Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

17 Φεβρουαρίου 1963: γεννιέται ο Αμερικανός μπασκετμπολίστας Μάικλ Τζόρνταν

Ο Μάικλ Τζέφρι Τζόρνταν (Michael Jeffrey Jordan, γεννημένος στις 17 Φεβρουαρίου 1963) είναι αμερικάνος παλαίμαχος καλαθοσφαιριστής και πλέον είναι ιδιοκτήτης των Σάρλοτ Μπόμπκατς. Θεωρείται ευρέως ως ο καλύτερος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών. Έχει παίξει στους Σικάγο Μπουλς και στους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς (Wasington Wizards,) όπου και τερμάτισε την καριέρα του το 2003 στα 40 του χρόνια.
Σαν παίκτης ξεχώρησε για την μοναδική του ικανότητα στο σκοράρισμα αλλά και για τα μοναδικά αλτικά του προσόντα που τον βοήθησαν να μεγαλουργεί στον αέρα παράγοντας πάμπολλα θεαματικά στιγμιότυπα που κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να κάνει.
Σχεδόν όλη του την καριέρα την πέρασε στους Σικάγο Μπουλς στους οποίους ηγήθηκε στην δημιουργία της δυναστείας της ομάδας που κατέκτησε 6 πρωταθλήματα σε 8 χρόνια μέσα στην δεκαετία του 1990.
Όσον αφορά τις ατομικές του διακρίσεις αυτές είναι αναρίθμητες και χαρακτηριστικότεροι είναι οι 10 τίτλοι πρώτου σκόρερ του NBA, εκ των οποίων οι 7 συνεχόμενοι από το 1987 ως το 1993, τα 5 βραβεία MVP του NBA και τα 6 βραβεία MVP των τελικών του πρωταθλήματος.
Όλες αυτές οι διακρίσεις του στο μπάσκετ τον έκαναν διάσημο κάτι που εκμεταλλεύτηκαν αυτός και οι μεγάλες εταιρίες που σχετίζονται με τον αθλητισμό και όχι μόνο. Από το 1984 έχει δικιά του σειρά παπουτσιών, τα Air Jordans, την παραγωγή των οποίων αναλαμβάνει η Nike, ενώ έχει κερδίσει δεκάδες εκατομμύρια δολλάρια μόνο και μόνο από τις διαφημίσεις, αφού αποτέλεσε το απόλυτο πρότυπο για την νεολαία την δεκαετία του 1980 και 1990.
Συγκαταλέγεται στους πιο αναγνωρίσιμους αλλά και πιο πλούσιους αθλητές παγκοσμίως όλων των εποχών και από όλα τα αθλήματα. Το όνομά του είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα στο χώρο του μπάσκετ και συνδυάστηκε με τεράστια εμπορική επιτυχία για τις εταιρίες με τις οποίες συνεργάστηκε. Μέχρι και ο αντίπαλός του Λάρρυ Μπέρντ (Larry Bird) παραδέχτηκε ότι ποτέ το μπάσκετ δεν γνώρισε καλύτερο παίκτη από τον Τζόρνταν.

Πριν το Μπάσκετ
Ο Τζόρνταν γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης την 17 Φεβρουαρίου του 1963 και ήταν γιος της Ντελόρις και του Τζέιμς Τζόρνταν. Όταν ο ίδιος ήταν ακόμη μωρό αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Γουίλμινγκτον της Βόρεια Καρολίνας. Εκεί ξεκίνησε να παίζει Αμερικάνικο ποδόσφαιρο και μπέιζμπολ ενώ σε πιο μεγάλη ηλικία άρχισε και η ενασχόλησή του με το μπάσκετ.

Καριέρα
Ο Μάικλ Τζόρνταν φοίτησε στο τοπικό γυμνάσιο Έμσλεϊ Α. Λέινι. Το 1978, όταν ο ίδιος ήταν 15 χρονών και μαθητής της 4ης τάξης του γυμνασίου, έκανε την πρώτη του απόπειρα να μπει στην σχολική ομάδα μπάσκετ. Έμεινε όμως εκτός της δωδεκάδας, αφού έχασε την τελευταία διεκδικούμενη θέση λόγω του ύψους του που τότε δεν ξεπερνούσε τα 1.80 m. Την θέση μάλιστα την πήρε ο ύψους 2 μέτρων Χάρβεστ Σμιθ που ήταν κολλητός και συνομήλικος του Τζόρνταν και έγινε ο μοναδικός μαθητής της τάξης του που μπήκε στην ομάδα εκείνη την χρονιά.
Έτσι λοιπόν περιορίστηκε σε μια θέση στην 2η ομάδα που αγωνίζονταν σε αντίστοιχο πρωτάθλημα. Το όλο γεγονός τον πείσμωσε ωθώντας τον να δουλέψει σκληρά προκειμένου να βελτιωθεί, ενώ παράλληλα κατάφερε να δείξει για πρώτη φορά την αξία του με την 2η ομάδα της οποίας ηγήθηκε μετρώντας σε κάθε παιχνίδι 30 ή 40 πόντους.
Την επόμενη χρονιά, έχοντας ψηλώσει πάνω από 10 εκατοστά σε σχέση με πέρσι και ύστερα από πολλές ώρες εξάσκησης, ήταν πλέον πολύ πιο αθλητικός και βελτιωμένος και δε δυσκολεύτηκε να μπει στην πρώτη ομάδα. Αν και σαν σύνολο έκαναν μέτρια σεζόν με ρεκόρ 9-7 στις νίκες ο Τζόρνταν μέτρησε 24,6 πόντους και 11,9 ριμπάουντ κατά μέσο όρο και ενώ ήταν ακόμα σχεδόν τελείως άγνωστος άρχισε σιγά - σιγά να εξαπλώνεται την φήμη του.
Ο πρώτος που τον εντόπισε ήταν ο νεαρός τότε Ρόυ Γουίλιαμς, βοηθός του προπονητή Ντιν Σμιθ στην ομάδας μπάσκετ του Νορθ Καρολάινα Γιουνιβέρσιτυ, ενός τοπικού κολλεγίου που είχε όμως ένα από τα καλύτερα προγράμματα σε εθνικό επίπεδο. Ο Γουίλιαμς άκουσε τα καλά λόγια του Μάικλ Μπράουν, του υπευθύνου του αθλητικού τμήματος του γυμνασίου Λέινι, και του κίνησαν την περιέργεια προτείνοντας στην ομάδα να κάνουν σκάουτινγκ στον παίκτη. Ο Μπιλ Γκάθριτζ ανέλαβε να τον παρακολουθήσει και τον ξεχώρισε με αποτέλεσμα ο Τζόρνταν να κληθεί στο καμπ του Ντιν Σμιθ, μαζί με άλλα 400 παιδιά από την περιοχή όπου εντυπωσίασε τους ανθρώπους του Νορθ Καρολάινα. Λίγο αργότερα έλαβε μέρος και στο Garfinkel’s Five Star Camp όπου εξάπλωσε κι' άλλο τη φήμη του και έγινε γνωστός και σε άλλα κολλέγια. Το καλοκαίρι του 1980 είχε ήδη δεχθεί προτάσεις για υποτροφία από πολλά πασίγνωστα κολλέγια εκτός του Νορθ Καρολάινα, συμπεριλαμβανομένου του Ντιούκ, του Σάουθ Καρολάινα, του Σίρακιουζ, του UCLA και του Βιρτζίνια.
Ο ίδιος πήρε σχετικά γρήγορα την απόφασή του σχετικά με το κολλέγιο που θα αγωνίζονταν και την 1η Νοεμβρίου του 1980, προτού αρχίσει την τελευταία του χρονιά στο γυμνάσιο, ανακοίνωσε την απόφασή του να αγωνιστεί στο Νορθ Καρολάινα. Εξήγησε ότι το έκανε αυτό ώστε να αγωνιστεί χωρίς πίεση αλλά και για να επικεντρωθεί μόνο στο να παίζει μπάσκετ.
Η δημοσιότητα του γυμνασίου ύστερα από όλα αυτά ανέβηκε κατακόρυφα και μάλιστα λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου, στο πρώτο παιχνίδι της ομάδας για τη νέα σεζόν απέναντι στο γυμνάσιο του Πέντερ το γήπεδο γέμισε ασφυκτικά από φιλάθλους που ήθελαν να παρακολουθήσουν το νέο αστέρι του Νορθ Καρολάινα. Μάλιστα πολύς κόσμος αναγκάστηκε να μείνει έξω από το κλειστό ενώ ο Τζόρνταν οδήγησε την ομάδα του στη νίκη με 33 πόντους και 14 ριμπάουντ. Ολοκλήρωσε την σεζόν κάνοντας τριπλ νταμπλ μετρώντας 29.2 πόντους , 11,6 ριμπάουντ και 10,1 ασίστ ανά αγώνα με αποτέλεσμα να επιλεγεί στην Ολ Αμέρικαν Πεντάδα των Μακ Ντόναλντς.
Το 1981 όταν εντάχθηκε στην ομάδα του Νορθ Καρολάινα θεωρούνταν ένας από τους πιο καλούς πρωτοετείς παίκτες στο κολλεγιακό πρωτάθλημα και εκείνος δεν άργησε να δείξει το γιατί. Κέρδισε την θέση του βασικού στην ομάδα του και σε 34 αγώνες μέτρησε 13,5 πόντους και 4,4 ριμπάουντ ανα παιχνίδι. Το Νορθ Καρολάινα με την πολύ καλή ομάδα των Τζέιμς Γουόρθι, Κέντρικ Πέρκινς, Μπαζ Πέτερσον, έφτασε μέχρι τον τελικό του πρωταθλήματος απέναντι στο Τζόρτζταουν όπου αγωνίζονταν ο Πάτρικ Γιούιν, μετέπειτα αστέρας των Νιου Γιορκ Νικς. Ο Τζόρνταν μάλιστα πέτυχε το καλάθι που έκρινε την αναμέτρηση στα 15 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του αγώνα και ολοκλήρωσε την χρονιά σαν πρωταθλητής αλλά και σαν βραβευμένος ως Ο Καλύτερος Πρωτοετής της χρονιάς στο NCAA.
Την επόμενη χρονιά το Νορθ Καρολάινα θα ξεκίναγε και πάλι σαν ένα από τα φαβορί για τον τίτλο όμως στα προημιτελικά της διοργάνωσης γνώρισαν την ήττα και αποκλείστηκαν από την συνέχεια. Ο Τζόρνταν μέτρησε 20 πόντους και 5,5 ριμπάουντ ανά ματς και κατάφερε να συμπεριληφθεί στην Καλύτερη Πεντάδα του NCAA.
Την σεζόν 1983-1984 οι Ταρ Χιλς θα ήταν και πάλι από τα πιο μεγάλα φαβορί για τον τίτλο. Η ομάδα στηρίζονταν στην τετράδα των Τζόρνταν, Μπραντ Ντόχερτι, Κέντρικ Πέρκινς και Κένι Σμιθ, και μάλιστα όλοι εξ αυτών έκαναν αξιοπρόσεκτη καριέρα τα επόμενα χρόνια στο NBA. Έχοντας ξεκινήσει μάλιστα με 22 νίκες στη σειρά γρήγορα έγιναν το πρώτο φαβορί για το πρωτάθλημα. Ωστόσο στους "16" του τουρνουά γνώρισαν ήττα - έκπληξη από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα που είχε προπονητή τον Μπόμπυ Νάιτ έναν από τους, κατά γενική ομολογία, καλύτερους προπονητές στην ιστορία του κολλεγιακού πρωταθλήματος. Ο Τζόρνταν με 19,6 πόντους και 5,3 ριμπάουντ ήταν και πάλι μέλος της Καλύτερης Πεντάδας του NCAA, ενώ βραβεύθηκε κέρδισε το βραβείο Νέισμιθ για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς αλλά και το βραβείο Τζον Γούντεν για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς.

Ο Τζόρνταν αποφάσισε εκείνη την χρονιά να αφήσει το Νορθ Καρολάινα και το κολλεγιακό πρωτάθλημα, αν και θα μπορούσε να αγωνιστεί εκεί για άλλον ένα χρόνο ως την προγραμματισμένη αποφοίτησή του. Δήλωσε έτσι συμμετοχή στα Ντράφτ του 1984. Σε ένδειξη τιμής για την συνεισφορά του η φανέλα του με το νούμερο 23 αποσύρθηκε. Επέστρεψε στο Νορθ Καρολάινα για να πάρει το πτυχίο του το 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου