Το πεδίο της μάχης |
Το 480 π.Χ, οι Πέρσες νίκησαν στις Θερμοπύλες και συνακόλουθα οι Έλληνες αποχώρησαν από το Αρτεμίσιο, για να απαντήσουν με τη νίκη στη Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης υποχώρησε, τότε, στην Ασία, αφήνοντας 300.000 άνδρες με τον Μαρδόνιο ως αρχηγό. Το 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό και συγκρούστηκαν με τους Πέρσες στις Πλαταιές. Αν και ήταν αριθμητικά λιγότεροι, οι Έλληνες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τον περσικό στρατό. Ο Μαρδόνιος έπεσε στη μάχη.
Η νίκη στις Πλαταιές συνοδεύτηκε από τη μεγάλη νίκη του ελληνικού στόλου κατά του περσικού στη Μυκάλη. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη σημαντικότατες, γιατί εξάλειψαν την περσική απειλή και γιατί μετά απ' αυτές, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση, μέχρι να λήξουν οι συγκρούσεις το 450 π.Χ.
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών.
Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Εφόρος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους. Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.
Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Οι Έλληνες, με κύρια τακτική τους το κλείσιμο στενών χώρων, αντιμετώπισαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Έλληνες και να σφάξουν όσους απέμειναν στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά το Αρτεμίσιο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών οδήγησαν σε αδιέξοδο και όταν οι Έλληνες έμαθαν το αποτέλεσμα των Θερμοπυλών, αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα.[ Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό. Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη.
Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Παρ' ολ' αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας
Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεχτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την βοήθεια των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν - κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής: καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (μετ. αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας). Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν την άμεση βοήθεια της Σπάρτης, αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα αποτελέσματα που θα' χε η παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες.
Ο Μαρδόνιος κατέστρεψε την Αθήνα όταν έμαθε για τη βοήθεια της Σπάρτης και ύστερα υποχώρησε στη Θήβα και στρατοπέδευσε στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού. Οι Αθηναίοι έστειλαν 8 χιλιάδες οπλίτες συν 600 εξόριστους από τις Πλαταιές - οι Έλληνες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Ο Μαρδόνιος επιτέθηκε με το ιππικό, το οποίο αν και είχε αρχικά επιτυχία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του θανάτου του Μασίστιου. Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες έφθασαν κοντά στο στρατόπεδο των Περσών, ενώ ο Μαρδόνιος παρέταξε τους άνδρες του στον Ασωπό. Ωστόσο, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να μην επιτεθούν η μια στην άλλη καθώς, κατά τον Ηρόδοτο, είχαν λάβει κακούς οιωνούς.
Μετά από οκτώ μέρες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να λαμβάνει ενισχύσεις. Ο Μαρδόνιος, τότε, επιτέθηκε στο βουνό του Κιθαιρώνα και αργότερα στην πηγή της Γαργαφίας. Επειδή αυτές οι δύο επιθέσεις άφησαν τους Έλληνες χωρίς νερό και εφόδια, οι Έλληνες υποχώρησαν τη νύχτα στις Πλαταιές, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε νερό. Παρ' ολ' αυτά, η υποχώρηση πήγε στραβά, καθώς το κέντρο των Ελλήνων ήταν διάσπαρτο στις Πλαταιές, ενώ οι Αθηναίοι, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα υποχωρήσει - λίγοι Σπαρτιάτες έμειναν στο στρατόπεδο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες υποχωρούσαν.
Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες είχαν 38.700 βαριά οπλισμένους πολεμιστές (οπλίτες) και 69.500 άνδρες με ελαφρύτερο οπλισμό. Από τους τελευταίους οι μισοί ήταν είλωτες (επτά για κάθε Σπαρτιάτη) και οι άλλοι προέρχονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα. Επίσης αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν και 1.800 Θεσπιείς, οπότε οι Έλληνες ανέρχονταν στους 110.000 άνδρες.Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε ο Παυσανίας, αν και ο Διόδωρος μας πληροφορεί ότι την ηγεσία των Αθηναίων είχε ο Αριστείδης - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Παυσανίας δεν μπορούσε να δίνει διαταγές σε όλα τα ελληνικά σώματα, κάτι που επηρέασε πολύ τη μάχη.
Ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν στη διάθεση τους 300.000 άνδρες πεζικό συν 50.000 Έλληνες. Απ' την άλλη, ο Κτησίας, βάσει των περσικών αρχείων, γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 120.000 άνδρες συν 7.000 Έλληνες. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν με τον αριθμό του Ηρόδοτου, με τους περισσότερους να θεωρούν ότι οι Πέρσες είχαν περίπου 80.000 άνδρες.
Η μάχη των Πλαταιών θυμίζει τη στρατηγική των δύο πλευρών στον Μαραθώνα, όπου οι Έλληνες δεν θέλησαν να επιτεθούν για να μην καταστραφούν απ' το περσικό ιππικό, ενώ οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιτεθούν στις καλά οργανωμένες αμυντικές θέσεις των Ελλήνων. Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο πλευρές ήθελαν νίκη, η οποία θα τους έδινε την υπεροχή στον πόλεμο. Οι Έλληνες, μετά την επίθεση του Μαρδόνιου, αναθεώρησαν την τακτική τους, κάτι που έκανε τον Πέρση στρατηγό να πιστέψει ότι η νίκη ήταν δική του, γι' αυτό και καταδίωξε τους Έλληνες. Οι Έλληνες είχαν αναγκάσει, σκόπιμα ή κατά λάθος, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί σε υπερυψωμένο χώρο, όπου οι Πέρσες θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί όταν έμαθε για την υποχώρηση των Ελλήνων. Καθώς οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν προβλήματα, λόγω της επίθεσης του περσικού ιππικού, ο Παυσανίας έστειλε ιππέα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι Πέρσες άρχισαν να ρίχνουν βέλη κατά των Ελλήνων, αλλά ο Παυσανίας αρνήθηκε να επιτεθεί, λέγοντας ότι δεν είχε λάβει καλούς οιωνούς. Παρ' ολ' αυτά, οι Τεγεάτες επιτέθηκαν, κάτι που έκανε αργότερα και ο Παυσανίας, αφού έλαβε τελικά καλούς οιωνούς.
Οι Πέρσες έκαναν φράγμα με τις ασπίδες τους - για να αμυνθούν χρησιμοποιούσαν μεγάλη ασπίδα και κοντή λόγχη, ενώ οι Έλληνες φορούσαν πανοπλία απ' ορείχαλκο, έχοντας μπρούτζινη ασπίδα και μακρύ δόρυ, όπως και στον Μαραθώνα. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να σπάνε τις περσικές γραμμές. Οι Πέρσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σπάσουν τα δόρατα των Ελλήνων, μόνο που οι τελευταίοι μπορούσαν να πολεμήσουν και με τα ξίφη τους. Ο Μαρδόνιος βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, περικυκλωμένος από τους χίλιους σωματοφύλακες του, αλλά ο Αειμνήστος από τη Σπάρτη τον πέτυχε στο κεφάλι (ίσως με πέτρα) και τον σκότωσε. Τότε οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν, ενώ η σωματοφυλακή του Μαρδόνιου εκμηδενίστηκε. Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες." Αρκετοί Πέρσες σώθηκαν (περίπου 40.000 άνδρες), καθώς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Αρτάβαζου, ο οποίος αρνήθηκε να επιτεθεί στους Έλληνες - όταν ξεκίνησε η πανωλεθρία των Περσών οδήγησε τον στρατό του στη Θεσσαλία.
Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Οι Θηβαίοι, για να μην υποστούν περισσότερες απώλειες, πήραν διαφορετικό δρόμο απ' ότι οι Πέρσες. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους έσφαξαν. Κατά τον Ηρόδοτο, 43.000 Πέρσες κατάφεραν να επιζήσουν (οι 40.000 του Αρτάβαζου συν 3.000 που γλίτωσαν απ' τη σφαγή), ενώ στη μάχη σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, 159 από τους οποίους ήταν Έλληνες (Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Αθηναίοι). Ο Πλούταρχος γράφει ότι σκοτώθηκαν 1.360 Έλληνες,με τον Έφορο και τον Διόδωρο να δηλώνουν ότι στη μάχη σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες Έλληνες.
Ήρωες της μάχης
- Αμομφάρετος - Αρχηγός του σώματος των Σπαρτιατών που έμεινε στις Πλαταιές για να φρουρεί την περιοχή επειδή θεώρησε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη να υποχωρεί. Ο Ηρόδοτος κατέγραψε τον διάλογο μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφάρετου - ο τελευταίος υποχώρησε όταν συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες τον άφησαν πίσω.
- Αριστόδημος της Σπάρτης - ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που επέζησε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Λεωνίδας τον έστειλε με τον Εύρυτο πίσω στη Σπάρτη, λόγω προβλημάτων υγείας. Ωστοσο, ο Εύρυτος έμεινε πίσω στις Θερμοπύλες, καθώς ζήτησε να οδηγηθεί από ένα είλωτα στη μάχη. Ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός από τους Σπαρτιάτες, αλλά στη μάχη των Πλαταιών σκότωσε πολλούς Πέρσες. Παρ' ολ' αυτά, δεν τιμήθηκε καθώς δεν τήρησε στη σπαρτιατική πειθαρχία στις Θερμοπύλες.
- Καλλικράτης - Ο κάλλιστος (καλύτερος ή πιο όμορφος) στο ελληνικό στρατόπεδο. Παρ' ολ' αυτά, όταν ξεκίνησε η μάχη δέχτηκε ένα βέλος και έπεσε - όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Καλλικράτης δήλωσε ότι δεν ήταν λυπημένος που έπεφτε για την πατρίδα, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να πολεμήσει και να κάνει κάτι το αξιόλογο.
Παράλληλα με τη μάχη στις Πλαταιές διεξήχθη η μάχη στη Μυκάλη. Ο ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Λεωτυχίδας, έφτασε στη Σάμο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Οι Πέρσες υποχώρησαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με 60.000 άνδρες πεζικού στη Μυκάλη. Οι Έλληνες επιτέθηκαν και συνέτριψαν τον περσικό στόλο και στρατό. Μετά τις δύο αυτές μάχες, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις με τους Έλληνες.
Ο Αρτάβαζος μετέφερε τους άνδρες του στο Βυζάντιο. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί. Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.
Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη. Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.
Οι Έλληνες αφιέρωσαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς το ένα δέκατο των περσικών λαφύρων. Απ' αυτά κατασκευάστηκε ο χρυσός τρίποδας που βρίσκεται πάνω σε τρικέφαλο φίδι από χαλκό. Το σύμπλεγμα συμβόλιζε τη συμμετοχή των ελληνικών πόλεων-κρατών στον πόλεμο. Η στήλη των Όφεων αποτελεί ένα απ' τα πιο αξιόλογα μνημεία του Ιππόδρομου της Κωνσταντινουπόλεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου