Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

18 Δεκεμβρίου 1943: Γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκτελούν 118 κατοίκους στη Δράκεια Μαγνησίας.

Ήταν Δεκέμβρης 1943. Η Γερμανική μπότα, η μαύρη σκλαβιά, οι στερήσεις και η πείνα, που επέβαλαν οι Γερμανοί στους λαούς που είχαν κατακτήσει, πλάκωναν και θέριζαν τον ηρωικό Ελληνικό λαό για περισσότερο από 2,5 χρόνια. Κι αν όμως κατέκτησαν τη χώρα μας οι Γερμανοί με τα όπλα τους, δεν μπορούσαν να κατακτήσουν το αθάνατο ελληνικό πνεύμα και τη δίψα του Έλληνα για ελευθερία.

Έτσι από την πρώτη στιγμή που οι κατακτητές πάτησαν το πόδι τους στον τόπο μας, άρχισε να αναπτύσσεται ένα κίνημα αντίδρασης και εχθρότητας, σ’ αυτούς που ήρθαν απρόσκλητοι να επιβάλλουν στους Έλληνες το δικό τους «πολιτισμό» και τα δικά τους «πιστεύω» για τον άνθρωπο και την ελευθερία. Και με το πέρασμα του χρόνου το κίνημα αυτό αναπτύχθηκε ,έγινε μεγάλο, πάρα πολύ μεγάλο και δυνατό και δημιούργησε πολλά προβλήματα στους κατακτητές.

Κι όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που στα μέτωπα του πολέμου, που συνεχιζόταν αδυσώπητος για 5ο χρόνο, τα πράγματα είχαν αλλάξει και οι Γερμανοί είχαν περάσει από τη θέση του επιτιθέμενου στη θέση του αμυνόμενου. Τώρα αγωνιζόταν «με νύχια και με δόντια» να κρατήσουν τις περιοχές και τα κράτη που είχαν κατακτήσει, στον έλεγχό τους. Όλα όμως έδειχναν ότι ο πόλεμος είχε χαθεί γι αυτούς και η κατάσταση πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί.

Θέλοντας λοιπόν να καταπνίξουν τα αντάρτικα κινήματα των κατακτημένων λαών και τη δίψα τους για ελευθερία, ώστε να μπορέσουν να στείλουν όσο το δυνατό περισσότερα στρατεύματα στο μέτωπο και παράλληλα να εκδικηθούν τους λαούς που αντιστέκονταν σ’ αυτούς, και στην γερμανική «ανωτερότητα», εφάρμοσαν, και μάλιστα από πολύ νωρίς, τα δείγματα του δικού τους «πολιτισμού».

Το Δεκέμβρη του 1942, το επιτελείο του Χίτλερ, του οποίου προέδρευε ο ίδιος, αποφάσισε να εφαρμόσει ένα νέο κανονισμό κατοχής. Ο κανονισμός αυτός καταργούσε το Διεθνές Πολεμικό Δίκαιο της Γενεύης και τη συνθήκη της Χάγης και παρείχε απόλυτη ασυδοσία στους δήμιους των κατεχόμενων χωρών. Αποφάσισαν να εφαρμόσουν το απάνθρωπο και σατανικό δόγμα της «συλλογικής ευθύνης», δείγμα της ανανδρίας τους και της απανθρωπιάς τους.

Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, ο άμαχος λαός εξισώνεται με το μάχιμο στρατιώτη. Ο άμαχος που στην «ηθική» όλων των πολέμων θεωρείται ανήμπορος και προστατεύεται, εδώ θεωρείται υπεύθυνος και τιμωρείται. Επομένως, όταν δεν μπορούμε να τα βάλουμε με το ένοπλο, το μάχιμο κομμάτι του λαού, ξεσπούμε στους αθώους αμάχους και τους ξεκληρίζουμε. Εφαρμόζοντας το δόγμα αυτό, διέπραξαν ως το τέλος του πολέμου, ορισμένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα της παγκόσμιας ιστορίας.

Και οι δήμιοι με τη σειρά τους, λυσσασμένοι από τις συνεχιζόμενες αποτυχίες του στρατού τους στα μέτωπα του πολέμου και από τα πλήγματα των κινημάτων της αντίστασης, όρμησαν με θηριώδη μανία και μίσος κατά του άμαχου πληθυσμού, αφήνοντας πίσω τους ποτάμια αίματος και φοβερά ολοκαυτώματα

Έτσι άρχισαν, όταν πάθαιναν δολιοφθορές ή ζημιές ή έχαναν στρατιώτες, από τους ανθρώπους που αντιστέκονταν στη σκλαβιά και τους πολεμούσαν, να αναζητούν τους ενόχους ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό της περιοχής που δέχτηκαν την επίθεση. Και επειδή σπάνια έβρισκαν τους ενόχους, αφού αυτοί δεν βρίσκονταν εκεί, άρχισαν να εφαρμόζουν αντίποινα και να παίρνουν εκδίκηση σκοτώνοντας και σφάζοντας πολλαπλάσιους αθώους αμάχους, για κάθε στρατιώτη που έχαναν και για κάθε ζημιά που πάθαιναν. Κι όσο τα πράγματα στα μέτωπα του πολέμου χειροτέρευαν γι αυτούς, τόσο πιο πολύ αγρίευαν και επιδίδονταν με περισσότερη μανία και μίσος, σε όλο και περισσότερες σφαγές και ολοκαυτώματα.

Μέσα σ’ αυτή τη γενικότερη κατάσταση, έμελλε στη Δράκεια, το ιστορικό αυτό κεφαλοχώρι του Πηλίου, να ζήσει κι αυτό τη δική του αιματοβαμμένη τραγωδία και να προσθέσει τη δική του σελίδα στο βιβλίο της ένδοξης Ελληνικής Ιστορίας. Το όνομά του γράφτηκε με το αίμα των παιδιών του, στον ατέλειωτο κατάλογο του Εθνικού μας Μαρτυρολογίου. Ενός Μαρτυρολογίου που ξεκινάει μαζί με την ύπαρξη αυτής της Πατρίδας και έχει να κάνει με τις πολυτιμότερες αξίες της ζωής, την Ελευθερία, την Ανεξαρτησία και την Αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Δεν είχε περάσει ούτε μια βδομάδα από την τρομακτική σφαγή των Καλαβρύτων, όπου ο τύραννος κατακτητής είχε δείξει όλη τη βαρβαρότητα που έκρυβε μέσα του, την κατωτερότητά του και το μίσος που έτρεφε γι αυτόν τον ηρωικό λαό, που αγωνιζόταν όπως μπορούσε για να κερδίσει τη λευτεριά του. Δεν είχε σεβαστεί τίποτε στα Καλάβρυτα. Ούτε τους γέρους, ούτε τις γυναίκες, ούτε τα μικρά παιδιά. Όλοι του έφταιγαν κι όλοι έπρεπε να πεθάνουν. Και τους έσφαξε όλους. Δεν χάρισε τη ζωή ούτε στα μωρά. Σύνολο:   1.104 άμαχοι εκτελεσθέντες.

Ήταν Παρασκευή 17 Δεκέμβρη του 43, όταν φάλαγγα γερμανικών στρατευμάτων με αυτοκίνητα, της οποίας προπορεύονταν μοτοσικλετιστές, ανέβαινε στο Πήλιο, μέσω του δρόμου Βόλου – Ζαγοράς. Στη θέση Αλικόπετρα όμως, έπεσε σε ενέδρα ομάδας ανταρτών, οι οποίοι σκότωσαν ένα μοτοσικλετιστή και τραυμάτισαν δύο.

Η φάλαγγα σταμάτησε στο δρόμο και διαπίστωσε, από τα ίχνη στο φρέσκο χιόνι που έπεφτε, ότι οι αντάρτες διέφυγαν προς τη Δράκεια. Περίμεναν να νυχτώσει και στη συνέχεια, γύρω στις 7.00 το βράδυ, κατέβηκαν στο χωριό, κύκλωσαν την κάτω πλατεία και συνέλαβαν όλους τους άνδρες που βρήκαν μέσα στα δυο καφενεία που λειτουργούσαν. Στη συνέχεια τους συγκέντρωσαν όλους σε ένα καφενείο και έκλεισαν όλες τις πόρτες, εκτός από μία που τη χρησιμοποιούσαν αυτοί για να μπαινοβγαίνουν. Έβαλαν πολυβόλα πάνω στα τραπέζια και μ’ αυτά απειλούσαν τους κατοίκους που είχαν φυλακίσει, ώστε να αποτρέψουν κάθε απόπειρα βίαιης αντίδρασης τους εναντίον τους.

Παρόλο όμως που οι συλληφθέντες , ήταν σχεδόν οι μισοί άντρες του χωριού, ο αριθμός τους δεν έφτανε για να ολοκληρώσουν τέλεια το βάρβαρο και απάνθρωπο έργο τους τα αιμοσταγή στίφη του Χίτλερ. Έτσι ορισμένες ομάδες Γερμανών σκορπίστηκαν στα σπίτια, συνέλαβαν όσους άντρες βρήκαν σ’ αυτά και τους μετέφεραν όλους μαζί στο καφενείο, όπου είχαν και τους άλλους.

Οι έγκλειστοι ζουν το δικό τους δράμα. Ερωτήματα σκληρά για την τύχη τους, τους παραλύουν την ψυχή και το σώμα. Συναισθήματα ανάμεικτα: φόβος αγωνία, αλλά και ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά και το κακό που φαίνεται να έρχεται δε θα φτάσει στο χωριό. Μάταια όμως. Τα μεσάνυχτα, οι Γερμανοί πήραν με τον ασύρματο τη διαταγή, από τη στρατιωτική διοίκηση Λάρισας: Εκτέλεση. Ένας από τους συλληφθέντες κατοίκους, που ήξερε γερμανικά και κατάλαβε τι τους περίμενε, ρώτησε τον αξιωματικό τους γιατί. Η απάντηση που πήρε ήταν ότι θα τους σκότωναν σε αντίποινα για το θάνατο του Γερμανού μοτοσικλετιστή και τον τραυματισμό των άλλων δύο, από τους αντάρτες, την προηγούμενη μέρα, στην Αλικόπετρα.
Το αίμα των συλληφθέντων κατοίκων πάγωσε. Προσπάθησαν να εξηγήσουν στους Γερμανούς ότι αυτοί ήταν άμαχοι και δεν είχαν καμιά σχέση με τους αντάρτες που τους χτύπησαν. Μάταια όμως. Οι δήμιοι ήταν αποφασισμένοι να τελειώσουν το μακάβριο και απάνθρωπο έγκλημα που ήρθαν να κάνουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έρχεται στο προσκήνιο για τους καταδικασμένους. Σκέφτονται να ορμήσουν στους Γερμανούς, να σπάσουν τον κλοιό κι όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν. Αλλά τι συνέπειες θα είχε αυτό για το χωριό, τις γυναίκες και τα παιδιά τους; Μήπως τα πράγματα γινόταν χειρότερα και οι Γερμανοί ξεκλήριζαν όλο το χωριό; Και πόσοι θα κατάφερναν να γλιτώσουν όταν αυτοί μόλις 120 άοπλοι άμαχοι, άτομα κάθε ηλικίας και σωματικής ικανότητας, είχαν απέναντί τους 200-250 πάνοπλους, έμπειρους και πωρωμένους με τα ιδεώδη του φασισμού και της απανθρωπιάς δήμιους;

Αποφάσισαν λοιπόν να μην κάνουν καμιά απόπειρα και να περιμένουν καρτερικά να ξημερώσει και να πεθάνουν. Όμως το ξημέρωμα αυτό αργούσε βασανιστικά να έρθει. Σκέφτονταν τα σπίτια, τις γυναίκες, τα παιδιά τους, όλους όσους αγαπούσαν και τους αγαπούσαν και δε θα ξανάβλεπαν. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής τους, αλλά και η τελευταία. Σκέφτονταν το θάνατο και σιγά-σιγά συμβιβάζονταν μ’ αυτόν. Έγιναν  ήρωες χωρίς να προλάβουν να το συνειδητοποιήσουν και περίμεναν βασανιστικά να ξημερώσει. Έκλαιγαν και προσεύχονταν στο Θεό. Παρακαλούσαν να ξημερώσει και να λυτρωθούν απ’ το μαρτύριό τους.

Και το ξημέρωμα ήρθε κάποτε. Οι Γερμανοί δείχνοντας κάποιο ίχνος ανθρωπιάς ίσως, αλλά μάλλον γιατί είχαν «συμπληρώσει» το αριθμό των ανθρώπων που ήθελαν να δολοφονήσουν, λες και οι ανθρώπινες ζωές μετριούνται με λογιστικούς τύπους και αριθμητικές πράξεις, άφησαν ελεύθερα τα μικρά παιδιά να φύγουν. Και τότε άρχισαν το μακάβριο έργο τους. Πηγαίνοντας τους συλληφθέντες πέντε-πέντε στο ρέμα που βρισκόταν δίπλα από το καφενείο, τους εκτελούσαν, πυροβολώντας τους από πίσω, με τα πολυβόλα που είχαν στήσει για το σκοπό αυτό. Ακολουθούσε και η «χαριστική» βολή, μια σφαίρα στο κεφάλι, από τον επικεφαλής αξιωματικό, γιατί «φοβόταν» μην τους ξεγελάσει κανένας και γλιτώσει και δεν συμπληρωθεί ακριβώς ο αριθμός των αθώων που θα έλεγαν στους ανωτέρους τους πως έσφαξαν, υπηρετώντας τα φασιστικά «ιδεώδη» του λαού τους και εφαρμόζοντας την εκδοχή του δικού τους «πολιτισμού». Εντούτοις όμως και παρά την προσπάθειά τους να μη γλιτώσει κανένας, έξι άνθρωποι κατόρθωσαν να τους ξεγελάσουν και να σωθούν, αν και τραυματισμένοι οι περισσότεροι.

Με τον τρόπο αυτό, δολοφόνησαν από τις 7.00 ως τις 10.00 το πρωί του Σαββάτου 18 Δεκεμβρίου 1943, 118 αθώους. Ανθρώπους, οποίοι αυτόματα μετατράπηκαν σε ήρωες και σαν ήρωες έμειναν και θα μείνουν στη μνήμη όλων των ανθρώπων, που πέρασαν και θα περάσουν στο μέλλον από τούτο εδώ το ματοβαμένο τόπο, που λέγεται Ελλάδα και έχει γράψει λαμπρές σελίδες ένδοξης ιστορίας και αγώνων για την ελευθερία του ανθρώπου, στο πέρασμα των αιώνων.

Μόλις οι Γερμανοί τελείωσαν το μακάβριο έργο τους, μόλις η ματοβαμένη ψυχή και τα μάτια τους χόρτασαν αίμα αθώων, αφού το νερό στο ποτάμι έγινε κόκκινο, το ίδιο και η θάλασσα που κατέληγε το ποτάμι αυτό, αποφάσισαν να φύγουν απ’ το χωριό. Και σα να μην τους έφτανε η καταστροφή και η συμφορά που σκόρπισαν, θέλοντας να δείξουν τη δύναμη που ακόμα είχαν, τη μικροψυχία και τη βαρβαρότητά τους, ανέβηκαν ξανά στην Αλικόπετρα κι άφησαν εκεί ένα απόσπασμα, το οποίο άρχισε να ρίχνει με πολυβόλα πάνω στο σωρό των πτωμάτων, έτσι ώστε να μην τολμούν να πλησιάσουν εκεί οι γυναίκες και οι μανάδες των δολοφονημένων, που δειλά-δειλά άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να ψάχνουν τους δικούς τους ,μη γνωρίζοντας ακόμα το μέγεθος της καταστροφής, και της συμφοράς που είχε επιτελεσθεί από τα βάρβαρα στίφη του Γ΄ Ραϊχ και του Χίτλερ.

Η αναγνώριση των πτωμάτων, έγινε μετά την άφιξη κλιμακίου του Ερυθρού Σταυρού από το Βόλο, το οποίο ήρθε με λευκή σημαία και η ταφή έγινε σε ομαδικό τάφο. Το δράμα του ηρωικού χωριού, που μόλις άρχισε, θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Το χωριό, μετά τη σφαγή διαλύεται και ερημώνει. Οι περισσότερες οικογένειες των θυμάτων μετακομίζουν στο Βόλο, στην Αγριά και όπου αλλού είχαν κάποιους συγγενείς. Η οικονομία του χωριού αποσαρθρώνεται. Η επιστροφή στο χωριό, αρχίζει σιγά-σιγά από το Πάσχα του ’44 και μετά.
Η ζωή όμως, γίνεται πολύ πιο δύσκολη από πριν. Τα περβόλια του χωριού, χρειάζονται γερά, αντρικά χέρια, που τώρα πια δεν υπάρχουν, για να καρπίσουν. Κι εδώ έρχεται να καλύψει, όσο μπορεί καλύτερα, το μεγάλο αυτό κενό η Δρακιώτισσα μάνα ,η σύζυγος, η αδελφή. Πρέπει να σηκώσει κι αυτή το σταυρό του δικού της μαρτυρίου. Πρέπει να παλέψει μόνη της όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες της ζωής από δω και πέρα. Πρέπει να γίνει ταυτόχρονα άντρας και γυναίκα, πατέρας και μητέρα, να παλέψει μόνη της να κρατήσει όρθιο ότι είχε απομείνει και να μεγαλώσει τα ορφανά της, να δουλέψει στα περβόλια, να παρηγορήσει, να δώσει κουράγιο. Μεγάλη τιμή αξίζει να δώσουμε και σ’ αυτή τη μαυροφορεμένη παρουσία που με τον αγώνα της συνέβαλε καθοριστικά, ώστε το χωριό να συνεχίσει να ζει.

Μετά την απελευθέρωση, στο χώρο της εκτέλεσης ανεγέρθηκε μνημείο, το Ηρώο, όπου τοποθετήθηκαν τα οστά των εκτελεσθέντων. Στην πλάκα του μνημείου χαράχτηκαν τα ονόματα όλων των αδικοχαμένων ηρώων της Δράκειας. Τη μέρα αυτή, κάθε χρόνο τελείται μνημόσυνο στη μνήμη των αδίκως σφαγιασθέντων.

πηγη: http://www.e-volos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου