Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

8 Νοεμβρίου 1901: Βίαιες συμπλοκές ξεσπούν στο κέντρο της Αθήνας, με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη (Ευαγγελικά).


Ως «Ευαγγελικά», ή Ευαγγελιακά, έχουν καταγραφεί τα αιματηρά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1901 με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα Ακρόπολις των Ευαγγελίων μεταφρασμένων, (στη πραγματικότητα μεταγλωττισμένων) ή αλλιώς, "παραφρασμένων" , κατά την τρέχουσα τότε άποψη, στη δημοτική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1901.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, άρχισε να κάνει τη δειλή εμφάνιση της η μεσοαστική τάξη στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπως συνέβαινε και στις άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Παράλληλα, ένα ανερμάτιστο συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά. Επιπλέον, η νωπή ακόμη η ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όπως την αντιλαμβάνονταν οι και μετέπειτα αθεράπευτοι θιασώτες της Εθνικής Εταιρίας, οδήγησε στην αναθέρμανση του άκρατου εθνικισμού.

Εκείνη την εποχή, ένας λόγιος βαμβακέμπορος του Λονδίνου, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης, «αποδίδει εις την γνησίαν γλώσσαν του ελληνικού Λαού» το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής που τις προσονόμασε Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο. Το έργο αυτό εκτυπώθηκε σε «εργαστήριον εν Αλεξανδρεία της Αιγύπτου» το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Όλγας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Ήδη, βέβαια, η πρώτη μεταφραστική απόπειρα εκείνης της εποχής είχε γίνει το 1898, όταν η βασίλισσα Όλγα έδωσε σχετική εντολή στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου, πράγμα που είχε προκαλέσει την οργή των αρχαϊστών.

Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς "εις την καθωμιλημένην ελληνικήν γλώσσαν η ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία απηγόρευσε πάσαν μετάφρασιν ή παράφρασιν του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου της Κ. Διαθήκης και αυτού του ελληνικού κειμένου της Π. Διαθήκης" κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.

Όταν έφτασε και στην Αθήνα αυτή η απόδοση των Ευαγγελίων πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα Ακρόπολις αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η Ακρόπολις το συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.

Παραδόξως εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτό το έργο ήταν οι φοιτητές «του Αθήνησιν», αλλά και καθηγητές. Μπορεί να γίνει όμως κατανοητή η αντίδραση αυτή έχοντας κατά νου την επικράτηση εκείνη την εποχή του άκρατου εθνικισμού, πράγμα που για το κατεστημένο σήμαινε ότι η βάση και η ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η αρχαιολατρία. Έκφραση αυτής της κατάστασης αποτελούσε η αρχαΐζουσα «καθαρεύουσα» γλώσσα. Η απόκλιση από τη χρήση της θεωρούνταν εθνικό έγκλημα και όποιος την υπονόμευε προδότης, ανεξάρτητα από το αξίωμα, την κοινωνική ή πολιτική θέση που μπορεί να κατείχε. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι δημοτικιστές παρουσιάζονταν ως άθεοι, προδότες και Σλάβοι, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας.

Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να δραστηριοποιούνται. Η εφημερίδα της εποχής Το Άστυ ανέφερε σχετικά με τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου ότι «είχον συναθροισθή εις το αμφιθέατρον του Πανεπιστημίου». Και συνέχιζε: «Μετά μικράν συζήτησιν επί του ζητήματος της μεταφράσεως του Ευαγγελίου απεφάσισαν όπως μεταβώσιν εις την δημοσιεύσασαν αυτήν εφημερίδα εν σώματι και ζητήσουν την διακοπήν της δημοσιεύσεως. Αλλά μετά νεωτέραν σύσκεψιν εθεώρησαν καλόν να ενωθώσι και μετά φοιτητών των λοιπών σχολών και όλοι ομού να προβούν εις διαμαρτυρίαν προ των γραφείων των εφημερίδων όσαι έγραψαν υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου».

Τα πράγματα δεν έμειναν όμως στα πλαίσια εκείνων που συζητήθηκαν και οι φοιτητές δεν περιορίστηκαν στο αίτημά τους. Περίπου 500 φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της Ακροπόλεως, στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θα την πυρπολήσουν  και διά βροντωδών φωνών άλλοι από τα παράθυρα άλλοι από τους εξώστας των γραφείων και οι λοιποί από κάτω» έβριζαν τον Γαβριηλίδη, ο οποίος απουσίαζε. Έφτασε εγκαίρως εκεί, όμως, ο διευθυντής της Αστυνομίας Βούλτσος ο οποίος, εντελώς αυθαίρετα, «τους διεβεβαίωσεν ότι δεν θα επαναληφθή η δημοσίευσις της περί ης ο λόγος μεταφράσεως. Αφού δε επανειλημμένως εζητωκραύγασαν υπέρ αυτού οι φοιτηταί απεσύρθησαν εκείθεν».

Αλλά αυτή η δήλωση του αρχηγού της Αστυνομίας δεν σήμαινε ότι η Ακρόπολις θα διέκοπτε τη δημοσίευση της Νέας Διαθήκης. Συνέχισε τη δημοσίευση αλλά αυτό «ηρέθισε την πάλλουσαν εθνικού σθένους Νεολαίαν». Στις 20 Οκτωβρίου διακόπηκε η δημοσίευση της σειράς από την εφημερίδα. Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «επάλλετο» καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν πλέον μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν «έκκλησιν» στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' να επέμβει στην κατάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ίνα επιμεληθή της αποπομπής του Αρχιεπισκόπου».

Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για υποτιθέμενους «κινδύνους» τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας.

Έτσι το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα αλλά είχε αναδειχθεί σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος». Έτσι, δεν άργησαν τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.

Όταν κάποιοι «εν εθνική μέθη τελούντες» επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, και άλλοι θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής «διά να φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο, η Χωροφυλακή —καθώς δεν υπήρχε Αστυνομία τότε— «εδοκίμασε επί κεφαλών (των διαδηλωτών) άμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν μεγάλες διαστάσεις.

Στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και οχλοκρατική συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτικάντηδες της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή.

Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν οκτώ έως έντεκα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.

Υπήρξαν όμως και άλλα θύματα. H εφημερίδα Ακρόπολις διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών».

Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη. Τα «Ευαγγελικά» όμως οδήγησαν και σε κλιμάκωση της έντασης των όχι ιδιαίτερα θερμών σχέσεων της βασίλισσας Όλγας με τη σύζυγο του γιου της, διαδόχου Κωνσταντίνου, τη Σοφία. H εθνική και δογματική διαφορά που τις χώριζε τροφοδότησε ακόμη έναν εθνικό διχασμό, καθώς η Όλγα, Ρωσίδα μεγάλη δούκισσα, θεωρούνταν εκφραστής των ρωσικών, δηλαδή «σλαβικών», συμφερόντων στην Ελλάδα και η Σοφία, πρώην πριγκίπισσα της Πρωσίας, των γερμανικών.

Ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει λίγο αργότερα η μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, ενός «ευρυμαθούς ελληνιστού και διαπρεπούς αρχαιολόγου». Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι και αυτή τη φορά από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, διαδήλωσαν απαιτώντας να μη γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν, ή κατά άλλες πηγές δύο, νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα θλιβερά αυτά επεισόδια έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά».

Μια ακόμη συνέπεια των Ευαγγελικών ήταν η προσθήκη από την αναθεωρητική βουλή του 1911 στο Σύνταγμα (άρθρο 2, παράγραφος 2) της εξής φράσης: «Το κείμενον των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον· η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Όταν έγινε η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1927 η φράση τροποποιήθηκε στη μορφή «άνευ της προηγούμενης εγκρίσεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας». Η διάταξη αυτή παρέμεινε απαράλλαχτη για τα επόμενα 50 περίπου χρόνια. Στο τελευταίο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 3, παράγραφος 3) προστέθηκε η λέξη «επίσημος» («η εις άλλον γλωσσικόν τύπον επίσημος μετάφρασις»), ενώ στη συζήτηση που συνοδεύτηκε στη Βουλή διευκρινίστηκε η έννοια της "επίσημης" μετάφρασης. Μολαταύτα, οι μεταφραστικές προσπάθειες συνεχίστηκαν όλες τις επόμενες δεκαετίες καθώς ανταποκρίνονταν στη βαθύτερη ανάγκη του λαού για την απόδοση της Γραφής σε γλώσσα σύγχρονη και κατανοητή.