Ο Αλέκος Σακελλάριος (7 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Εξαιρετικά δημοφιλής και παραγωγικός, υπήρξε από τους σημαντικότερους ανανεωτές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κωμωδίας και από τους σημαντικότερους στιχουργούς του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αχαρνών. Οι νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εκτοπίστηκαν πολύ σύντομα από τις ζωηρές δημοσιογραφικές του ανησυχίες (ήδη από τα σχολικά του χρόνια υπήρξε εκδότης του "Μαθητή", της πιο μεγάλης κυκλοφορίας μαθητικής εφημερίδας της εποχής). Στην μάχιμη δημοσιογραφία μπαίνει μέσα από τη φιλολογική στήλη της Καθημερινής, μετά από ποίημα που στέλνει στον Γεώργιο Βλάχο. Εργάστηκε σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες: Ελεύθερη Ελλάδα, Ακρόπολις, Απογευματινή, Μάχη, Ελεύθερος Κόσμος, Εθνικός Κήρυξ, Ελεύθερος Τύπος κ.ά., άλλοτε ως ρεπόρτερ, άλλοτε ως χρονογράφος ή ως ευθυμογράφος. Επίσης με τον στενό συνεργάτη του Χρήστο Γιαννακόπουλο εξέδωσαν την εφημερίδα Το Εικοσιτετράωρο και τα περιοδικά Πρωτεύουσα και Σαββατοκύριακο. Διετέλεσε επίσης και διευθυντής του περιοδικού ποικίλης ύλης Εβδομάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του χρονογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά.
Το 1935 έγραψε, κατόπιν παραγγελίας του κορυφαίου κωμικού του ελαφρού μουσικού θεάτρου της περιόδου, Πέτρου Κυριακού, το πρώτο θεατρικό του έργο, την μουσική ηθογραφία Ο βασιλιάς του Χαλβά σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη με συνθέτη τον Νίκο Χατζηαποστόλου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και καθιέρωσε κατ'ευθείαν τον νεαρό συγγραφέα.
Η συνεργασία, όμως με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (ξεκινώντας από την επιθεώρηση Παύσατε Πυρ ), ήταν αυτή που έμελλε να γράψει πραγματικά ιστορία. Οι "Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου" (κατά την έκφραση του γνωστού θεατρικού κριτικού Αχιλλέα Μαμάκη ) εκτός από πολυγραφότατοι, υπήρξαν και εξαιρετικά πετυχημένοι. Το σερί των επιτυχιών τους, ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με την θεατρική κωμωδία, αφήνοντας μια μεγάλη σειρά από έργα που παίζονται ακόμα και σήμερα.
Εξαιρετικά μεγάλη ήταν η επιτυχία του και στον κινηματογράφο -όπου ξεκίνησε αυτοδίδακτος, μετά από παρότρυνση του παραγωγού Φιλοποίμενος Φίνου. Οι ταινίες του σημείωναν ρεκόρ εισπράξεων και οι περισσότερες απ'αυτές έδειξαν και ιδιαίτερη αντοχή στο χρόνο, μέσω της τηλεόρασης. Πάνω από 20 από αυτές είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και σήμερα.
Εκτός απ'την συνεργασία του με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, δούλεψε και με τους περισσότερους-αν όχι όλους- τους επιθεωρησιακούς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε μόνος ή συνεργαζόμενος περίπου 200 θεατρικά έργα και 60 κινηματογραφικά σενάρια. Γνωστότερα απ' αυτά είναι: Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 'Ενας ήρως με παντούφλες, Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Η θεία απ' το Σικάγο, Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμή, Ο Ηλίας του 16ου, Το ξύλο βγήκε απ'τον Παράδεισο, Τα κίτρινα γάντια, Αλίμονο στους νέους, Η Αλίκη στο ναυτικό, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το δόλωμα, Υπάρχει και φιλότιμο.
Έγραψε επίσης τους στίχους -μόνος, με τον Γιαννακόπουλο ή με άλλους- σε περίπου 2.000 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», "Έχω ένα μυστικό", "Υπομονή", "Σήκω χόρεψε συρτάκι" και πολλά άλλα.Συνεργάστηκε με ευρεία γκάμα συνθετών (από τον Νίκο Χατζηαποστόλου και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, ως τον Σταύρο Ξαρχάκο , τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Γιάννη Σπανό). Ιδαίτερα σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι ήταν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ. Σπουδαία -και εξαιρετικά επιτυχημένα- ήταν και τα τραγούδια που έγραψε με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Η κριτική της εποχής (με εξαίρεση τον Αλκη Θρύλο ) αντιμετώπισε το δίδυμο Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου ως τους σημαντικότερους απ'τους κωμωδιογράφους της γενιάς τους (επαινώντας ιδιαίτερα και τις πιο φιλόδοξες απόπειρές τους , όπως τα "Ένας Ήρως με Παντούφλες" και Η Μεγάλη Παρένθεσις). Πολλές φορές κατηγορήθηκαν για προχειρότητα, λόγω της υπερπαραγωγικότητάς τους. Η αποτίμησή τους, όμως, μετά το πέρας της εποχής τους ήταν απολύτως θετική. Αρχίζοντας μάλιστα από το 1989, έργα τους μπήκαν και στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου, κάτι που στις μέρες των μεγάλων επιτυχιών τους θα ήταν αδιανόητο.
Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε για όλες τις δημιουργικές πλευρές του με πολλά ελληνικά και ξένα βραβεία. Κατά το τέλος της ζωής του, η αφηγηματική του δεινότητα τον έκανε περιζήτητο σε τηλεοπτικές εκπομπές που μελετούσαν την εποχή του. Πολύ μεγάλη επιτυχία, άλλωστε, είχε και το βιβλίο με τις αναμνήσεις του Λες και ήταν Χτες.
Πέθανε στις 28 Αυγούστου του 1991 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε οικογενειακό τάφο.
Είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε δύο κόρες.
Τα τελευταία χρόνια (από τα τέλη του '70 ως το 1991) ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα, γράφοντας (όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του της εποχής) συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά -τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του -θεατρικό και χρονογραφικό-, σε αντίθεση με τα έργα των συγχρόνων του Τσιφόρου και Ψαθά , δεν εκδόθηκε ποτέ.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αχαρνών. Οι νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εκτοπίστηκαν πολύ σύντομα από τις ζωηρές δημοσιογραφικές του ανησυχίες (ήδη από τα σχολικά του χρόνια υπήρξε εκδότης του "Μαθητή", της πιο μεγάλης κυκλοφορίας μαθητικής εφημερίδας της εποχής). Στην μάχιμη δημοσιογραφία μπαίνει μέσα από τη φιλολογική στήλη της Καθημερινής, μετά από ποίημα που στέλνει στον Γεώργιο Βλάχο. Εργάστηκε σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες: Ελεύθερη Ελλάδα, Ακρόπολις, Απογευματινή, Μάχη, Ελεύθερος Κόσμος, Εθνικός Κήρυξ, Ελεύθερος Τύπος κ.ά., άλλοτε ως ρεπόρτερ, άλλοτε ως χρονογράφος ή ως ευθυμογράφος. Επίσης με τον στενό συνεργάτη του Χρήστο Γιαννακόπουλο εξέδωσαν την εφημερίδα Το Εικοσιτετράωρο και τα περιοδικά Πρωτεύουσα και Σαββατοκύριακο. Διετέλεσε επίσης και διευθυντής του περιοδικού ποικίλης ύλης Εβδομάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του χρονογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά.
Το 1935 έγραψε, κατόπιν παραγγελίας του κορυφαίου κωμικού του ελαφρού μουσικού θεάτρου της περιόδου, Πέτρου Κυριακού, το πρώτο θεατρικό του έργο, την μουσική ηθογραφία Ο βασιλιάς του Χαλβά σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη με συνθέτη τον Νίκο Χατζηαποστόλου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και καθιέρωσε κατ'ευθείαν τον νεαρό συγγραφέα.
Η συνεργασία, όμως με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (ξεκινώντας από την επιθεώρηση Παύσατε Πυρ ), ήταν αυτή που έμελλε να γράψει πραγματικά ιστορία. Οι "Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου" (κατά την έκφραση του γνωστού θεατρικού κριτικού Αχιλλέα Μαμάκη ) εκτός από πολυγραφότατοι, υπήρξαν και εξαιρετικά πετυχημένοι. Το σερί των επιτυχιών τους, ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με την θεατρική κωμωδία, αφήνοντας μια μεγάλη σειρά από έργα που παίζονται ακόμα και σήμερα.
Εξαιρετικά μεγάλη ήταν η επιτυχία του και στον κινηματογράφο -όπου ξεκίνησε αυτοδίδακτος, μετά από παρότρυνση του παραγωγού Φιλοποίμενος Φίνου. Οι ταινίες του σημείωναν ρεκόρ εισπράξεων και οι περισσότερες απ'αυτές έδειξαν και ιδιαίτερη αντοχή στο χρόνο, μέσω της τηλεόρασης. Πάνω από 20 από αυτές είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και σήμερα.
Εκτός απ'την συνεργασία του με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, δούλεψε και με τους περισσότερους-αν όχι όλους- τους επιθεωρησιακούς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε μόνος ή συνεργαζόμενος περίπου 200 θεατρικά έργα και 60 κινηματογραφικά σενάρια. Γνωστότερα απ' αυτά είναι: Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 'Ενας ήρως με παντούφλες, Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Η θεία απ' το Σικάγο, Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμή, Ο Ηλίας του 16ου, Το ξύλο βγήκε απ'τον Παράδεισο, Τα κίτρινα γάντια, Αλίμονο στους νέους, Η Αλίκη στο ναυτικό, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το δόλωμα, Υπάρχει και φιλότιμο.
Έγραψε επίσης τους στίχους -μόνος, με τον Γιαννακόπουλο ή με άλλους- σε περίπου 2.000 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», "Έχω ένα μυστικό", "Υπομονή", "Σήκω χόρεψε συρτάκι" και πολλά άλλα.Συνεργάστηκε με ευρεία γκάμα συνθετών (από τον Νίκο Χατζηαποστόλου και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, ως τον Σταύρο Ξαρχάκο , τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Γιάννη Σπανό). Ιδαίτερα σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι ήταν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ. Σπουδαία -και εξαιρετικά επιτυχημένα- ήταν και τα τραγούδια που έγραψε με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Η κριτική της εποχής (με εξαίρεση τον Αλκη Θρύλο ) αντιμετώπισε το δίδυμο Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου ως τους σημαντικότερους απ'τους κωμωδιογράφους της γενιάς τους (επαινώντας ιδιαίτερα και τις πιο φιλόδοξες απόπειρές τους , όπως τα "Ένας Ήρως με Παντούφλες" και Η Μεγάλη Παρένθεσις). Πολλές φορές κατηγορήθηκαν για προχειρότητα, λόγω της υπερπαραγωγικότητάς τους. Η αποτίμησή τους, όμως, μετά το πέρας της εποχής τους ήταν απολύτως θετική. Αρχίζοντας μάλιστα από το 1989, έργα τους μπήκαν και στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου, κάτι που στις μέρες των μεγάλων επιτυχιών τους θα ήταν αδιανόητο.
Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε για όλες τις δημιουργικές πλευρές του με πολλά ελληνικά και ξένα βραβεία. Κατά το τέλος της ζωής του, η αφηγηματική του δεινότητα τον έκανε περιζήτητο σε τηλεοπτικές εκπομπές που μελετούσαν την εποχή του. Πολύ μεγάλη επιτυχία, άλλωστε, είχε και το βιβλίο με τις αναμνήσεις του Λες και ήταν Χτες.
Πέθανε στις 28 Αυγούστου του 1991 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε οικογενειακό τάφο.
Είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε δύο κόρες.
Τα τελευταία χρόνια (από τα τέλη του '70 ως το 1991) ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα, γράφοντας (όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του της εποχής) συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά -τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του -θεατρικό και χρονογραφικό-, σε αντίθεση με τα έργα των συγχρόνων του Τσιφόρου και Ψαθά , δεν εκδόθηκε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου