Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο χωριό Δροσιά (παλ. ονομ. Χάλια) κοντά στη Χαλκίδα στις 29 Αυγούστου 1921. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Τα Καβουράκια" και "Όταν πίνεις στην ταβέρνα" του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια. Πέραν του Τσιτσάνη συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου ("Άνοιξε, άνοιξε") και τον Απόστολο Καλδάρα ("Είπα να σβήσω τα παλιά").
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του '60, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος ("Ζεϊμπέκικο"), ο Ηλίας Ανδριόπουλος ("Μην κλαις") και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα»).
Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά.
Παντρεύτηκε πολύ μικρή ενάντια στις επιθυμίες των γονιών της και ο γάμος της ήταν μια άμεση καταστροφή: Ο άντρας της ήταν μέθυσος και, κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς, η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή από τους οποίους τελικά εξέτισε μόνο τέσσερις μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από συζητήσεις και κατηγορίες των δικών της αποφασίζει να πάει στην Αθήνα το 1940, που βρισκόταν σε πλήρη ναζιστική κατοχή. Εκείνα τα χρόνια δεν είναι μόνο αγώνας για επιβίωση, αλλά και για την αντίσταση. Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με το Βασίλη Τσιτσάνη.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο απελευθερώνεται και το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε ως αστέρι του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Το 1948 μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο χώρο και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (Κομμουνίστρια), χωρίς οι μουσικοί της να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους. Παρ 'όλα αυτά, σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνείες στα ρεμπέτικα. Μέχρι το 80 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες αυτών των μουσικών ειδών σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά υπέστη διάφορες κρίσεις και προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο χωριό Δροσιά (παλ. ονομ. Χάλια) κοντά στη Χαλκίδα στις 29 Αυγούστου 1921. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Τα Καβουράκια" και "Όταν πίνεις στην ταβέρνα" του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια. Πέραν του Τσιτσάνη συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου ("Άνοιξε, άνοιξε") και τον Απόστολο Καλδάρα ("Είπα να σβήσω τα παλιά").
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του '60, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος ("Ζεϊμπέκικο"), ο Ηλίας Ανδριόπουλος ("Μην κλαις") και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα»).
Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Μεταξά.
Παντρεύτηκε πολύ μικρή ενάντια στις επιθυμίες των γονιών της και ο γάμος της ήταν μια άμεση καταστροφή: Ο άντρας της ήταν μέθυσος και, κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς, η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή από τους οποίους τελικά εξέτισε μόνο τέσσερις μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από συζητήσεις και κατηγορίες των δικών της αποφασίζει να πάει στην Αθήνα το 1940, που βρισκόταν σε πλήρη ναζιστική κατοχή. Εκείνα τα χρόνια δεν είναι μόνο αγώνας για επιβίωση, αλλά και για την αντίσταση. Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με το Βασίλη Τσιτσάνη.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο απελευθερώνεται και το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με το Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε ως αστέρι του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Το 1948 μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο χώρο και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (Κομμουνίστρια), χωρίς οι μουσικοί της να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους. Παρ 'όλα αυτά, σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνείες στα ρεμπέτικα. Μέχρι το 80 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες αυτών των μουσικών ειδών σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά υπέστη διάφορες κρίσεις και προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου