Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

24 Νοεμβρίου 2005: πεθαίνει σε ηλικία 73 ετών ο Αμερικανοιάπωνας ηθοποιός, Πατ Μορίτα. Ο κύριος Μιγιάγκι του «Καράτε Κιντ».


Την τελευταία του πνοή άφησε την Πέμπτη 24 Noεμβρίου 2005 ο 73χρονος Πατ Μορίτα, πρωταγωνιστής μαζί με τον Ράλφ Μάτσιο στη γνωστή ταινία «Καράτε Κίντ» (1984).
O Mορίτα γεννήθηκε στην Καλιφόρνια από Ιάπωνες μετανάστες. Απέκτησε και το όνομα «Νοριγιούκι», όταν ο παραγωγός του Καράτε Κιντ, Τζέρι Ουέιντραουμπ, του είπε ότι με τον τρόπο αυτό το όνομά του θα ακουγόταν πιο... γιαπωνέζικο.
Όπως ανακοινώθηκε, ο θάνατός του προήλθε από φυσικά αίτια.

24 Νοεμβρίου 1954: γεννιέται ο Σέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα.


Ο Εμίρ Νεμάνια Κουστουρίτσα είναι Σέρβος σκηνοθέτης, ηθοποιός και μουσικός.

Κέρδισε δύο φορές τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών (για τις ταινίες του Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές και Underground), κι έχει επίσης τιμηθεί με το Ordre des Arts et des Lettres. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2007, ο Κουστουρίτσα έγινε εθνικός πρεσβευτής της Σερβίας στη UNICEF, μαζί με τους Άνα Ιβάνοβιτς, Γιελένα Τζάνκοβιτς και Αλεξάνταρ Τζόρτζεβιτς. Ο Κουστουρίτσα κατοικεί στο Ντρβένγκραντ, ένα χωριό που έχτισε για την ταινία του Η ζωή είναι ένα θαύμα.

Ζωή και έργο
Γιος του Μουράτ Κουστουρίτσα (δημοσιογράφου που εργαζόταν στην Γραμματεία Πληροφοριών του Σεράγεβο) και της Σένκα Νουμάνκαντιτς (δικαστική γραμματέας) ο νεαρός Εμίρ μεγάλωωσε ως το μοναχοπαίδι μιας κοσμικής μουσουλμανικής Βοσνιακής οικογένειας στη Γκόριτσα, μια γειτονιά στο Σεράγεβο.

Όταν αποφοίτησε από την Ακαδημία Τεχνών FAMU της Πράγας το 1978, ο Κουστουρίτσα άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους για την τηλεόραση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Έκανε το ντεμπούτο του με την ταινία «Θυμάστε την Ντόλυ Μπελ;», η οποία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι για το καλύτερο πρώτο έργο στο Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας εκείνης της χρονιάς. Από το 1981 ως το 1988 ήταν λέκτορας στην Ακαδημία Scenskih Umjetnosti του Σεράγεβο και διευθυντής της Ανοιχτής Σκηνής Ομπαλα (Otvorena scena Obala).

Η δεύτερη κινηματογραφική ταινία του, Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (1985), κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 1985, και πέντε γιουγκοσλαβικά κινηματογραφικά βραβεία, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Έγραψε το σενάριο για την ταινία αυτή και για την «Ντόλλυ Μπελ» σε συνεργασία με τον Αμπντουλάχ Σιντράν. Το 1989, ο Κουστουρίτσα κέρδισε και άλλα βραβεία για την ταινία του «Ο καιρός των τσιγγάνων», σχετικά με την κουλτούρα των Ρομά και την εκμετάλλευση της νιότης τους.

Την επόμενη δεκαετία ο Κουστουρίτσα συνέχισε να δημιουργεί αξιόλογες ταινίες, που περιλαμβάνουν το ντεμπούτο του στην Αμερική, την τανία Arizona Dream (1993) και το επικό Underground (1995), που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα το υ Φεστιβάλ Καννών και βασιζόταν σ’ ένα σενάριο του γνωστού Σέρβου θεατρικού συγγραφέα Ντούσαν Κοβάσεβιτς.

Το 1988 κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για την ταινία του Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος, κωμωδία που εκτυλίσσεται στς όχθες του Δούναβη. Τη μουσική έγραψε το συγκρότημα από το Βελιγράδι «No Smoking Orchestra».

Το 2001, ο Κουστουρίτσα σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ «Ιστορίες σε Σούπερ 8» για το συγκρότημα The No Smoking Orchestra, στο οποίο είναι μέλος.
Το ντοκιμαντέρ του Μαραντόνα για τον Αργεντινό σταρ του ποδοσφαίρου Ντιέγκο Μαραντόνα, παρουσιάστηκε αρχικά στην Ιταλία το Μάιο του 2007. Έκανε πρεμιέρα στη Γαλλία στο Φεστιβάλ Καννών του 2008.
Η ταινία «Οι 3 Υποσχέσεις» ή «Υποσχέσου μου» έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ καννών του 2007.
Ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 2005.
Το 2007, ο Κουστουρίτσα ετοίμασε την πανκ όπερα «Καιροί των τσιγγάνων», που έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2007 στην Όπερα της Βαστίλλης (Opéra Bastille) στο Παρίσι.
Τον Ιούλιο του 2007 ο Κουστουρίτσα σκηνοθέτησε το συνοδευτικό μουσικό βίντεο στο σινγκλ του Μανού Τσάο "Rainin In Paradize".
Στα μέσα Δεκεμβρίου του 2007, ο Κουστουρίτσα ανήγγειλε την ίδρυση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάστεντορφ (Küstendorf). Αυτό έγινε για πρώτη φορά στο χωριό του Κουστουρίτσα από τις 14 ως τις 21 Ιανουαρίου 2008. Από τότε, ο Κουστουρίτσα οργανώνει ετήσια το δικό του ιδιωτικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάστεντορφ.
Η επόμενη ταινία του (Cool Water), θα είναι μια κωμωδία για το υπόβαθρο της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Τα γυρίσματα θα αρχίσουν το Νοέμβριο του 2010 στη Γερμανία. Θα είναι η πρώτη φορά που θα σκηνοθετήσει ταινία που δεν έγραψε ο ίδιος το σενάριο.

24 Νοεμβρίου 1951: γεννιέται ο πολιτικός Μίμης Ανδρουλάκης.


Ο Δημήτριος (Μίμης) Ανδρουλάκης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και συγγραφέας. Γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1951 και μεγάλωσε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και κηπουρός, η μητέρα του μοδίστρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στη Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών. Πήρε μέρος στην αντιδικτατορική αντίσταση και διώχθηκε από τη Χούντα. Ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και της ευρύτερης Αριστεράς πάνω από 20 χρόνια, στενός συνεργάτης του Χαρίλαου Φλωράκη, υπεύθυνος από το Πολιτικό Γραφείο, για την ιδεολογία, τον τύπο, τις εκδόσεις και για την ενότητα της Αριστεράς. Bουλευτής και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ενιαίου ΣΥΝ.

Από το 1990, ο Μίμης Ανδρουλάκης πήρε μια σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες για την υπέρβαση του σχίσματος ΠΑ.ΣΟ.Κ. – Αριστεράς. Με το βιβλίο του ΜΕΤΑ διατύπωσε τη θέση του για ένα πολιτικό, ιδεολογικό, προγραμματικό και οργανωτικό πλαίσιο για τη ριζική ανασύνθεση του χώρου της δημοκρατικής, σοσιαλιστικής και οικολογικής Αριστεράς.

Από την εποχή εκείνη και μετά έμεινε πολιτικά ανέντακτος στο χώρο της αριστεράς. Στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1993 και μετά στήριξε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ωστόσο η απόπειρα πολιτικής συνεργασίας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Κώστα Σημίτη απέτυχε. Στις βουλευτικές εκλογές του 2004 υποστήριξε ξανά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Γιώργου Παπανδρέου και εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στις εκλογές του 2007 και του 2009 επανεκλέχτηκε με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη Β' Εκλογική Περιφέρεια Αθηνών.

Ο Μίμης Ανδρουλάκης είναι ένας από τους 155 βουλευτές που στις 29 Ιουνίου 2011 υπερψήφισαν το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, ενώ χιλιάδες κόσμου βρίσκονταν στους δρόμους της χώρας διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους σε αυτό.

Έχει εργαστεί στην οικονομική ανάλυση - πρόγνωση στον ιδιωτικό τομέα. Έχει εργαστεί επίσης στον τύπο και στο ραδιόφωνο. Είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ και συγγραφέας λογοτεχνικών και πολιτικοϊδεολογικών έργων. Δημιούργησε τις ραδιοφωνικές εκπομπές «Καινά δαιμόνια», «Γυμνό Σάββατο» και «Ε, φίλε!» στον Flash 96 (τότε Flash 9|61). Έγραψε επίσης θεατρικά έργα και άλλα αφηγήματα για το ραδιόφωνο καθώς και αφιερώματα στα μεγάλα ρεύματα της παγκόσμιας μουσικής.

24 Νοεμβρίου 1946: γεννιέται ο κατά συρροή δολοφόνος Τεντ Μπάντι.


ΧΩΡΟΣ ΔΡΑΣΗΣ: Γιούτα, Κολοράντο
ΧΡΟΝΟΣ ΔΡΑΣΗΣ: Ιανουάριος 1974-Απρίλιος 1978
ΘΥΜΑΤΑ: Βίασε, σκότωσε και κάποιες φορές αποκεφάλισε περισσότερες από 20 γυναίκες.

Όσοι τον γνώριζαν τον περιέγραψαν ως ειλικρινή ευφυή και γοητευτικό. Είχε εκφραστικά μάτια και γινόταν συμπαθής σε άντρες και γυναίκες. Ντυνόταν ωραία, σπούδαζε νομικά, ασχολιόταν με την πολιτική και είχε ποικίλα ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων και την εκμάθηση κινέζικων. Το 1971 είχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που προσέφερε ψυχολογική βοήθεια σε μοναχικούς ακροατές. Μάλιστα μια η ταινία «Το παιχνίδι του δολοφόνου» που γυρίστηκε το 2002 είχε ως βάση τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του. Ο Μπάντι συνήθιζε να φορά έναν ψεύτικο γύψο στο χέρι του και να περνά πολλές ώρες σε βιβλιοθήκες. Έκανε ότι του έπεφταν τα βιβλία και ζητούσε βοήθεια από την πλησιέστερη νεαρή γυναίκα. Μετά της ζητούσε να του βάλει μπρος το αυτοκίνητο, τη χτυπούσε στο κεφάλι με το γύψο και την έπαιρνε μαζί του. Συνελήφθη τυχαία σε μια έρευνα της αστυνομίας. Πάνω του βρέθηκαν ατράνταχτα ενοχοποιητικά στοιχεία. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο. Ως τις 24 Ιανουαρίου 1989 που οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, λάμβανε καθημερινώς εκατοντάδες γράμματα από θαυμαστές και θαυμάστριες του.

24 Νοεμβρίου 1864: γεννιέται ο Γάλλος ζωγράφος Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ, ο άνθρωπος που έκανε την αφίσα τέχνη.



O Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ (Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa, 24 Νοεμβρίου 1864 - 9 Σεπτεμβρίου 1901) ήταν Γάλλος ζωγράφος.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο Αμπλί, προάστιο του Παρισιού, γιος του Κόμη Αλφόνσου και της Κόμισσας Αντέλ ντε Τουλούζ-Λωτρέκ (Adèle de Toulouse-Lautrec), γόνος ιστορικής και αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία ωστόσο την περίοδο της γέννησης του, είχε ήδη χάσει μέρος του παλαιότερου κύρους της. Οι γονείς του συνδέονταν μεταξύ τους με συγγένεια πρώτου βαθμού, πρακτική που ήταν ευρύτερα διαδεδομένη εκείνη την εποχή προκειμένου να διατηρηθεί η περιουσία της οικογένειας μεταξύ των μελών της. Το γεγονός αυτό ωστόσο οδηγούσε σε γενετικές ανωμαλίες, όπως και στην περίπτωση του Λωτρέκ, του οποίου τα πόδια σταμάτησαν να αναπτύσσονται φυσιολογικά, μετά από ρήξεις που υπέστη στο αριστερό και δεξί του πόδι, σε ηλικία 12 και 14 ετών αντίστοιχα. Το ύψος του Λωτρέκ έφθανε μόλις το 1.5 μέτρο ενώ σε αντίθεση με τα πόδια του, το υπόλοιπο σώμα του είχε φυσιολογική ανάπτυξη.

Εξαιτίας αυτής της ανωμαλίας στη σωματική του διάπλαση, αδυνατούσε να ακολουθήσει μία συμβατική κοινωνική ζωή, γεγονός που πιθανά λειτούργησε καταλυτικά στο να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Αποτέλεσε σημαντικό καλλιτέχνη του μετα-ιμπρεσιονισμού ενώ θεωρείται από πολλούς και ο επίσημος εικονογράφος της νυχτερινής ζωής εκείνης της εποχής – της λεγόμενης Μπελ Επόκ (belle epoque) – στα καμπαρέ του Παρισιού. Οι πίνακές του χαρακτηρίζονταν από έντονα χρώματα και ανθρώπινες παρουσίες. Θεωρείται επιπλέον ένας από τους πρωτοπόρους στην τέχνη της αφίσας, γνωστός κυρίως για τις αφίσες που φιλοτέχνησε για το καμπαρέ Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge). Ασχολήθηκε ακόμα με την τεχνική της λιθογραφίας, επηρεασμένος από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά.

Έζησε κυρίως στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αντιμετώπισε πρόβλημα αλκοολισμού και πέθανε σε ηλικία 37 ετών, έχοντας προσβληθεί από σύφιλη.

24 Νοεμβρίου 1826: γεννιέται ο Κάρλο Λορεντσίνι, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Κάρλο Κολόντι, ιταλός συγγραφέας. («Πινόκιο»)


Ο Κάρλο Λορεντσίνι (1826 – 1890), γνωστός με το καλλιτεχνικό του όνομα Κάρλο Κολόντι ), ήταν Ιταλός συγγραφέας γνωστός για το παγκοσμίου φήμης παιδικό μυθιστόρημα «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο».

Βιογραφία
Ο Κολόντι γεννήθηκε στην Φλωρεντία.

Κατά τους Πολέμους της Ιταλικής Ανεξαρτησίας εναντίον της Αυστριακής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 1848 και 1860, υπηρέτησε ως εθελοντής με τον στρατό της Τοσκάνης. Το ενεργό του ενδιαφέρον σε πολιτικά θέματα μπορεί να φανεί στα πρώτα έργα του αλλά και στην ίδρυση της σατιρικής εφημερίδας Il Lampione. Αυτή η εφημερίδα λογοκρίθηκε με διαταγή του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης το 1849, αλλά επανεμφανίστηκε τον Μάιο του 1860.

Ο Λορεντσίνι απέκτησε φήμη το 1856 με το μυθιστόρημά του In vapore και είχε αρχίσει έντονη δραστηριότητα σε άλλες πολιτικές εφημερίδες όπως στην Il Fanfulla. Την ίδια περίοδο προσλήφθηκε από την Επιτροπή Λογοκρισίας για το Θεάτρο. Αυτή την περίοδο συνέθεσε δίάφορες σατιρικές παραστάσεις και ιστορίες όπως: Macchiette (1880), Occhi e nasi (1881), Storie allegre (1887).

Το 1875, εισάγεται στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας με το Racconti delle fate, μία μετάφραση του γαλλικού παραμυθιού του Σαρλ Περώ. Το 1876 έγραψε το Giannettino(εμπνευσμένο από το Giannetto του Alessandro Luigi Parravicini), το Minuzzolo, και το Il viaggio per l'Italia di Giannettino, μία σειρά που εξερευνά την ιταλική επανένωση μέσω των ειρωνικών στοχασμών του χαρακτήραGiannettino.

Ο Λορεντσίνι γοητεύτηκε από την ιδέα να χρησιμοποιήσει έναν συμπαθή και αθεόφοβο χαρακτήρα με σκοπό να εκφράσει τις προσωπικές του πεποιθήσεις μέσω της αλληγορίας. Το 1880 ξεκίνησε να γράφει την «Ιστορία μίας μαριονέτας» (ιταλικά: Storia di un burattino), που ονομάστηκε επίσης «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο», που δημοσιευόταν εβδομαδιαία στην πρώτη ιταλική παιδική εφημερίδαIl Giornale dei Bambini.

Ο Λορεντσίνι πέθανε το 1890 στην Φλωρεντία αγνοώντας την αναμενόμενη φήμη και δημοτικότητα του έργου του: καθώς στην αλληγορία της ιτορίας, ο Πινόκιο τελικά ξέφυγε για να οδηγήσει την δική του ανεξάρτητη ζωή, διακριτά από αυτή του συγγραφέα.

Τάφηκε στο "San Miniato al Monte Basilica".

24 Νοεμβρίου 1962: ο Άβελ Τάσμαν γίνεται ο πρώτος Ευρωπαίος που φτάνει και ανακαλύπτει το νησί Τασμανία, όπως ονομάστηκε προς τιμήν του.


Η Τασμανία είναι μεγάλο νησί 200 περίπου χιλιόμετρα νότια της ηπειρωτικής Αυστραλίας που, μαζί με πολλά νησιά και νησίδες, συνιστά ένα από τα ομόσπονδα κρατίδια (πολιτείες) που συναποτελούν το κράτος Αυστραλία. Η Τασμανία έχει πληθυσμό 502.600 κατοίκους (Ιούνιος 2009) και έκταση 68.332 km², δηλαδή πάνω από το μισό της Ελλάδας (68.401 η πολιτεία, 7η σε έκταση και έκτη σε πληθυσμό από τις πολιτείες της Αυστραλίας).

Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη είναι το Χόμπαρτ, ενώ άλλα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα περιλαμβάνουν το Λάουνσεστον στα βόρεια και τα Ντέβονπορτ, Μπέρνι στα βορειοδυτικά.

Η υποανταρκτική νήσος Μακουάρι βρίσκεται επίσης υπό τη διοίκηση της Πολιτείας της Τασμανίας.

Γεωγραφία
Το βορειότερο σημείο της Τασμανίας είναι το Ακρωτήριο Γούλνορθ. Η απόσταση από εκεί μέχρι το νοτιότερο σημείο, το Νοτιοανατολικό Ακρωτήριο, είναι 364 χιλιόμετρα, ενώ η απόσταση από το δυτικότερο άκρο («Δυτικό Ακρωτήριο») μέχρι το ανατολικότερο (Ακρωτήριο Έντυστοουν) είναι 306 χιλιόμετρα (περίπου μιάμιση φορά οι διαστάσεις της Πελοποννήσου). Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του μέσου της είναι περίπου 42° νότιο πλάτος και 147° ανατολικό μήκος.

Η Τασμανία έχει εύκρατο κλίμα και θεωρήθηκε τόσο παρόμοια σε ορισμένα τοπία με την προβιομηχανική Αγγλία, ώστε αναφερόταν από ορισμένους αγγλικής καταγωγής αποίκους ως «μια Νότια Αγγλία».

Η νήσος είναι ηφαιστειακώς αδρανής τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια και έχει παλαιές και «στρογγυλεμένες» (όχι απόκρημνες) οροσειρές, παρόμοια με την καθαυτό Αυστραλία και σε αντίθεση με τη Νέα Ζηλανδία. Οι πιο ορεινές περιοχές είναι τα Κεντρικά Υψίπεδα και το νοτιοδυτικό τμήμα. Το υψηλότερο βουνό της Τασμανίας είναι το όρος Όσσα, με ψηλότερη κορυφή στα 1617 μέτρα. Αντίθετα, η κεντροανατολική περιοχή (Midlands) είναι σχετικώς επίπεδη και χρησιμοποιείται για καλλιέργειες, παρότι η κτηνοτροφία σε διάφορες εκφάνσεις της απαντάται σε ολόκληρη την Πολιτεία.

Η δυτική ακτή, πυκνοκατοικούμενη και με συνεχιζόμενη παράδοση άνω των 150 ετών στην εξόρυξη και εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου, είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Τασμανίας. Δέχεται μεγάλες βροχοπτώσεις, που συντηρούν την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Η Οροσειρά της Δυτικής Ακτής φιλοξενεί ορισμένα από τα γνωστότερα ορυχεία στις πλαγιές της, όπως το ορυχείο του Όρους Λάυελ.

Το νοτιοδυτικό τμήμα είναι πυκνοδασωμένο, με το Νοτιοδυτικό Εθνικό Δρυμό να περιλαμβάνει κάποια από τα τελευταία εύκρατα δάση στο Νότιο Ημισφαίριο. Η διαχείριση μιας τέτοιας απομονωμένης και δυσπρόσιτης περιοχής έγινε ευκολότερη και πλέον αξιόπιστη με τη χρήση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης.

Η πυκνότητα πληθυσμού της Τασμανίας είναι μόλις 7,16 κάτοικοι ανά km². Η πλειονότητα του πληθυσμού ζει δίπλα ή κοντά στα ποτάμια προς τις ακτές: Ο Ποταμός Ντεργουέντ και ο Ποταμός Huon βρίσκονται στα νότια, ενώ οι ποταμοί Ταμάρ και Μέρσεϋ στα βόρεια.

Το εύκρατο κλίμα (η Τασμανία είναι η μόνη πολιτεία της Αυστραλίας που εκτείνεται και νότια από τον 40ό παράλληλο) και το εξοχικό περιβάλλον καθιστούν την Τασμανία αγαπημένο προορισμό και μόνιμη κατοικία για τους συνταξιούχους της Αυστραλίας, που έζησαν υπό ημιτροπικό ή και τροπικό κλίμα.

Η Τασμανία χωρίζεται από την Αυστραλιανή ήπειρο από τον Πορθμό Μπας, ένα από τους δυσκολότερους για τη ναυσιπλοΐα στον κόσμο εξαιτίας των ρευμάτων του Ινδικού και του Νότιου Ωκεανού που συγκρούονται εκεί, ενισχυόμενα και από το μικρό του βάθος (γύρω στα 60 μέτρα).

Η τοπική ώρα της Τασμανίας είναι 10 ώρες μπροστά από την ώρα Γκρήνουιτς, αλλά εξαιτίας της αντιστροφής των εποχών σε σχέση με το βόρειο ημισφαίριο και της χρήσεως της θερινής ώρας, βρίσκεται πότε 7 και πότε 9 ώρες μπροστά από την ώρα Ελλάδος.
Ιστορία
Η πρώτη θέαση της Τασμανίας από Ευρωπαίο καταγράφεται στις 24 Νοεμβρίου 1642 από τον Ολλανδό εξερευνητή Άμπελ Τάσμαν, ο οποίος την ονόμασε Anthoonij van Diemenslandt, από τον χορηγό του, Κυβερνήτη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Το όνομα συντομεύθηκε αργότερα σε «Γη του Βαν Ντίμεν» (Van Diemens Land) από τους Βρετανούς. Ο Τζέιμς Κουκ αντίκρυσε επίσης το νησί το 1777, και αρκετοί άλλοι Ευρωπαίοι θαλασσινοί βγήκαν στις ακτές του, προσθέτοντας μια ποικιλία στα ονόματα της τοπογραφίας του.

Ο πρώτος μόνιμος οικισμός έγινε από τους Βρετανούς στο Ρίσντον Κόουβ επί της ανατολικής όχθης του ποταμού Ντέργουεντ, στις εκβολές του, το 1803: Επρόκειτο για μια μικρή αποστολή από το Σίδνεϋ, υπό τον υπολοχαγό John Bowen, με σκοπό την αποτροπή της διεκδικήσεως της νήσου από τους Γάλλους. Το 1804 ένας άλλος οικισμός ιδρύθηκε από τον λοχαγό David Collins, 5 χιλιόμετρα πιο νότια, στο Σάλλιβανς Κόουβ, όπου υπήρχε περισσότερο γλυκό νερό. Αυτός ο δεύτερος οικισμός έγινε γνωστός ως Hobart Town ή Hobarton, και εξελίχθηκε στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού Hobart (το όνομα του Βρετανού υπουργού αποικιών την εποχή εκείνη). Ο οικισμός στο Ρίσντον Κόουβ εγκαταλείφθηκε αργότερα.

Οι περισσότεροι από τους πρώτους Ευρωπαίους που εγκαταστάθηκαν στην Τασμανία ήταν κατάδικοι με τους φρουρούς τους, με αποστολή τους την ανάπτυξη της γεωργίας και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Αρκετοί άλλοι οικισμοί καταδίκων ιδρύθηκαν στη Γη του Βαν Ντίμεν, όπως δευτερεύουσες φυλακές, π.χ. οι ιδιαίτερα σκληρές στο Πορτ Άρθουρ στα νοτιοανατολικά και στο Λιμάνι Μακουάρι στη δυτική ακτή.

Η Γη του Βαν Ντίμεν ανακηρύχθηκε ξεχωριστή αποικία από τη Νέα Νότια Ουαλία, με το δικό της δικαστικό σώμα και νομοθετικό συμβούλιο, στις 3 Δεκεμβρίου 1825.

Επιφανείς Τασμανοί

Έρολ Φλυν, ηθοποιός
Jaason Simmons, ηθοποιός του Baywatch
Graeme Murphy, χορευτής και χορογράφος
Peter Sculthorpe, μουσικοσυνθέτης
Mary Donaldson, μετά τον γάμο της Πριγκήπισσα Μαίρη της Δανίας

Ιθαγενή ζώα
Θυλακίνη
Η Τασμανία φιλοξενούσε τη θυλακίνη, ένα μαρσιποφόρο που έμοιαζε με σκύλο. Γνωστή με την κοινή ονομασία «τίγρης της Τασμανίας» για τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις στη γούνα της ράχης της, η θυλακίνη εξαφανίσθηκε από την κυρίως Αυστραλία πολύ νωρίτερα εξαιτίας του ανταγωνισμού τουντίνγκο (άγριου σκύλου της Αυστραλίας), που είχε εισαχθεί κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Το κυνήγι από τους αγρότες, από κυνηγούς που λάβαιναν αμοιβή για κάθε κεφάλι από την κυβέρνηση και (στα τελευταία) από συλλέκτες και μουσεία ανά τον κόσμο, φαίνεται ότι έχει οδηγήσει στην εξάλειψή της και από την Τασμανία. Το τελευταίο ζώο που γνωρίζουμε ψόφησε σε αιχμαλωσία το 1936. Πολλές υποτιθέμενες εμφανίσεις του είδους έχουν αναφερθεί από τότε, αλλά καμιά δεν επιβεβαιώθηκε.
Ο διάβολος της Τασμανίας
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι ένα σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που βρίσκεται αποκλειστικά στο νησί της Τασμανίας και έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι πιο χοντρό και μυώδες. Χαρακτηρίζεται από μαύρο τρίχωμα με λευκές κηλίδες. Το δυνατό και ενοχλητικό συριστικό ουρλιαχτό του συνάδει με την άγρια συμπεριφορά του, ενώ τρέφεται κυρίως με ψοφίμια. Επεβίωσε του αποικισμού των Ευρωπαίων και μέχρι πρόσφατα ήταν πολυπληθής σε όλο το νησί. Η γρήγορη οδήγηση οχημάτων στους επαρχιακούς δρόμους είναι πρόβλημα και για το ζώο αυτό, που σκοτώνεται συχνά ενώ τρώει άλλα ζώα που έχουν σκοτωθεί στον δρόμο νωρίτερα, όπως τα γουάλαμπι.
Ο πληθυσμός του διαβόλου της Τασμανίας το 2005 είχε μειωθεί κατά τόπους έως και 80% από μια ασθένεια, τους όγκους του προσώπου, που εξαπλώθηκε βαθμιαία σε όλο το νησί. Πιστεύεται ότι η ασθένεια εξαπλώνεται από τις μάχες των διαβόλων πάνω από τα πτώματα από τα οποία τρέφονται, οπότε δαγκώνουν ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την ασθένεια και γίνονται εντατικές έρευνες για την εύρεση της αιτίας της. Υπάρχει και πρόγραμμα ανατροφής σε αιχμαλωσία από την τοπική κυβέρνηση.

24 Νοεμβρίου 1995: πεθαίνει σε ηλικία 63 ετών ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Μαλ.



Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός, εκπρόσωπος του Γαλλικού νέου κύματος. Γεννήθηκε στην Τουμερίς, το 1932. Απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Σορβόννη και κινηματογράφο στην IDHEC στο Παρίσι. Ξεκίνησε ως βοηθός του Ρομπέρ Μπρεσσόν και στη συνέχεια προσελήφθη από τον Ζακ Ιβ Κουστώ ως κινηματογραφιστή στο «Καλυψώ», με τον οποίο σκηνοθέτησαν μαζί την πρώτη του ταινία το 1956. Χρόνια αργότερα ο Κουστώ χαρακτήρισε τον Λουί Μαλ ως τον καλύτερο υποβρύχιο κινηματογραφιστή που είχε πότε. Το 1958 σκηνοθετεί την ταινία "Οι εραστές" μια ταινία-σταθμός στην εξέλιξη του ερωτικού κινηματογράφου, που προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή της για μία ερωτική σκηνή, αποσπά τον θαυμασμό του Τρυφώ που σχολίασε: "O Λουί Μαλ σκηνοθέτησε την πρώτη ερωτική ταινία του κινηματογράφου". Σκηνοθέτησε ταινίες και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πέθανε το 1995 από λέμφωμα.

Φιλμογραφία
1994 Ο Βάνια στο Μπροόντγουεη
1992 Μοιραίο Πάθος
1990 Ο Μιλού τον Μάη
1987 Αντίο παιδιά
1986 God's Country (ντοκ.)
1985 Alamo Bay
1984 Crackers
1981 My Dinner with Andre
1980 Atlantic City
1978 Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης
1976 Close Up (ντοκ. μ.μ.)
1975 Black Moon
1974 Place de la république (ντοκ.)
1974 Επώνυμο Λακόμπ όνομα Λυσιέν
1974 Humain, trop humain (ντοκ.)
1971 Φύσημα στη καρδιά
1969 Calcuta (ντοκ.)
1968 Στον ίλιγγο της ακολασίας (απόσπασμα: "William Wilson")
1967 Ο κλέφτης
1965 Βίβα Μαρία
1963 Η φλόγα που τρεμοσβήνει
1962 Ιδιωτική ζωή
1960 Δύο μάτια είδαν πολλά
1958 Οι εραστές
1958 Ασανσέρ για δολοφόνους
1956 Ο κόσμος της σιωπής
1954 Station 307 (μ.μ.)
1953 Crazeologie (μ.μ.)

24 Νοεμβρίου 1993: στην Κίνα, ανακαλύπτεται αρχαία ελληνική πόλη, της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου.



Ένα δημοσίευμα αυστραλιανής εφημερίδας τάραξε τα ιστορικά ύδατα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Το δημοσίευμα έλεγε για Ελληνικό πολιτισμό σε πόλη της Κίνας. Έτσι έχουμε το παράδοξο ότι αφού ο Μέγας Αλέξανδρος έφθασε μέχρι το Γάγγη ποταμό πως υπάρχουν Ελληνικές πόλεις στην Κίνα;

Μήπως ο Αλέξανδρος έφθασε μέχρι το εσωτερικό της Κίνας; Ή τουλάχιστον, έφθασαν εκεί στρατεύματά του; Αναπάντητα ιστορικά ερωτήματα, αφού δεν υπάρχουν οι ανάλογες ιστορικές πηγές που να τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο.
Κι όμως στην Κίνα βρέθηκε αρχαία Ελληνική πόλη. Αυτό μας λέει το δημοσίευμα της Μελβούρνης το 1993. Ή για να ακριβολογούμε: σε πανάρχαια κινεζική πόλη είχαν εγκατασταθεί στρατεύματα του Αλεξάνδρου, τα αντικείμενα των οποίων έμελλε να βρεθούν 2.300 χρόνια μετά.

Η ανακάλυψη δεν είναι νέα, δηλαδή δεν είναι ούτε του προαναφερόμενου χρόνου. Πηγαίνει αρκετά πίσω..

Ο Βρετανός εξερευνητής σερ Όρελ Στέιν, περιδιαβάζοντας την Κίνα το 1903 άκουσε από Κινέζους χωρικούς για την ύπαρξη μιας αρχαίας Ελληνικής πόλης κάτω από μεγάλους αμμόλοφους. Πρόκειται για την πανάρχαια πόλη Νίγια που στις επόμενες δεκαετίες χάθηκαν τα ίχνη της. ( Όταν επιβλήθηκε στην Κίνα το κομμουνιστικό καθεστώς τα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα αδράνησαν).

Από τη δεκαετία, όμως, του 1980, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον και έτσι μια ομάδα Κινέζων και Ιαπώνων ερευνητών άρχισε να ψάχνει για την χαμένη πόλη Νίγια κάπου 640 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης Kashgar.

Πράγματι έπειτα από κοπιώδη έρευνα βρήκαν κάτω από τους αμμόλοφους τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
Στη διαδικασία της ανασκαφής με μεγάλη έκπληξη εντόπισαν μέσα στα ερείπια έπιπλα Ελληνικού στυλ(!!)

Βρήκαν δηλαδή, ανάγλυφες παραστάσεις με μαιάνδρους, αμφορείς Ελληνικούς με αναπαραστάσεις από τα Ομηρικά Επη.
Η χρονολόγησή τους ανάγεται στα χρόνια της Αλεξανδρινής Εκστρατείας. Η ανακάλυψη είχε μεγάλο ενδιαφέρον.

Κανένα ιστορικό στοιχείο δεν υπήρχε που να αναφέρει έστω αόριστα την παρουσία των Ελλήνων στην κινεζική αυτή επαρχία.

Η είδηση των ευρημάτων της ανασκαφής μεταδόθηκε από το κινεζικό πρακτορείο και δημοσιεύθηκε πρώτα στην Αυστραλία και από εκεί αναδημοσιεύθηκε στον Ελληνικό Τύπο.

24 Νοεμβρίου 1990: στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ, εορτάζονται τα 72 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ και την έκδοση του "Ριζοσπάστη".


Πολιτική εφημερίδα, σήμερα αποτελεί όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Ιδρυτής του Ριζοσπάστη ήταν ο Γ. Πετσόπουλος, ο οποίος αγόρασε το δικαίωμα έκδοσης της εφημερίδας με αυτό τον τίτλο από τον Γεώργιο Φιλάρετο που εξέδιδε εφημερίδα με το ίδιο όνομα από το 1908 μέχρι το 1911. Η πρώτη έκδοση του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» έγινε τον Ιούνιο του 1916 στη Θεσσαλονίκη και διατηρήθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε η έκδοσή της στις 23 Ιουλίου 1917 που διατηρήθηκε μέχρι το 1936, όπου απαγορεύτηκε η συνέχεια της έκδοσής της. Ξεκίνησε η επανέκδοσή της το 1944, αλλά και πάλι διατάχθηκε η διακοπή της το 1947 θεωρούμενη παράνομη. Μετά τη μεταπολίτευση το 1974, στις 25 Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε και πάλι η κυκλοφορία της που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Ο Ριζοσπάστης για πολλά χρόνια βρισκόταν υπό καθεστώς διωγμού στην Ελλάδα, άλλες φορές επίσημα, άλλες ανεπίσημα. Ακόμα και όταν κυκλοφορούσε ελεύθερα, σπανίως αγοραζόταν από τα περίπτερα, υπό το φόβο των καταδοτών. Στην πώλησή του βοηθούσαν τα κατά τόπους οργανωμένα τμήματα της Νεολαίας του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, πουλώντας χέρι με χέρι την εφημερίδα.

24 Νοεμβρίου 1901: θεμελιώνεται το Εθνικό Θέατρο.


Το Εθνικό Θέατρο είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν. 2273/94) –οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα– με σκοπό την προαγωγή, μέσω της θεατρικής τέχνης, της πνευματικής καλλιέργειας του λαού και της διαφύλαξης της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας του.

Σκοποί
Σύμφωνα με το καταστατικό του στους σκοπούς του περιλαμβάνονται κυρίως:
Η μελέτη, η έρευνα, η σκηνική διδασκαλία και η διάδοση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό του αρχαίου δράματος.
Η σκηνική διδασκαλία, η προώθηση και η ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας.
Η σκηνική παρουσίαση και η ερμηνεία κλασικών έργων.
Η έρευνα, η αναζήτηση και ο πειραματισμός σε νέες μορφές θεάτρου και σκηνικής έκφρασης.
Η πραγματοποίηση παραστάσεων για παιδιά και νέους.
Η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης με τη δημιουργία Δραματικής Σχολής.
Η προώθηση διεθνών θεατρικών ανταλλαγών και της παγκόσμιας θεατρικής συνεργασίας, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης και των χωρών όπου δραστηριοποιείται ο απόδημος Ελληνισμός.
Η δημιουργία προϋποθέσεων και κινήτρων για την ανάδειξη και ενθάρρυνση του θεατρικού δυναμικού της χώρας.

Σκηνές
Το Εθνικό Θέατρο περιλαμβάνει την Κεντρική Σκηνή –που ανεβάζει έργα κυρίως κλασικού ρεπερτορίου–, τη Νέα Σκηνή και την Πειραματική Σκηνή.

Από το 1991 λειτουργεί επίσης η σκηνή «Κοτοπούλη» στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ και από το 1995 το παιδικό στέκι (σκηνή «Κατίνα Παξινού»).
Διοίκηση
Το Εθνικό Θέατρο διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο και από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του. Υπό την εποπτεία του τελευταίου λειτουργεί η Δραματική Σχολή του, που στεγάζεται στην οδό Πειραιώς.

Το Εθνικό Θέατρο άρχισε να κτίζεται ως Βασιλικό θέατρο το 1891 χάρη σε δωρεά ύψους 10.000 αγγλικών λιρών που πρόσφερε ο ομογενής Ευστράτιος Ράλλης στον Βασιλέα Γεώργιο Α΄ προκειμένου να τα διαθέσει εκείνος όπου νόμιζε καλύτερα. Έτσι με απόφαση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ τελικά επιλέχθηκε μετά από πολύμηνη αναζήτηση οικοπέδου, αρχικά πλησίον της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος, σε οικόπεδο του αυλικού Νικολάου Θων επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, που για την ολοκλήρωσή του όμως συνεισέφεραν επίσης οι Κοριαλένης και Ευγενίδης καθώς φυσικά και το δημόσιο ταμείο.

Ο γερμανός αρχιτέκτονας του κτιρίου Ερνέστος Τσίλλερ, εμπνεόμενος από τον αναγεννησιακό ρυθμό, σχεδίασε την πρόσοψη έχοντας ως πρότυπο τη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Το κεντρικό της τμήμα είναι εξαιρετικά πλούσιο σε διακοσμητικά στοιχεία, με κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού ενώ τα δύο πλευρικά τμήματα αποτελούν μία τυπική νεοκλασική σύνθεση. Οι αρχικές εσωτερικές εγκαταστάσεις σκηνής, φωτισμού και θέρμανσης ήταν οι πιο προηγμένες εκείνης της εποχής, σχεδιασμένες από Βιεννέζους μηχανικούς και κατασκευασμένες σε εργοστάσια του Πειραιά.

Το κτίριο ανακαινίστηκε για πρώτη φορά το 1930-31, υπό την εποπτεία του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη. Το 1960-63 κατεδαφίστηκε το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» στη γωνία της οδού Μενάνδρου και κτίστηκε η νέα πτέρυγα (της Νέας Σκηνής). Το 1979-1982 κτίστηκε το τριώροφο υπόγειο στο πίσω οικόπεδο, το οποίο όμως παρέμεινε ημιτελές μέχρι τις μέρες μας.

Σήμερα το κτίριο είναι διατηρητέο (σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 21980/250/27-2-52, Φ.Ε.Κ. 54/τ.β'/5-3-52) και άρτι ανακαινισμένο. Οι εργασίες, που αρχικά προβλέπονταν να ολοκληρωθούν στα τέλη του 2007, τελικά ήρθαν σε πέρας τον Οκτώβριο του 2009 και περιλαμβάνουν ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου, του διάκοσμου, ένα νέο κτίριο, αναβάθμισμη του εξοπλισμού της σκηνής, βελτιωμένη αίθουσα (πλατεία και εξώστες), καινούργιο θέατρο 260-300 θέσεων για τη Νέα Σκηνή και διαρρύθμιση που ενοποιεί και τα τέσσερα κτίρια.
Ιστορικό
Το Θέατρο ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1900 ως επίσημο Βασιλικό Θέατρο για να κλείσει όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα (1908) και να δωθεί σε κοινή χρήση μέχρι το 1932. Ως Εθνικό Θέατρο επανιδρύθηκε με νόμο του τότε Υπουργού Παιδείας, Γεωργίου Παπανδρέου στις 3 Μαΐου του 1930. Μόνιμοι συνεργάτες του θεάτρου ορίστηκαν οι: Φώτος Πολίτης (σκηνοθέτης), Κλεόβουλος Κλώνης (σκηνικά), Αντώνης Φωκάς (κοστούμια) ενώ γενικός διευθυντής ο Ιωάννης Γρυπάρης. Τα εγκαίνια έγιναν με την παράσταση «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και «Ο Θείος Όνειρος» του Ξενόπουλου στις 19 Μαρτίου. Ανάμεσα στους ηθόποιους που συγκαταλέγονταν στον πρώτο πυρήνα του Εθνικού Θεάτρου συναντάμε τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής και μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου μας.

Το 1934, μετά τον θάνατο του Φώτου Πολίτη, τη θέση του ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης, ο σκηνοθέτης που ίσως περισσότερο από όλους τους άλλους θα συνδέσει το όνομα του με το Εθνικό Θεάτρο, υπηρετώντας το μέχρι τον θάνατό του (1981).

Το 1939, ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου. Το 1956 αναγνωρίστηκε η ανάγκη προώθησης του νεοελληνικού ρεπερτορίου με την ίδρυση της Δεύτερης Σκηνής και το 1996 ιδρύθηκε η Πειραματική σκηνή, ο Άδειος Χώρος και το Εργαστήριο Ηθοποιών.
Συνεισφορά
Το ελληνικό θέατρο αντιμετωπίστηκε από την πολιτεία σοβαρά και συστηματικά για πρώτη φορά το 1932 με την επίσημη ιδρύση του Εθνικού Θεάτρου και τη στελέχωσή του με τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του τόπου. Όπως αναφέρει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ο ισόβιος τοτε σκηνοθέτης του, Φώτος Πολίτης «κατόρθωσε να πείσει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της σκηνής να έρθουν να βοηθήσουν στην πνευματική προσπάθεια αναγέννησης, που αποτελούσε το καταστατικό αίτημα της ίδρυσης του θεσμού. Και τον ακολούθησε σχεδόν σύσσωμο το θέατρο των ταλαντούχων. Βεάκης, Αλκαίου, Νέζερ, Μαμίας, Μινωτής, Παξινού, Παπαδάκη, Κατερίνα, Ροζάν, Κατράκης, Μανωλίδου κ.ά. Ο Βάρβογλης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Σκαλκώτας, ο Σκουλούδης στη μουσική, ο Κλώνης, ο Κόντογλου, ο Φωκάς στα εικαστικά, ο Γρυπάρης, ο Ρώτας, ο Καρθαίος στη μετάφραση». (Τα Νέα, 21/10/1999)

Η συνολική αυτή προσπάθεια καθώς και η λειτουργία της δραματικής σχολής αποτέλεσαν γερές βάσεις για την ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δραματική σχολή του Εθνικού έχει τροφοδοτήσει αλλά και τροφοδοτεί ακόμα τα θέατρα με μερικούς από τους αξιώτερους έλληνες ηθοποιούς.

Το Εθνικό έχει συμβάλλει σημαντικά και στην αναβίωση του αρχαίου δράματος ζωντανεύοντας -υπό την καθοδήγηση του Ροντήρη- τα αρχαία θέατρα του Ηρωδείου και της Επιδαύρου και υπογραμμίζοντας την ανάγκη δημιουργίας ενός θεατρικού Φεστιβάλ αφιερωμένου στο αρχαίο δράμα. Πράγματι το 1955 το Εθνικό καθιέρωσε το φεστιβάλ Επιδαύρου με τις παραστάσεις «Εκάβη», «Οιδίπους Τύραννος» και «Ιππόλυτος».

Τέλος αποτελεί ένα ζωντανό θεατρικό μουσείο με βιβλιοθήκη, εξαιρετικά πλούσιο φωτογραφικό αρχείο, ηχογραφήσεις, μακέτες, σκηνογραφικά σχέδια και τεράστιο βεστιάριο (20.000 κοστούμια).

Τα τελευταία χρόνια οι παραστάσεις του Εθνικού θεάτρου με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Νίκο Κούρκουλο έκαναν μερικές από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες τόσο στην κεντρική όσο και στις μικρότερες νέα και πειραματική σκηνή.

24 Νοεμβρίου 1991: πεθαίνει ο Φρέντι Μέρκιουρι, Βρετανός τραγουδιστής των Queen και μουσικός




O Φρέντι Μέρκιουρι (Freddie Mercury, 5 Σεπτεμβρίου 1946 - 24 Νοεμβρίου 1991, πραγματικό όνομα Farrokh Bulsara) ήταν Βρετανός τραγουδιστής και μουσικός. Έγινε διάσημος ως τραγουδιστής και πιανίστας του βρετανικού ροκ συγκροτήματος Queen. Θεωρείται από τις κορυφαίες προσωπικότητες της μουσικής σκηνής παγκοσμίως. Ως τραγουδιστής, πιανίστας, performer, συνθέτης και στιχουργός ξεχωρίζει για την καλλιτεχνική του τόλμη και τη μοναδική του έμπνευση.

Πρώτα χρόνια
Ο Μέρκιουρι γεννήθηκε ως Φαρόκ Μπουλσάρα (Farrokh Bulsara) στη Ζανζιβάρη, ένα αφρικανικό νησί που τότε ήταν βρετανική αποικία και σήμερα μέρος της Τανζανίας. Οι γονείς του, Bomi και Jer Bulsara, ήταν παρσί με καταγωγή από την Ινδία. Η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στη Ζανζιβάρη για να μπορέσει να συνεχίσει ο πατέρας του την εργασία του στο βρετανικό αποικιακό γραφείο. Ο Μέρκιουρι είχε μια νεώτερη αδελφή, την Kashmira.

Το 1955 στάλθηκε πίσω στην Ινδία St. Peter's School, ένα αγγλικό οικοτροφείο αρρένων στο Panchgani, 250 χμ περίπου από τη Βομβάη (το σημερινό Mumbai). Εκεί πήρε το παρατσούκλι «Φρέντι» που θα κρατούσε για όλη του τη ζωή. Ο διευθυντής του σχολείου παρατήρησε το μουσικό ταλέντο του Φρέντι και πρότεινε στους γονείς του να πάρει μαθήματα πιάνου, πράγμα που έγινε. Επίσης τραγουδούσε στην χορωδία του σχολείου. Στην ηλικία δώδεκα ετών προσχώρησε στο πενταμελές μουσικό συγκρότημα The Hectics το οποίο έπαιζε σε διάφορες κυρίως σχολικές εκδηλώσεις. Το 1963 επέστρεψε στη Ζανζιβάρη, η οποία στα τέλη του της χρονιάς απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αφού τον Ιανουάριο του 1964 ξέσπασε βίαιη επανάσταση κατά του σουλτάνου της Ζανζιβάρης ο δεκαεπτάχρονος τότε Φρέντι αναγκάστηκε να εγκαταλήψει το νησί μαζί με τους γονείς και την αδερφή του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου σπούδασε γραφιστική στο Ealing College of Art κάνοντας τα πρώτα του μουσικά βήματα με το συγκρότημαWreckage.

Ίδρυση των Queen
Ο Μέρκιουρι (που τότε λεγόταν ακόμη Φρέντι Μπουλσάρα) ήρθε μέσω του συμφοιτητή του Tim Staffell σε επαφή με το συγκρότημα Smile. Το τρίο αυτό είχε ιδρυθεί το 1968. Τα μέλη εκτός του Staffell (τραγουδιστής και μπασίστας) ήταν οι Μπράιαν Μέι (κιθάρα) και Ρότζερ Τέιλορ (ντραμς).

Το 1969 έγινε τραγουδιστής του συγκροτήματος Ibex από το Λίβερπουλ. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους το συγκρότημα πήρε το όνομα Wreckage. Στις συναυλίες έπαιζαν πολλές φορές το Jailhouse Rock, που αργότερα θα έπαιζαν συχνά και οι Queen. Το 1970 είχε μερικές εμφανίσεις ως τραγουδιστής των Sour Milk Sea.

Το διάστημα αυτό οι Smile διαλύθηκαν επειδή ο Tim Staffell τους εγκατέλειψε. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 1970, ίδρυσαν οι Μπράιαν Μέι, Ρότζερ Τέιλορ και Φρέντι Μέρκιουρι δικό τους συγκρότημα, το οποίο ο Μέρκιουρι ονόμασε Queen. Επίσης σχεδίασε και το λογότυπο. Το 1971 προσχώρησε ως τελευταίο μέλος του συγκροτήματος ο μπασίστας Τζον Ντίκον.
Καλλιτεχνικό όνομα
Λίγο μετά από την ίδρυση των Queen (1970) ο «Φρέντι» Μπουλσάρα πήρε το καλλιτεχνικό όνομα «Μέρκιουρι», το ρωμαϊκό αντίστοιχο του αγγελιοφόρου των θεών των αρχαίων Ελλήνων, τον Ερμή. Σύμφωνα με τον Μπράιαν Μέι υπάρχει σχέση με το κομμάτι του Μέρκιουρι My Fairy King από το πρώτο άλμπουμ των Queen. Αυτό περιέχει τον ακόλουθο στίχο: «Mother Mercury, look what they've done to me, I cannot run I cannot hide.» Αφού ηχογραφήθηκε το κομμάτι ο Φρέντι Μπουλσάρα ρωτήθηκε εάν η «Mother Mercury» του τραγουδιού αναφέρεται στην μητέρα του και αυτός απάντησε: «Yes, and from now on I'll be Freddie Mercury.»
Προσωπική ζωή
Σύντροφος του Μέρκιουρι ήταν για αρκετά χρόνια της δεκαετίας του 1970 η Mary Austin. Η σχέση τους έληξε όταν ο Μέρκιουρι παραδέχτηκε την ομοφυλοφιλία του. Διατήρησαν όμως και στο εξής στενή φιλία. Αργότερα η Austin έγινε η κύρια κληρονόμος της περιουσίας του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Μέρκιουρι ζούσε στη Νέα Υόρκη και στο Μόναχο, όπου ηχογράφησε διάφορα άλμπουμ έχοντας σχετικά ήσυχη προσωπική ζωή. Στα μέσα της δεκαετίας μετακόμισε στο Κένσινγκτον του Λονδίνου. Σύντροφός του από το 1985 μέχρι το 1991 ήταν ο Jim Hutton που του έμεινε πιστός μέχρι την τελευταία του μέρα.
Με τους Queen
To 1973 κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ με το όνομά τους αλλά δεν κάνει ιδιαίτερη αίσθηση. Την ίδια αλλά κάπως καλύτερη τύχη είχανε τα δύο επόμενα άλμπουμ Queen II και Sheer heart attack.
Λίγο πριν την κυκλοφορία του A night at the opera, οι Queen εμπιστεύονται για προσωπική ακρόαση ένα πολύ ιδιαίτερο τραγούδι στον φίλο τους Kenny Everett (γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός και κωμικός της Βρετανίας). Εκείνος το βρίσκει υπέροχο και χωρίς την άδειά του συγκροτήματος, παίζει όσες περισσότερες φορές μπορεί το τραγούδι στην ραδιοφωνική του εκπομπή. Πολύ γρήγορα τα δισκοπωλεία γέμισαν κόσμο που ζητούσε ένα τραγούδι το οποίο δεν είχε καν κυκλοφορήσει! Πρόκειται για το τραγούδι Bohemian Rhapsody το οποίο παντρεύει την όπερα με το ροκ. Λόγω της πρωτοτυπίας του τραγουδιού, ήταν βέβαιο πως το άλμπουμ A night at the opera θα είχε σίγουρη επιτυχία. Παρέμεινε εννέα εβδομάδες το 1975 στο Νο1 στα charts της Αγγλίας και αλλες εξι το 1991, μετα το θανατο του Μερκιουρι. Αναμεσα στις πολλες διακρισεις που εχει κατακτησει το συγκεκριμενο τραγουδι ξεχωριζει η ανακυρηξη του σε Τραγουδι της Χιλιετιας απο το Guiness Book of Records.Να σημειωθεί ότι η προώθησή του συνοδεύτηκε από το πρώτο στην ιστορία σκηνοθετημένο βίντεοκλιπ.

Οι Queen είχανε πλέον καθιερωθεί αναπτύσσοντας τη δική τους προσωπικότητα. Η ιδιαίτερη και υπέροχη φωνή του Μέρκιουρι και ο ξεχωριστός ήχος της κιθάρας του Μπράιαν Μέι (κιθάρα την οποία κατασκεύασε ο ίδιος) τους έφερε πλέον στην κορυφή.
Το επόμενο άλμπουμ τους A day at the races περιείχε το Somebody to love, το οποίο είχε επίσης αρκετά στοιχεία οπερετικών φωνητικών. Ακόμη πιο ψηλά ανέβηκαν με το άλμπουμ News of the world από το οποίο βγήκαν οι διαχρονικές επιτυχίες We will rock you και We are the champions.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 ακολούθησαν τα άλμπουμ Jazz και The game. Από το τελευταίο ξεχώρισε το Another one bites the dust. Ήταν φανερό ότι οι Queen άρχισαν να πειραματίζονται και με άλλα είδη μουσικής. Αυτό έγινε πιο έντονο με την κυκλοφορία του άλμπουμ Hot space στις αρχές του '80. Δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία αν και υπήρχε ένα πολύ αξιόλογο κομμάτι ντουέτο με τον David Bowie, το Under Pressure.

Οι Queen αλλάζουν αρκετά και το παρουσιαστικό τους. Αφήνουν πίσω το glam στυλ που επέβαλε η ροκ κουλτούρα της δεκαετίας του 70 και προσαρμόζονται στο κλίμα της εποχής. Ο Μέρκιουρι αφήνει μουστάκι και εμφανίζεται χωρίς μακιγιάζ και μαύρα νύχια.
Λίγο αργότερα γράφουν τη μουσική για την ταινία Flash Gordon ενώ το 1984 κυκλοφορούν το άλμπουμ Τhe works. Πιο γνωστά κομμάτια από αυτό είναι το I want to break free και το Hammer to fall.
Το 1985 συμμετέχουν στο Live Aid μαζί με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες και κυριολεκτικά κλέβουν την παράσταση, όπως είχε παραδεχτεί και ο στενός τους φίλος Elton John. Εμπνευσμένοι από το κλίμα του Live Aid, ηχογραφούν το άλμπουμ A kind of magic το οποίο περιείχε και soundtracks της ταινίας Highlander. Η περιοδεία τους Magic Tour στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία ιδιαίτερα η συναυλία που δόθηκε στο Στάδιο Γουέμπλεϋ το 1986. Η συγκεκριμένη περιοδεία ήταν και η τελευταία τους.

Οι Queen διαλύονται για το επόμενο διάστημα και ο Φρέντι Μέρκιουρι κάνει solo δουλειές όπως το άλμπουμ Mr Bad Guy και λίγο αργότερα συνεργάζεται με τη ντίβα της όπερας Μονσερά Καμπαγιέ και κυκλοφορούν το άλμπουμ Barcellona.Το ομότιτλο τραγούδι συνόδευε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992.

Οι φήμες ότι ο Μέρκιουρι πάσχει από AIDS κυκλοφορούσαν πολύ έντονα αν και ο ίδιος τις διέψευδε. Το 1989, οι Queen επανέρχονται με το άλμπουμ The miracle. Ο Μέρκιουρι αν και είναι πολύ δυναμικός κι ενεργητικός στα video clips, είναι εμφανής η διαφορά στην εμφάνιση του: αραιωμένα μαλλιά και αρκετά αδυνατισμένος. Οι Queen δεν κάνουν καμία περιοδεία για να προωθήσουν το άλμπουμ τους από το οποίο προέκυψαν οι επιτυχίες I want it all, Breakthru και The Invisible Man.

Το 1991 το συγκρότημα δημιουργεί το τελευταίο του άλμπουμ με τίτλο Innuendo. Το τελευταίο τραγούδι είναι το διαχρονικό The show must go on, του οποίου οι στίχοι φανερώνουν ότι ο Μέρκιουρι γνώριζε πως δεν θα ήταν για πολύ καιρό ακόμη στη ζωή. Τα video clips του Innuendo ήταν επεξεργασία παλιότερων video εκτός από τα These are the days of our lives και I'm going slightly mad τα οποία είναι ασπρόμαυρα και ο Μέρκιουρι αποστεωμένος και αδύναμος.
Θάνατος
Καθώς η κατάσταση του Φρέντι Μέρκιουρι χειροτέρευε, οι φήμες γινόταν ακόμη πιο έντονες. Στις 23 Νοεμβρίου του 1991 ο τραγουδιστής κάνει ανακοίνωση στον τύπο που είχε κατασκηνώσει έξω από το σπίτι του στο Κένσινγκτον στο Λονδίνο, ότι πάσχει από AIDS. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα πεθαίνει στο σπίτι του.
Όλο το διάστημα ήταν κοντά του οι γονείς του, η Mary Austin (πρώην σύντροφός του) και ο σύντροφος του τα τελευταία 6 χρόνια της ζωής του, Jim Hutton.

Κληρονομιά
Ο Φρέντι Μέρκιουρι θεωρείται από τις πιο κορυφαίες προσωπικότητες της μουσικής σκηνής παγκοσμίως και ξεχωρίζει για την καλλιτεχνική του τόλμη και έμπνευση. Άλλωστε ο ίδιος συνήθιζε να λεει "I'm just a musical prostitute, my dear".

24 Νοεμβρίου 1859: Ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσιεύει το μνημειώδες έργο του «Η καταγωγή των ειδών».


Η Καταγωγή των Ειδών  είναι έργο του Άγγλου επιστήμονα, Κάρολου Δαρβίνου, που εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1859. Είναι επιστημονικό σύγγραμμα που θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις της εξελικτικής βιολογίας. Το έργο αυτό του Δαρβίνου εισήγαγε την θεωρία ότι οι πληθυσμοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής. Παρουσίαζε μία σειρά από στοιχεία και αποδείξεις ως συμπέρασμα παρατηρήσεων, πειραμάτων και επιστημονικών συζητήσεων.

Εκείνη την εποχή, οι θεωρίες «περί Εξέλιξης» υπονοούσαν δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, και ο Δαρβίνος απέφυγε τη χρήση των λέξεων «εξέλιξη» και «εξελίσσομαι». Το βιβλίο έκανε μόνο έναν σύντομο υπαινιγμό στην ιδέα ότι και ο άνθρωπος μπορούσε να εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισμοί.

Το έργο, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από κύκλους της Εκκλησίας της Αγγλίας προσέλκυσε το γενικό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης εκείνης της εποχής καθώς είχε γραφτεί σε ύφος που να γίνεται κατανοητό στον απλό αναγνώστη. Εντός είκοσι ετών από την δημοσίευση η θεωρία της εξέλιξης έγινε γενικά αποδεκτή στον επιστημονικό κόσμο, όμως με την πάροδο του χρόνου κυριάρχησαν διάφορα μοντέλα αυτής της επιστημονικής προσέγγισης, βασισμένη στις απόψεις του Δαρβίνου.

Υπόβαθρο
Μέχρι το 17ο/18ο αιώνα, οπότε έγινε κοινό κτήμα το έργο των παλαιοντολόγων και γεωλόγων, η έννοια της σταθερότητας των ειδών αποτελούσε επαρκή θεώρηση σχετικά με το σύνολο της οργανικής ζωής της Γης. Άλλωστε, η ομοιότητα μεταξύ καταγραφών διαφορετικών βιολογικών ειδών, από την αρχαιότητα μέχρι εκείνη την εποχή, φαινόταν να ενισχύει την άποψη πως τα είδη δεν είχαν εξελιχθεί για χιλιάδες χρόνια. Συγχρόνως, εναλλακτικές θεωρίες που αμφισβητούν τη στατικότητα των ειδών μπορούν να εντοπιστούν ήδη από την αρχαιότητα. Σε ένα σύντομο ιστορικό σχεδίασμα των απόψεων περί της καταγωγής των ειδών, σε μεταγενέστερες εκδόσεις της Καταγωγής των Ειδών, ο Δαρβίνος αναγνώρισε ίχνη εξελικτικών ιδεών στο έργο Περί Φυσικής Ακροάσεως του Αριστοτέλη. Ο Αναξίμανδρος (π. 610-546 ΠΚΕ) και ο Εμπεδοκλής (π. 492-432 ΠΚΕ) ισχυρίστηκαν επίσης πως τα ζώα μεταλλάσσονταν και αφανίζονταν, ωστόσο μέχρι το 17ο αιώνα, η εξαφάνιση ορισμένων ειδών θεωρούνταν αποτέλεσμα κάποιας φυσικής καταστροφής, όπως για παράδειγμα του κατακλυσμού που περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης. Τέτοιου είδους προσεγγίσεις προσέκρουσαν σύντομα σε παρατηρησιακά δεδομένα, όπως το γεγονός πως ορισμένα είδη ευδοκιμούσαν σε συγκεκριμένες περιοχές.

Πριν τη δημοσίευση του έργου τού Δαρβίνου, τα ερωτήματα περί της καταγωγής των ειδών έβρισκαν εξηγήσεις στα πλαίσια της φυσικής θεολογίας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από φιλοσόφους και θεολόγους του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή, η φύση αποτελούσε πηγή γνώσης για το Θεό, ο οποίος αποκαλυπτόταν μέσα από την ομορφιά και την οργάνωση του φυσικού κόσμου. Ενδεικτικό είναι το έργο του βρετανού θεολόγου Γουίλιαμ Πέϊλι (1743-1805), όπως καταγράφεται αναλυτικά στις πραγματείες A View of the Evidences of Christianity (1794) και Natural Theology: or, Evidences of the Existence and Attributes of the Deity, Collected from the Appearances of Nature (1802). Κατά τον Πέϊλι, και τις αποδεκτές αντιλήψεις της εποχής, ο κόσμος είχε ηλικία μερικών χιλιάδων ετών και είχε υποστεί τουλάχιστον μία μεγάλη φυσική καταστροφή στην ιστορία του, γεγονός που εξηγούσε την ύπαρξη απολιθωμάτων που ανήκαν σε εξαφανισμένα είδη. Η πολυπλοκότητα και ευταξία του φυσικού κόσμου μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως έργο ενός Θεού δημιουργού και λίγα περιθώρια αφήνονταν για αλλαγές στη φύση.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, τέτοιες αλλαγές έγιναν αντικείμενο μελέτης για αρκετούς φυσιοδίφες που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τα είδη. Σήμερα, το έργο του Τζον Ρέι, του Κάρολου Λινναίου και του Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τη διαμόρφωση των δαρβινικών ιδεών. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Δαρβίνος, η βασική αιτία που οδήγησε τον Λαμάρκ στην ιδέα πως τα είδη αλλάζουν βαθμιαία ήταν η δυσκολία της διάκρισης ανάμεσα σε είδος και ποικιλία. Ο Έρασμος Δαρβίνος, παππούς του Κάρολου, διατύπωσε πρώτος την υπόθεση περί μεταλλάξεων των ειδών κατά τη δεκαετία του 1790, αλλά ο Λαμάρκ ανέπτυξε και δημοσίευσε μια περισσότερο αναλυτική θεωρία το 1809. Ανάλογες αντιλήψεις εξέφρασε και ο φυσιοδίφηςΖωφρουά Σεντ-Ιλέρ (1772-1844), ο οποίος διατύπωσε την άποψη πως τα είδη δε διαιωνίστηκαν με την ίδια μορφή. Ο Δαρβίνος βασίστηκε σε πλήθος επιστημονικών γνώσεων και παρατηρήσεων της εποχής του, χωρίς τις οποίες θα ήταν μάλλον αδύνατο να κληροδοτήσει την Καταγωγή των Ειδών. Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικές ήταν οι παρατηρήσεις και τα πειράματα που πραγματοποίησε ο ίδιος, και η μεγάλη συμβολή του έγκειται στο γεγονός πως κατάφερε να ενοποιήσει με μοναδικό τρόπο τα συμπεράσματα διαφορετικών ερευνών, συνθέτοντας μία συνεπή και καλά τεκμηριωμένη γενική θεωρία για την καταγωγή των ειδών.