Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από τη Βεργίνα ήδη από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επιτήρηση του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, ο οποίος υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Βρέθηκαν τμήματα ενός μεγάλου κτιρίου, στη θέση Αγία Τριάδα, που θεωρείται από πολλούς ότι χρησίμευε σαν θερινό βασιλικό ανάκτορο. Παρ' όλ' αυτά, οι ανασκαφές σταμάτησαν για τον κίνδυνο της ελονοσίας.
Το 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του καθηγητή Κ. Ρωμαίου, αποφάσισε να ιδρύσει στη Βεργίνα πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών του. Ο Κ. Ρωμαίος ανέσκαψε περισσότερα τμήματα του θεωρούμενου ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο, που ονομάζεται από τον ανασκαφέα του "τάφος του Ρωμαίου", αλλά και πάλι οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940. Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές ξεκίνησαν ξανά κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του "ανακτόρου" ήρθε στην επιφάνεια. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος πείστηκε ότι ένας λοφίσκος που λεγόταν "η Μεγάλη Τούμπα" έκρυβε τους τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Το 1977 ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μία ανασκαφή έξι εβδομάδων στην Τούμπα και ανακάλυψε τέσσερα θαμμένα ταφικά δωμάτια τα οποία ήταν ανέγγιχτα από τυμβωρύχους. Τρία ακόμα βρέθηκαν το 1980. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και κατά τα έτη 1980 με 1990. Ο Ανδρόνικος υποστήριξε ότι τα ευρήματα ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μίας από τις γυναίκες του, και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ΄ του Μακεδόνος. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς αρχαιολόγους και την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, υπάρχουν αρχαιολόγοι που αμφιβάλλουν για αυτό και λένε ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μεγάλη μερίδα άλλων που πιστεύουν ότι οι τάφοι δεν είναι βασιλικοί, αλλά ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους, που απέκτησαν μεγάλο πλούτο από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Σε περίπτωση που ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ', τα όπλα και η πανοπλία που βρέθηκαν στον τάφο ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο καθώς ο Φίλιππος Γ΄ γύρισε τα όπλα του πίσω στην Μακεδονία, αφού αυτός πέθανε.
Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο επάνω μέρος της τον Ήλιο της Βεργίνας, ο οποίος υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας. Ο Ήλιος υπήρξε σημείο διεθνούς αντιπαράθεσης το 1992, όταν το νεοϊδρυθέν κράτος της Π.Γ.Δ.Μ. τον χρησιμοποίησε ως σύμβολό του πάνω στη σημαία του. Όμως η ελληνική κυβέρνηση λέγοντας ότι το σύμβολο βρέθηκε σε αρχαίο μνημείο εντός του ελλαδικού χώρου υποχρέωσε το 1995 την κυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ. να τον απομακρύνει από τη σημαία.
Μεγάλη ποσότητα έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους τάφους, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης και της λάρνακας με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄ και το χρυσό του στεφάνι δρυός. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 2000 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, το οποίο βρίσκεται μέσα στον λοφίσκο. Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου