λειτουργεί με πολύ μεγάλες δυσκολίες και η ζωή στην πόλη έχει παραλύσει.

Οι εκρήξεις ακούστηκαν σε όλη την Κωνσταντινούπολη και ο καπνός κυρίως από την έκρηξη στο βρετανικό προξενείο στην περιοχή του Μπεϊογλού, ήταν ορατός σε όλη την έκταση της πόλης. Λόγω των πολύ καλών καιρικών συνθηκών, η έκρηξη έγινε ορατή ακόμη και σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων.

Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα στην έκρηξη στο βρετανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιήθηκε παγιδευμένο αυτοκίνητο.

15 Νοεμβρίου 1952: ρεκορ αποβολών σε αγώνα NBA με 13 παιχτες να καθονται στον παγκο εχοντας 5 φάουλ!


13 παίκτες  είναι το ρεκόρ αποβολών στο ΝΒΑ και σημειώθηκε στις15Νοεμβρίου 1952

 5 παίχτες από τους Baltimore Bullets και 8 από τους Syracuse Nationals αποβάλλονται με 5 φάουλ σε έναν αγώνα, που λήγει 97-91 στην παράταση. Επειδή οι Syracuse δεν μπορούν να συμπληρώσουν πεντάδα οι διαιτητές επιτρέπουν σε κάποιους αποβληθέντες παίκτες να παίξουν αλλά όταν αυτοί κάνουν φάουλ οι αντίπαλοι κερδίζουν μία έξτρα βολή μετά από αυτές, που καλούνται να εκτελέσουν!!

15 Νοεμβρίου 1942: Ποράιμος: Ο Αφανισμός των Τσιγγάνων από τον αρχηγό των SS, Χάινριχ Χίμλερ

Στις 15 Νοεμβρίου του 1943, ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ εξέδωσε μία διαταγή, με την οποία οι τσιγγάνοι εξομοιώνονταν με τους εβραίους, όσον αφορά τη θέση τους στη γερμανική κοινωνία. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν χιλιάδες τσιγγάνοι της Γερμανίας να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και οι εβραίοι συμπολίτες τους, και να βρουν φρικτό θάνατο στα κρεματόρια των Ναζί. Το δικό τους Ολοκαύτωμα το ονομάζουν στη γλώσσα τους Ποράιμος, δηλαδή Αφανισμό.

Το Τρίτο Ράιχ, ως γνωστόν, ήθελε να εξολοθρεύσει όσους δεν ανήκαν στο ξανθό γένος, δηλαδή την Αρεία Φυλή. Οι τσιγγάνοι αποτέλεσαν ένα πρόβλημα για τον Χίτλερ στην αρχή. Οι καθεστωτικοί ανθρωπολόγοι τους αναγνώριζαν, λόγω γλώσσας, την άρεια καταγωγή. Όμως, επικράτησε η άποψη του Χανς Γκίντερ ότι ήταν από κατώτερη γενιά. Έτσι, έπρεπε να αφανισθούν από προσώπου γης.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των τσιγγάνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αγγίζει τις 800.000 ψυχές.

Οι ναζιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Κροατίας είχα τη δική τους συνεισφορά στον μακάβριο απολογισμό. Όμως, ο δικός τους Αφανισμός επισκιάσθηκε από το εβραϊκό Ολοκαύτωμα. Η Θυσία τους παραμένει άγνωστη ακόμη και σήμερα στους πολλούς, ίσως επειδή οι τσιγγάνοι ή Ρόμα όπως θέλουν να τους ονομάζουμε, είναι διεσπαρμένοι και ανοργάνωτοι, χωρίς κρατική οντότητα για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους.

15 Νοεμβρίου 1904: Ο Κινγκ Ζιλέτ πατεντάρει την πρώτη ξυριστική λεπίδα που φέρει το όνομά του (Gillette).


Αμερικανός επιχειρηματίας και οραματιστής, στον οποίον ο ανδρικός πληθυσμός της υφηλίου οφείλει χάριτες για τις καινοτομίες που επέφερε στο ξύρισμα.
Γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1855 και από μικρός μπήκε στη βιοπάλη, δουλεύοντας ως πλασιέ για να βοηθήσει την οικογένειά του, που είχε πέσει θύμα της Μεγάλης Πυρκαγιάς του Σικάγου το 1871. Στα αμέτρητα ταξίδια που έκανε ανά την αμερικανική επικράτεια συνέλαβε την ιδέα για την κατασκευή μιας λεπτής ασφαλούς ξυριστικής λεπίδας, που δεν θα χρειάζεται τρόχισμα και θα είναι προσιτή σε κάθε βαλάντιο.
Ο Ζιλέτ συνειδητοποίησε ότι θα είχε κέρδος από την κατασκευή μιας ξυριστικής λαβής, την οποία θα διέθετε σε τιμή κάτω του κόστους και θα κέρδιζε από τη διάθεση των ανταλλακτικών λεπίδων. Όταν το ξυραφάκι θα έχανε τη δραστικότητά του ο χρήστης θα το αντικαθιστούσε από ένα καινούργιο, πάνω στην ίδια ξυριστική λαβή.
Αφού κατόρθωσε να επιλύσει μια σειρά από τεχνικά προβλήματα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1901 ιδρύει την American Safety Razor Company για την υλοποίηση των επιχειρηματικών του σχεδίων, η οποία ένα χρόνο αργότερα μετονομάζεται σε Gilette Safety Razor Company. Τον πρώτο χρόνο της παραγωγικής της δραστηριότητας το 1903 η «Ζιλέτ» πουλά 51 ξυριστικές λαβές και 168 λεπίδες. Τον επόμενο χρόνο διαθέτει 90.884 ξυριστικές λαβές και 123.648 λεπίδες, χάρις στις αυτοματοποιημένες τεχνικές παραγωγής, τις φθηνές τιμές και την έξυπνη διαφημιστική εκστρατεία.
Το 1908 η «Ζιλέτ» ήταν πλέον μια πολυεθνική εταιρεία με εργοστάσια στον Καναδά, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1915 η παραγωγή της έφθανε τις 450.000 ξυριστικές λαβές και τις 70.000.000 λεπίδες. Το 1918 με την είσοδο των ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κάθε αμερικανός στρατιώτης είχε το δικό του σετ ξυριστικών της «Ζιλέτ».
Ο Κινγκ Κάμπελ Ζιλέτ, εκτός από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, διακρίθηκε και ως πολιτικός συγγραφέας, ενταγμένος στο ρεύμα του ουτοπικού σοσιαλισμού. Πίστευε ότι η βιομηχανία θα έπρεπε να ελέγχεται από μία και μόνη επιχείρηση, η οποία θα ήταν υπό λαϊκό έλεγχο και ότι όλοι οι Αμερικανοί θα έπρεπε να ζουν σε μια γιγαντιαία πόλη, τη Μητρόπολη, η οποία θα ηλεκτροδοτείτο από τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Έγραψε τρία βιβλία: «Η ανθρώπινη εξέλιξη» (1894), «Παγκόσμια Επιχείρηση» (1910) και «Λαϊκή Επιχείρηση» (1924) μαζί με τον συγγραφέα και ομοϊδεάτη του Άπτον Σινκλέρ. Πέθανε στις 9 Ιουλίου 1932, σχεδόν χρεοκοπημένος, θύμα του οικονομικού κραχ.
Η Gilette Safety Razor Company συνέχισε την επιτυχημένη διαδρομή της και σήμερα ως The Gillette Company είναι ο «λίντερ» στον τομέα προϊόντων ανδρικής περιποίησης, με τζίρο δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από το 2005 ανήκει στην εταιρία - κολοσσό των καταναλωτικών ειδών Procter & Gamble, η οποία την αγόρασε έναντι 57 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

15 Νοεμβρίου 1951: σε θάνατο καταδικάζεται ο Νίκος Μπελογιάννης, με κατηγορία την παράβαση του ΑΝ 509 για απόπειρα ανασυγκρότησης του ΚΚΕ.

Ανδριάντας του Μπελογιάννη στο Βερολίνο

Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν Έλληνας ηγέτης της αντίστασης κατά των Γερμανών και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη και η εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.

Η ζωή του
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Το 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με άλλους αριστερούς κρατουμένους.

Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη.

Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και μετά την ήττα ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα το 1949.

Εμπλέκεται στην εξόντωση πολλών εκατοντάδων αντιπάλων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την γνωστή σφαγή του Μελιγαλά, καθώς εστάλη ως απεσταλμένος του Γιώργη Σιάντου στην περιοχή συνοδεύοντας τον Άρη Βελουχιώτη και άλλα κομματικά στελέχη του ΚΚΕ.

Η σύλληψη και η δίκη του
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ξαναφτιάξει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις πολλών στελεχών του και από το φόβο. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση το Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 94 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν ο μοναδικός από τους στρατοδίκες που ψήφισε ενάντια στην θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάνης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η αμνηστία που υποχρεώθηκε να του δώσει. Εν τω μεταξύ στις 14 Νοεμβρίου 1951 βρίσκονται παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Φαλήρου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές του ενέργειες κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα φρέσκο κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.

Διεθνής κινητοποίηση
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.

Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Η καταδίκη και η εκτέλεσή του
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τρεις ακόμα συντρόφους του ομόφωνα σε θάνατο. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη που γίνεται εκ του ασφαλούς από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βουκουρεστίου όπου είχε καταφύγει, αλλά και από το ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι "ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας".
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.

Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν νωρίς το πρωί από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακομα και απο τους Γερμανους Ναζι κατακτητες) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

15 Νοεμβρίου 1949: απονέμεται τιμητική διάκριση στις ΗΠΑ στον Έλληνα γιατρό ογκολόγο Γεώργιο Παπανικολάου, που με το Tεστ Παπ, βοήθησε στην έγκαιρη πρόβλεψη του γυναικείου καρκίνου.


Μετά από μακρές έρευνες επί της εκφυλιστικής κληρονομικής επίδρασης του οινοπνεύματος σε ινδικά χοιρίδια ο Παπανικολάου στράφηκε σε προβλήματα αναπαραγωγής σχετιζόμενα με τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων, καθώς και των φυλετικών ορμονών.

Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες προς μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας. Η πρώτη του ανακοίνωση επί της χρησιμοποίησης της κυτταρολογικής μεθόδου προς διάγνωση του καρκίνου της μήτρας το 1928 έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό καθόσον η κρατούσα τότε γνώμη για τέτοιου είδους έρευνα και εφαρμογή επί αποφολιδουμένων κυττάρων ήταν πρακτικά αδύνατη. Τέτοια διάγνωση θεωρούνταν δυνατή, μέχρι την εποχή εκείνη, μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.

Οι έρευνες το Παπανικολάου επεκτάθηκαν στη συνέχεια στις κυτταρολογικές αλλοιώσεις στο καρκίνο του αυχένα. της μήτρας και του ενδομητρίου των οποίων τα πορίσματα δημοσίευσε το 1943 από κοινού μετά του καθηγητή γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουστ σε ειδική μονογραφία υπό τον τίτλο «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων» (Diagnosis of Uterine Cancer by the Vaginal Smear). Η δημοσίευση της εργασίας αυτής ήταν επόμενο να κεντρίσει το παγκόσμιο ιατρικό ενδιαφέρον και να προκαλέσει την άμεση δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή επί του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια επί του πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.

Ο Παπανικολάου με τις εργασίες του αυτές έγινε ο θεμελιωτής νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας» βασιζόμενη ακριβώς στη μελέτη των αποφιλιδουμένων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες αυτού. Η μέθοδος αυτή που έλαβε προς τιμή του την ονομασία «Μέθοδος Παπανικολάου» ή «Τεστ Παπανικολάου» και κατά συγκοπή «Τέστ Παπ» άνοιξε ευρείς νέους ορίζοντες στην ιατρική έρευνα στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία ειδικότερα για τον καρκίνο. Οι δημοσιευμένες εργασίες του Παπανικολάου υπερβαίνουν τις εκατό ενώ τρεις αποτελούν ειδικές μονογραφίες.

Το 1954, ο Παπανικολάου δημοσίευσε το μνημειώδες έργο «Άτλαντας της Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας» (Atlas of Exfoliative Cytology), εδραιώνοντας και επίσημα πια τη νέα ιατρική πρακτική και ειδικότητα που ουσιαστικά ανέπτυξε από το μηδέν.

Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλείστες διακρίσεις μεταξύ των οποίων είναι το μετάλλιο Τιμής της Αμερικανικής Εταιρίας Καρκινολογίας το 1952.

Σήμερα το τεστ Παπανικολάου (τεστ-παπ) χρησιμοποιείται παγκοσμίως για την διάγνωση του καρκίνου της μήτρας, επί της προκαρκινικής δυσπλασίας και άλλων κυτταρολογικών ασθενειών του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος.

15 Νοεμβρίου 2008: πεθαίνει ο Γιώργος Κοίλιαρης, δημοσιογράφος, Τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια αποστολής στο Αφγανιστάν


Ο Γιώργος Κοίλιαρης (1955 - 15 Νοεμβρίου 2008) άρχισε την δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1979 κι υπήρξε συνεργάτης γνωστών εφημερίδων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Τα τελευταία χρόνια της καριέρας του διακρίθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής. Μετά τον τραυματισμό του στο Αφγανιστάν σε τροχαίο υπό συνθήκες που παρέμειναν αδιευκρίνιστες, στην διάρκεια ανθρωπιστικής αποστολής, τον Οκτώβριο του 2008, μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο Άμπου Ντάμπι και κατόπιν στην Αθήνα, όπου απεβίωσε το Νοέμβριο του 2008.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Ο Γιώργος Κοίλιαρης είχε σπουδάσει Ιστορία της Σύγχρονης Τέχνης στην Πολυτεχνική Σχολή του Νιούκασλ της Βρετανίας. Ξεκίνησε την δημοσιογραφική του καριέρα ως ελεύθερος ρεπόρτερ στην εφημερίδα Τα Νέα το Νοέμβριο του 1979. Στη συνέχεια εργάστηκε στις εφημερίδες Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, Πρώτη, Βραδυνή, Αλήθεια, Νίκη, αλλά και στους ραδιοσταθμούς Flash και ΣΚΑΪ. Το τελευταίο διάστημα εργαζόταν στη ΝΕΤ, για την οποία έκανε πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τελευταία αποστολή
Ως πολεμικός ανταποκριτής είχε βρεθεί πολλές φορές σε εμπόλεμες ζώνες, όπως αυτές της Παλαιστίνης, του Λιβάνου, του Ιράκ, της Βοσνίας, του Ναγκόρνο Καραμπάχ, της Γεωργίας, του Σουδάν, του Αφγανιστάν. Κατά την διαμονή του σε ορεινά χωριά του Βορειοανατολικού Αφγανιστάν, είχε ευαισθητοποιηθεί από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης του ντόπιου πληθυσμού (χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επαρκή ρουχισμό, τροφή και εκπαίδευση), ο οποίος μάλιστα μιλούσε γλωσσικό ιδίωμα με αρχαιοελληνικά στοιχεία και ισχυριζόταν ότι κατάγεται από τον Μέγα Αλέξανδρο. Εκτός δημοσιογραφικής αποστολής, ο Κοίλιαρης επέστρεψε στην περιοχή για να μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια, έχοντας δηλώσει πριν την αναχώρησή του για την Καμπούλ στον συνάδελφό του Φώτη Καφαράκη: «Αυτή τη φορά δεν πάω για δουλειά, πάω για την ψυχή μου». Το πρωί της Πέμπτης 9 Οκτωβρίου το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ανετράπη από άγνωστη αιτία, με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να τραυματιστεί σοβαρά σε κεφάλι και αυχένα.  Υπέκυψε στα τραύματά του την 15η Νοεμβρίου 2008 στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου ΚΑΤ και κηδεύτηκε την Τρίτη 18η στο νεκροταφείο Ζωγράφου.

15 Νοεμβρίου 1983: τα κατεχόμενα της Κύπρου ανακηρύσσονται από τον Ραούφ Ντεκτάς "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου".

Σημαία της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου
Εθνόσημο της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου

«Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (τουρ. Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti (KKTC)) ονομάζεται από την Τουρκία το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο τελεί υπό τουρκική κατοχή από το 1974 κατά παράβαση των Διεθνών Κανόνων Δικαίου. Η Τουρκία προέβη στην ανακήρυξη σε κράτος των κατεχομένων αυτών εδαφών, με την ονομασία: Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) (στα τουρκικά Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti), κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών το 1983, διαμελίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ανακήρυξη αυτή έγινε εννιά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την κατευθυνόμενη από την ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών του Δημήτριου Ιωαννίδη, ελληνοκυπριακή απόπειρα ανατροπής του ΠροέδρουΜακαρίου.

Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, από την οποία και εξαρτάται πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά. Τα Ηνωμένα Έθνη εξακολουθούν να αναγνωρίζουν την κυριαρχία της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια του νησιού και έχουν ανακηρύξει την προσπάθεια απόσχισης ως παράνομη. Στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, η ΤΔΒΚ αποκαλείται «ψευδοκράτος» και «κατεχόμενα». O Οργανισμός της Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC) αναβάθμισε το 2004 την εκπροσώπηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στον Οργανισμό, την οποία είχε αναγνωρίσει ως "μωαμεθανική κοινότητα-παρατηρητή" από το 1979, σε "τουρκοκυπριακό κράτος-παρατηρητή", σύμφωνα με την επωνυμία που προέβλεπε για την τουρκοκυπριακή διοίκηση το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο. Η χρήση του όρου "τουρκοκυπριακό κράτος" στο Σχέδιο Ανάν αφορούσε το ένα από τα δύο συστατικά κράτη της προβλεπόμενης ομόσπονδης κυπριακής δημοκρατίας και δεν προοριζόταν για ανεξάρτητη χρήση με την έννοια του κυρίαρχου κράτους, όπως εμμέσως αναγνωρίζει ο Οργανισμός στην "ΤΔΒΚ" ως κρατικό εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων στις εργασίες του.

Ιστορικό
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία κατέχει το 37% περίπου του νησιού. Εκεί είχε εγκαταστήσει μία διοίκηση που της ήταν υποτελής. Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η διοίκηση αυτή ανακήρυξε τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου ανεξάρτητο κράτος. Η αυτοονομαζόμενη «ΤΔΒΚ» ("Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου") δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα κράτος, εκτός από την Τουρκία.

Η αυθαίρετη αυτή ανακήρυξη ανεξαρτησίας, πάνω σε μια περιοχή που κατείχετο στρατιωτικά από μία άλλη χώρα, δεν έγινε δεκτή ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία καταδίκασαν την ενέργεια αυτή με τα Ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη θεώρησαν νομικά άκυρη. Ζήτησαν επίσης την άμεση ανάκλησή της και παράλληλα προέτρεψαν όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν.

Η Τουρκία υποστηρίζει πως η τουρκοκυπριακή πλευρά οδηγήθηκε στην ανακήρυξη εξαιτίας των αξιώσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς για κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί.

Εκτός από τα Ηνωμένα Έθνη, την ανακήρυξη ανεξαρτησίας δεν αναγνώρισε ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με την απόφασή του στην υπόθεση της Τιτίνας Λοϊζίδου, το Ε.Δ.Α.Δ. αποφάσισε πως, λόγω της παρουσίας 30.000 Τούρκων στρατιωτών στο νησί, η διοίκηση στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου είναι μια υποτελής στην Τουρκία διοίκηση και πως η Τουρκία ευθύνεται για τις πράξεις και παραλείψεις της (τουλάχιστον στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) (σκέψεις 56-57).

Παρ' όλα αυτά, ο Οργανισμός Ισλαμικών Συνδιασκέψεων αναγνώρισε τη "Βόρεια Κύπρο" ως κράτος και τη δέχθηκε ως παρατηρητή στον οργανισμό, με την ονομασία "Τουρκικό Κυπριακό κράτος"

Πληθυσμός και πολιτική εποικισμού
Σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής ισορροπίας της Β. Κύπρου, οι αρχές της "ΤΔΒΚ" εξακολουθούν να εμποδίζουν την επιστροφή των Ελληνοκύπριων προσφύγων στα σπίτια τους. Επιπλέον, οι τουρκικές αρχές μετέφεραν την περίοδο 1975-1995 ικανό αριθμό Τούρκων υπηκόων (εκτιμώνται σε περίπου 36.000) από τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και τους εγκατέστησαν στην κατεχόμενη Β. Κύπρο, σε σπίτια Ελληνοκυπρίων που προηγουμένως είχαν αναγκαστεί να τα εγκαταλείψουν σαν αποτέλεσμα της εισβολής. Υπολογίζεται δηλαδή ότι πάνω από το 1/3 του τότε τουρκοκυπριακού πληθυσμού εγκαταστάθηκε την περίοδο εκείνη στη Β. Κύπρο, με αποτέλεσμα σήμερα οι έποικοι να υπερτερούν των γηγενών Τουρκοκυπρίων.

Σύμφωνα με τις τουρκοκυπριακές "αρχές", ο πληθυσμός της "ΤΔΒΚ" ανέρχεται σε 264.172 κατοίκους, από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν γηγενείς Τουρκοκύπριοι. Συγκεκριμένα, κατά την τουρκοκυπριακή πλευρά, από τους 178.000 Τουρκοκύπριους πολίτες, το 74% είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι. Από τους υπόλοιπους, περίπου 16,000 έχουν γεννηθεί στην Κύπρο. Οι υπόλοιποι, περίπου 78,000, είναι έποικοι, ξένοι εργάτες, φοιτητές κ.λπ.

Σύμφωνα με υπολογισμούς των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πληθυσμός της "ΤΔΒΚ" είναι 200.000, εκ των οποίων 80-89.000 είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι και 109.000-117.000 είναι Τούρκοι έποικοι.

Οι στατιστικές πάντως του 1960 τοποθετούσαν τον αριθμό τον Τουρκοκυπρίων σε 102.000 και των Ελληνοκυπρίων σε 450.000.

Μικρός αριθμός Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών (περίπου 3.000) εξακολουθούν να ζουν στο Ριζοκάρπασο και τον Κορμακίτη.

15 Νοεμβρίου 1966: πεθαίνει ο Δημήτριος Τόφαλος, θρυλικός έλληνας αρσιβαρίστας.


O Δημήτριος Τόφαλος ήταν αθλητής της άρσης βαρών. Το 1899 γράφεται στην Γ.Ε. Πατρών, τη σημερινή Παναχαϊκή Γ.Ε.. Παρόλο το ελάττωμα που είχε (σε ηλικία 12 ετών είχε ένα ατύχημα που είχε σαν συνέπεια το ένα του χέρι να είναι πιο μικρό) πέτυχε αμέτρητες νίκες στην άρση βαρών και έγινε διάσημος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πάμπολλες φορές πρωταθλητής Ελλάδος και πρώτος με παγκόσμιο ρεκόρ στην μεσολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα. Αξίζει να σημειωθεί πως το ρεκόρ που κατέρριψε ήταν δικό του από το 1904. Δεν ευτύχησε να λάβει μέρος στην Ολυμπιάδα του 1904 στο Σαιντ Λούις καθώς αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στην Αμβέρσα. Μέγιστη ατυχία, αν αναλογιστεί κανείς πως για να πραγματοποιήσει το ταξίδι έγινε έρανος ώστε να συγκεντρωθεί το ποσό που χρειαζόταν, το οποίο ήταν υπέρογκο για την εποχή. Το 1908 το πρόγραμμα των αγώνων δυστυχώς δεν συμπεριλάμβανε πια την άρση βαρών.

Το 1906 μετά το τέλος της μεσολυμπιάδας, κατά την επιστροφή του στην Πάτρα, οι Πατρινοί του επιφύλαξαν πρωτοφανή υποδοχή με αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ότι στον σταθμό τον περίμεναν 6.000 περίπου φίλαθλοι. Το παγκόσμιο ρεκόρ του διατηρήθηκε μέχρι το 1914. Αργότερα έφυγε για την Αμερική όπου έκανε μεγάλη καριέρα σαν αθλητής της ελευθέρας πάλης (κατς), ενώ έκανε και καριέρα τενόρου. Το 1952, διάσημος πλέον, επέστρεψε στην Πάτρα όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Είχε κατακτήσει 140 έπαθλα στην άρση βαρών και 251 στην ελευθέρα πάλη (κατς). Στην Αμερική διετέλεσε μάνατζερ και προπονητής του Τζιμ Λόντου και πρόεδρος του ελληνικού συλλόγου Ερμής Νέας Υόρκης. Η Πάτρα τον τίμησε, δίνοντας το όνομά του σε οδό της πόλης αλλά και στο κλειστό γυμναστήριο στη συνοικία προάστιο της Πάτρας.

Σε νεότερους χρόνους το όνομά του έγινε συνώνυμο του πολύ δυνατού και μεγαλόσωμου άντρα.(Π.χ. αυτός είναι τόφαλος=θηριώδης.)